γράφει ο 

Αλέκος Λουβουλούδης*

 

Τα ανταποδοτικά τέλη, το 1958 που θεσπίστηκαν, αφορούσαν τις υπηρεσίες καθαριότητας και φωτισμού που πρόσφεραν οι Δήμοι. Ωστόσο από τότε μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της αντιλαϊκής πολιτικής, μια σειρά νόμοι τροποποίησαν την αρχική τους μορφή. Έτσι σήμερα πολλές από τις δραστηριότητες της Τοπικής Διοίκησης λειτουργούν σαν «ανταποδοτικές», επιβάλλοντας συνεχώς νέα χαράτσια στη λαϊκή οικογένεια.

 

Υπάρχουν μια σειρά από δημοτικά τέλη και φόροι αβάσταχτοι για τα λαϊκά στρώματα, που επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο την επιβίωση μας, όπως το τέλος ακίνητης περιουσίας, το τέλος ύδρευσης, το τέλος κοινόχρηστων χώρων, τέλος στάθμευσης αυτοκινήτων, τέλος έκδοσης οικοδομικών αδειών κλπ.

 

Αυτοί οι φόροι συνεχώς επεκτείνονται. Υπηρεσίες όπως της προνοίας, ο αθλητισμός, ο πολιτισμός, προσλαμβάνουν ανταποδοτικό χαρακτήρα. Σε αυτήν την κατεύθυνση καθοριστικό ρόλο έπαιξε και παίζει -στο όνομα δήθεν της αποκέντρωσης και της ενίσχυσης της «αυτοδιοίκησης»- η μεταφορά μιας σειράς αρμοδιοτήτων στους Δήμους, χωρίς όμως τους αντίστοιχους πόρους. 

 

Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι οι εργαζόμενοι τα λαϊκά στρώματα –με διαφορετικό τρόπο σε κάθε δήμο- να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για αυτές τις υπηρεσίες, οι οποίες κανονικά θα πρέπει να παρέχονται δωρεάν.

 

Άλλωστε ο κύριος στόχος όλων των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα όλων των αστικών κομμάτων και των ανθρώπων τους στους δημαρχιακούς θώκους είναι να γίνει συνείδηση στους εργαζόμενους ότι για να έχουν κάποια υπηρεσία πρέπει να την πληρώσουν. Εμπορευματοποίηση των πάντων, δηλαδή. 

 

Η συνολική πολιτική κατεύθυνση που ακολουθούν όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα και αποδέχονται οι φορείς της Τοπικής Διοίκησης, είναι η μείωση των δαπανών από τον κρατικό προϋπολογισμό, με παράλληλη αύξηση των εσόδων από τέλη και φόρους. 

 

Έτσι μένουν «πλεονάσματα» στον κρατικό κορβανά, ώστε να επιδοτείται αφειδώς και να φοροαπαλλάσσεται το κεφάλαιο.

 

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι οι φορείς της Τοπικής Διοίκησης αλλά και οι συμβιβασμένες ηγεσίες στην ΚΕΔΚΕ, όχι μόνο δεν διεκδικούν την αύξηση των εξευτελιστικών πόρων, αλλά ούτε καν τους αυθαίρετα και παράνομα παρακρατημένους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ) των προηγουμένων ετών (από το 1990 και μετά). 

 

Την ίδια στιγμή αποδέχονται την μεταφορά αρμοδιοτήτων, χωρίς βέβαια τους αντίστοιχους πόρους. Επιγραμματικά αναφέρουμε: πυροπροστασία, πολεοδομία, παιδικούς σταθμούς, συντήρηση σχολείων, ΚΑΠΗ κλπ.

 

Το ζήτημα δεν μόνο θέμα πόρων και αρμοδιοτήτων. Μια σειρά υπηρεσίες και δομές θα έπρεπε να έχουν ενιαίο, πανελλαδικό χαρακτήρα, να είναι ευθύνη του κράτους, με χαρακτηριστικό, αλλά όχι αποκλειστικό, παράδειγμα τα της εκπαίδευσης. 

 

Η διάσπαση των αρμοδιοτήτων σε τοπικό επίπεδο από μόνη της διαμορφώνει όρους κατηγοριοποίησης των σχολείων, πολυδιάσπαση, πολλές «ταχύτητες», με αποτέλεσμα άλλες δυνατότητες να διαμορφώνονται για τα παιδιά στους «έχοντες» δήμους και άλλες στους «λαϊκούς».

 

Επιπλέον στοιχείο της πολιτικής που ακολουθούν οι περισσότερες διοικήσεις των Δήμων που στηρίζονται από τα  αστικά κόμματα, όπως και του Δήμου Θάσου που στηρίζεται από την ΝΔ, είναι ότι αν και τα ανταποδοτικά τέλη σύμφωνα με τον νόμο θα πρέπει να αποδίδονται στους δημότες, εντούτοις, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις εκτός από ελάχιστες, όχι μόνο δεν αποδίδονται, αλλά χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς από αυτούς για τους οποίους εισπράττονται. 

 

Και αυτό γίνεται με την καθοδήγηση των εκάστοτε κυβερνήσεων, που καθορίζουν με νόμους με ποιους τρόπους θα μεταφέρονται σε άλλους τομείς αυτά τα χρήματα. 

 

Ένας τέτοιος φόρος που επιβάλλεται είναι το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας, ο λεγόμενος ΤΑΠ, όπου έχει μπει πρόσθετο χαράτσι μετά τα δηλωθέντα τετραγωνικά, χαράτσι που πληρώνεται μαζί με τον λογαριασμό του ρεύματος.

 

Σε αυτό το αντιλαϊκό πλαίσιο η διοίκηση του Δήμου Θάσου εφαρμόζει έναν ταξικό προϋπολογισμό, προϋπολογίζει  αύξηση εσόδων, μια αύξηση που πληρώνεται σταθερά από τα συνήθη υποζύγια, από τις πλάτες των λαϊκών οικογενειών.

 

Επιγραμματικά στον προϋπολογισμό του 2021 προέβλεπε αυξήσεις 12,18% για το τέλος καθαριότητας και φωτισμού. Για το ΤΑΠ αύξηση 14,95%. Για το τέλος ακαθάριστων εσόδων επιτηδευματιών αύξηση 89,80% και για το τέλος κοινόχρηστων χώρων (αιγιαλού, πεζοδρομίων κλπ) αύξηση 95,58%. 

 

Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των αυξήσεων πληρώθηκε από την τσέπη των εργαζομένων, των μικρών επαγγελματιών, των συνταξιούχων. Την ίδια στιγμή είναι αρκετές χιλιάδες ευρώ που οφείλονται από τις επιχειρήσεις εξόρυξης μαρμάρου τα τελευταία χρόνια, αρνείται να δώσει απάντηση ο δήμαρχος Θάσου κ. Κυριακίδης σε ερωτήσεις της Λαϊκής Συσπείρωσης για το ποσό που εισπράττει ο Δήμος Θάσου από αυτές τις  επιχειρήσεις. 

 

Οι πλοιοκτήτες της πορθμειακής γραμμής την περίοδο της πανδημίας απαλλάχθηκαν από τα τέλη ελλιμενισμού των πλοίων, από τις εισφορές στο ΝΑΤ, οι τράπεζες και τα εργοστάσια επεξεργασίας μαρμάρου είναι απαλλαγμένοι από τον ΕΝΦΙΑ. 

 

Οι μεγαλοξενοδοχοι αντίστοιχα πληρώνουν πολύ λιγότερα στον ΕΝΦΙΑ σε σχέση με τα μικρά τουριστικά καταλύματα και την πρώτη κατοικία, ενω ποτέ δεν πληρώνουν στην ώρα τους στο Δήμο το χαράτσι που επιβάλλουν στον κάθε τουρίστα για κάθε διανυκτέρευση. 

 

Όλα αυτά μια χαρά τα αποδέχεται ο δήμος Θάσου. Έχει καταπιεί την γλώσσα του ο κ. Κυριακίδης, όπως και ο κ. Μερέσης.  

 

Άρα το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι ο Δήμος Θάσου εφαρμόζει μια ταξική  φορομπηχτική πολιτική, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, παίρνει πολλά από τους πολλούς και μη έχοντες και δίνει πολλά στους λίγους και έχοντες. 

 

Ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο που τα εισοδήματα των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων, συνταξιούχων, αγροτών, έχουν πάει στον πάτο και το μέλλον διαφαίνεται ακόμη πιο δυσοίωνο, απαιτείται να υπάρξει γενναία μείωση των δημοτικών φόρων.

 

Ο Δήμος Πάτρας που πλειοψηφία είναι η Λαϊκή Συσπείρωση δείχνει τον δρόμο: αύξησε τα δημοτικά τέλη στο μεγάλο κεφάλαιο και έκανε γενναίες μειώσεις στους μικρούς επαγγελματίες στα λαϊκά στρώματα. 

 

Ο Δήμος Πάτρας είναι φωτεινό παράδειγμα πώς η Λαϊκή Συσπείρωση θέλει και μπορεί να διοικήσει το Δήμο Θάσου, αν ο λαός της Θάσου μας δώσει πλειοψηφία στις 8 Οκτώβρη.

 

Η Λαϊκή Συσπείρωση έδωσε μάχη μέσα και έξω από το Δημοτικό Συμβούλιο για την μείωση των δημοτικών τελών, αποτελεί μέρος της συνολικότερης διεκδίκησης και προσπάθειας για την ανακούφιση των εργαζομένων των λαϊκών στρωμάτων από την αντιλαϊκή πολιτική όλων των κυβερνήσεων.

 

Σε συνθήκες άγριας επίθεσης στο λαϊκό εισόδημα, είναι θέμα πρώτης προτεραιότητας η γενναία μείωση των δημοτικών τελών για την λαϊκή οικογένεια. Ιδιαίτερα όταν ο λαός της Θάσου πληρώνει πολλά περισσότερα από τις υπηρεσίες που του παρέχονται. 

 

Στις 8 Οκτώβρη αν ο λαός της Θάσου εμπιστευτεί την Λαϊκή Συσπείρωση στο τιμόνι της διοίκησης του Δήμου, μαζί με το λαό του νησιού, τα σωματεία, τους συλλόγους, θα διεκδικήσει την πλήρη κατάργηση των ανταποδοτικών τελών. 

 

Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί βαθιές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα, στην λειτουργία και το περιεχόμενο του θεσμού, στην γενναία αύξηση των κρατικών δαπανών στα έσοδα του δήμου από τον κρατικό προϋπολογισμό, τη φορολογική μεταρρύθμιση και απαλλαγή από τους αβάσταχτους φόρους των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, την ενίσχυση της λαϊκής οικογένειας, την επιβολή αυξημένων φόρων στους εφοπλιστές, βιομηχάνους, τραπεζίτες, στο τοπικό κεφάλαιο.

 

*Ο Αλέκος Λουβουλούδης είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Θάσου με την Λαϊκή Συσπείρωση, είναι επίσης πρόεδρος του Σωματείου Συνταξιούχων ΝΑΤ Ν. Καβάλας