γράφει ο 

Βύρων Δημητριάδης 

 

Η διαπίστωση ότι η Ελληνική Αριστερά (Κοινωνική-Ριζοσπαστική και Ταξική-Επαναστατική) αντιλαμβάνεται, και άρα αντιμετωπίζει, το πανανθρώπινο διακύβευμα της “Κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο” περίπου ως ένα ακόμη προπατορικό αμάρτημα είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός.

 

Ιστορικά, ίσως να οφείλεται στο επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αντιμετώπιζε τη σκέψη του Μαρξ, αλλά και του Ένγκελς, ως αποκλειστικά οικονομική υποβαθμίζοντας έτσι τη βασική ιστορική κοινωνιολογική της πλευρά.

 

Η ευκολία του οικονομισμού τους οδήγησε να κυνηγούν όλους όσους έβαζαν ζητήματα Ιστορίας και Κοινωνιολογίας όπως, για παράδειγμα, η περίπτωση του Γιάννη Κορδάτου, αλλά και του Κωστή Μοσκώφ -που είχα τη τύχη να γνωρίσω και να αμπελοφιλοσοφίσω ασύστολα και κατ' εξακολούθηση, δυστυχώς για να ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

 

Ίσως πάλι όλα αυτά να οφείλονται στην αδυναμία να κοινωνήσουμε οι Έλληνες την αρχαιοελληνική γραμματεία -αδυναμία που αποκτά καθοριστική σημασία εάν αναλογιστείς ότι ο Μαρξ επικαιροποίησε (πάντα κατά τη δική μου γνώμη και γνώση) τη σκέψη του Αριστοτέλη αλλά και του Επίκουρου.

 

Μάλλον έτσι φθάσαμε στο σημείο την επιστημονική πρόβλεψη-προειδοποίηση του Μαρξ: “...Δεν φτάνει που οι όροι της εργασίας εμφανίζονται στον ένα πόλο σαν κεφάλαιο, ενώ στον αντίθετο πόλο υπάρχουν μόνο άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν εκτός από την εργατική τους δύναμη. Δεν φτάνει, επίσης, που εξαναγκάζονται άνθρωποι να πουλούν θεληματικά τον εαυτό τους.

 

Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις  απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής...” -ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ τ. Ι σ.762- , για παράδειγμα, οι μαρξιστές που τον θέλουν Οικονομολόγο, να είναι σε θέση να εξηγήσουν μόνο τη μισή “πρόταση”, ενώ την άλλη μισή να την χρεώσουν, ως ανεξήγητη, στη φιλοσοφική-ιδεαλιστική του πλευρά.

 

Το ότι υπάρχει σήμερα “...μια εργατική τάξη που... αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του Κεφαλαιοκρατικού Τρόπου Παραγωγής...” είναι πλέον ένα αληθειοφόρο συμβάν που εμφανίστηκε μ' όλη τη τραγικότητα του στο 21ο Συνέδριο του Περισσού: το πιο συνειδητοποιημένο -υποτίθεται- και πιο επαναστατικό -υποτίθεται- κομμάτι της εργατικής τάξης -υποτίθεται- “...αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους...” και την παραγωγή υπεραξίας και το σύστημα της μισθωτής εργασίας το οποίο μετατρέπει την “εν δυνάμει” εργασιακή δύναμη σε “ενεργεία” παραγωγική ικανότητα.

 

Κι αν ο Κεφαλαιοκράτης διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις με τον εργαζόμενο τους όρους πώλησης (ενοικίασης, το σωστό) της εργασιακής του δύναμης έναντι μισθού η αξία του οποίου είναι ίδια μ' αυτή που απαιτήθηκε για την παραγωγή και συντήρηση του εμπορεύματος “εργατική δύναμη”, δεν συμβαίνει το ίδιο, δηλαδή δεν υπάρχει καμία διαπραγμάτευση, ως προς τα μέσα παραγωγής που προστίθενται ώστε η ενοικιαζόμενη “εν δυνάμει” εργασιακή δύναμη να μετατραπεί σε “ενεργεία” παραγωγική ικανότητα.

 

Με πιο απλά λόγια, αυτή καθαυτή η διαδικασία αύξησης της παραγωγικότητας της εργασιακής δύναμης ελέγχεται αποκλειστικά μόνο από τον Κεφαλαιοκράτη που καρπώνεται την αύξηση της σχετικής υπεραξίας.

 

Επομένως, η αυξομείωση των ωρών εργασίας από την πλευρά του Κεφαλαιοκρατικού συστήματος και ο τρόπος που το αντιμετωπίζει η Αριστερά (στο 10ωρο της κυβέρνησης τα κόμματα της Αριστεράς απαντούν υπερασπίζοντας μια επιστροφή στην κανονικότητα του 8ώρου), φέρνει στο μυαλό την ιστορία με τον Χότζα: αυξομείωνε τον αριθμό των ζώων που έβαζε μέσα στην καλύβα που ζούσε ο δουλοπάροικος αυξομειώνοντας έτσι τη δουλικότητα του.

 

Όμως, τι είδους “αγωγή”, τι είδους “παράδοση” και τι είδους “συνήθεια” διαμόρφωσε αυτή τη “δεύτερη φύση” ακόμη και στα οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης;

 

“...Ο ακαδημαϊκός μαρξιστής -γράφει ο Γάλλος Κοινωνιολόγος Pierre Macherey στο δοκίμιο: “Φουκώ και Μαρξ. Το παραγωγικό υποκείμενο” 2014- πιάστηκε χειροπόδαρα στην παγίδα που είχε στηθεί: εξέλαβε κατά γράμμα τον λόγο της εξουσίας που διαμορφώνεται από την αστική κοινωνία, και ο οποίος εμφανίζει αυτή την εξουσία ως μια “υπερδομή” ή “εποικοδόμημα”, οι διαταγές της οποίας καταφτάνουν από ψηλά, ενώ στην πραγματικότητα αυτές οι διαταγές έρχονται από κάτω, από τα βάθη του συστήματος όπου παράγεται η αξία.

 

Η αλήθεια της εξουσίας, στην κοινωνία μας τουλάχιστον, είναι οικονομική προτού καταστεί πολιτική (“Η εισαγωγή της οικονομίας στο εσωτερικό της πολιτικής άσκησης -υποστηρίζει ο Φουκώ-, αυτό θα είναι θαρρώ το βασικό διακύβευμα της διακυβέρνησης”) : κατά τον Φουκώ, αυτό ακριβώς μας βοηθά να κατανοήσουμε ο Μαρξ, τουλάχιστον σε εκείνα τα χωρία του έργου του όπου αποσυναρμολογεί τους “μηχανισμούς” με τους οποίους το κεφάλαιο ξεδιπλώνει την αυθεντία του επί της εργασίας, καθώς εκμεταλλεύεται τον εργασιακή δύναμη με τέτοιον τρόπο ώστε να βελτιώνεται η “παραγωγικότητά” της.

 

Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει τα ίδια τα υποκείμενα (οι εργαζόμενοι) να έχουν καταστεί “παραγωγικά”, χάρη σε κατάλληλες διαδικασίες καθυπόταξης που αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία για την εδραίωση της νέας οικονομίας.

 

Αυτές οι σύνθετες διαδικασίες καθυπόταξης είναι αλληλένδετες με την εδραίωση της νέας μορφής εξουσίας που, καθώς υπερβαίνει το διαζευκτικό δίπολο του ατομικού και του συλλογικού, διενεργεί ένα συνεχές πηγαινέλα από τη σφαίρα της οικονομίας στη σφαίρα της πολιτικής...”.

 

Στο προηγούμενο σχόλιο, “Δεν είναι προπατορικό αμάρτημα”, είδαμε ότι το “όνειρο” του Αριστοτέλη που επικαιροποίησε ο Μαρξ και την πραγμάτωση του οποίου επιβεβαίωσε ο Καθηγητής του ΜΙΤ και μόνιμος σύμβουλος του Λευκού Οίκου επί θεμάτων σχετικών με τις επιπτώσεις στους εργαζόμενους που φέρνει η εφαρμογή της σύγχρονης τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, Jeremy Rifkin, συμβαίνει ήδη: η απελευθέρωση του εργαζόμενου από το εκμεταλλευτικό σύστημα της μισθωτής εργασίας, εντός του Κεφαλαιοκρατικού Τρόπου Παραγωγής, παίρνει τη μορφή της “δομικής ανεργίας” εφόσον η Οικονομία δεν αναγνωρίζει τον “άνεργο εργαζόμενο”.

 

Η προοπτική της “δομικής ανεργίας” τους τρομάζει γι' αυτό άρχισαν μια συζήτηση με σκοπό να βρεθούν τρόποι και μέσα για την εξισορρόπηση και την “εκτόνωση” των τρομακτικών ανισοτήτων συνέπεια της γιγάντωσης κλάδων όπως π.χ του ηλεκτρονικού εμπορίου της επέκτασης της αυτοματοποίησης στις entry level δουλειές, της μάστιγας της μισθολογικής καθήλωσης των ευνοϊκών φορολογικών ρυθμίσεων για τους επιχειρηματικούς κολοσσούς κ.ο.κ.

 

Ένας από αυτούς είναι και το λεγόμενο UBI (Universal Basic Income, “Καθολικό Βασικό Εισόδημα” ή “Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα” -δεν πρέπει να συγχέεται με το σχετικό επίδομα) αν και στα ελληνικά τείνει να καθιερωθεί ο όρος “Βασικό Άνευ Όρων Εισόδημα”.

 

Το “Βασικό Άνευ Όρων Εισόδημα” θεωρείται επίσης ως τρόπος αντιστάθμισης των απωλειών θέσεων εργασίας που προκαλούνται από την αυτοματοποίηση.

 

Η Γερμανία βάζει σε εφαρμογή πιλοτικό πρόγραμμα χορήγησης βασικού άνευ όρων εισοδήματος. Το “πείραμα” προβλέπει τη μηνιαία καταβολή 1.200 ευρώ αφορολογήτως σε 122 “δικαιούχους” για διάστημα τριών ετών.

 

Σύμφωνα με την D.W το ενδιαφέρον για το “πείραμα” είναι τεράστιο. Ο σκοπός των ειδικών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας είναι να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα: “Πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι όταν έχουν εγγυημένη οικονομική ασφάλεια;”.

 

Η βασική υπόθεση εργασίας είναι ότι οι άνθρωποι γίνονται πιο δημιουργικοί, αισθάνονται πιο ελεύθεροι και πιο ευτυχισμένοι όταν δεν αντιμετωπίζουν συνεχώς την πίεση να κερδίζουν αρκετά χρήματα ώστε να μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους. (βλ: “ΑΥΓΗ” 6/6/21: “Καπιταλιστική βιωσιμότητα και μια μερίδα UBI”).

 

“...Δεν αρκεί να τείνει η σκέψη να πραγματωθεί, πρέπει και η πραγματικότητα να τείνει να γίνει σκέψη...” ψιθυρίζει ο Μαρξ στο αυτί εκείνων των “οικονομολόγων” που δεν είναι κουφοί