γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Δώδεκα υπουργεία, τ’ αποφασίσανε,

επί τέλους την Ελλάδα, να εκσυγχρονίσουνε.

 

Στο δρόμο που πηγαίναν, τρώγανε τα λεφτά

κι όλα τα έργα μέναν, μονάχα στα χαρτιά.

 

Σαράντα χρόνια γράφαν και σχεδιάζανε,

σαν το νερό της βρύσης, λεφτά ξοδιάζανε.

 

Όπου έπρεπε ένα έργο, από θεμέλια,

βάζανε δυό καρφάκια, με…ευαγγέλια.

 

Και δώστου αγοράζαν, νέα συστήματα

κι απ’ την Ευρώπη παίρναν, πολλά μαθήματα.

 

Τόνους μελάνη χύναν, σβήναν και γράφανε,

στο τέλος τα ποντίκια, όλα τα φάγανε.

 

Βγαίναν οι υπουργοί μας και υποσχότανε

και ο λαός…σωτήρες, υποδεχότανε.

 

Ο ένας για καράβια, ο άλλος για σχολειά,

ο τρίτος για Υγεία, θα κάνει τη δουλειά.

 

Και πόσοι για τα τρένα, εδώ τι να σας πω,

να τα εκσυγχρονίσουν, το βάλανε σκοπό.

 

Μια εικοσαετία «σκληρά» δουλεύανε,

ο Θεός και η ψυχή τους, τι μαγειρεύανε.

 

Τεχνολογία νέα αβέρτα φέρνανε,

στα λόγια τέλεια όλα, τα καταφέρνανε.

 

-Παιδιά, θα μας ζηλεύουν, Παρίσι και Λυών,

σημαδιακός θα μείνει, ετούτος ο αιών!

 

-Τα τρένα θα πετάνε, σα να ’χουνε φτερά,

φίλε, θα ταξιδεύεις, μ’ ασφάλεια και χαρά!

 

Μα, η τεχνολογία, μένει μες στα χαρτόνια,

σκουριάζει και παλιώνει, εκεί είκοσι χρόνια.

 

Τίποτε δεν ταιριάζει, στη εποχή ετούτη,

τα τρένα μας δουλεύουν, με…σύστημα Τρικούπη.

 

Κι αυτοί παίζουν τσαμπούνες, πως είναι ασφαλή,

τ’ ακούσαμε πριν μέρες, απ’ τον Καραμανλή.

 

Αμέριμνοι επιβάτες, δεν πρόλαβαν τον Μάρτη

και οι μηχανοδηγοί τους, σβήσανε απ’ τον χάρτη.

 

Καήκαν τα βαγόνια, λιώσαν οι μηχανές,

σταμάτησαν τους χτύπους, πενήντα εφτά καρδιές.

 

Άλλοι μισοκαήκαν και υποφέρουνε

και άλλοι τα παιδιά τους, πού ’ναι δεν ξέρουνε.

 

Άλλοι γίναν κομμάτια, χαθήκαν στα συντρίμμια,

το αίμα τους θα γλύφουν, του δάσους τα αγρίμια.

 

Μέσα σ’ αυτόν το θρήνο, βγαίνουνε τα ξεφτέρια,

με μια παχιά συγγνώμη, ξεπλένουνε τα χέρια.

 

Και πάλι υποσχέσεις, θα τα εκσυγχρονίσουν,

τον πόνο που έχει η μάνα, άραγε, θα τον σβήσουν;

 

Που κλαίει και δε μερώνει και έχει αποκάμει,

της έρχεται να πέσει, στων Τεμπών το ποτάμι.

 

Τώρα υπουργοί μαζέψτε, τα παλιοσίδερά σας

κι όλοι σας τσακιστείτε, θαρρώ ήρθε η σειρά σας!

 

Αφήστε μας να κλαίμε, από Κύπρο μέχρι Θράκη,

το δάκρυ μας να τρέχει, στον Πηνειό ρυάκι.

 

Δεν κλαίμε τα βαγόνια, ούτε τις μηχανές,

μα κλαίμε παλικάρια κι όμορφες κοπελιές.

 

Βοήθα Παναγιά μου, μες τους Χαιρετισμούς,

ν’ αναπαυθεί η ψυχή τους, πάνω στους ουρανούς!