Γράφει ο Γιώργος Τσακίρης
Αρκεί ένα εξαιρετικά τραγικό γεγονός για να φέρει στην επιφάνεια σκέψεις, λέξεις, συναισθήματα και πράξεις που η κάθε μία και ο καθένας από εμάς κρύβει καλά μέσα του. Έτσι και με την πρόσφατη πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική. Εκεί όπου το αρχικό σοκ διαδέχθηκε ο θρήνος κι αμέσως μετά -όπως παλιά και με την ίδια ταχύτητα- μια ανενδοίαστη πολιτική κόντρα που διεκδικεί τους ακροατές της μόνο ανάμεσα στους κομματικούς οπαδούς. Αφήνοντας αδιάφορη, εάν όχι εξοργισμένη, τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών.
Διάλογοι που θα διεκδικούσαν άνετα τη θέση τους σ’ ένα ιδιότυπο Θέατρο του Παραλόγου, ζωντανεύουν ξανά μπροστά στα έκπληκτα μάτια, όσων δεν έχουν συνηθίσει στην ποιότητα του πολιτικού διαλόγου που διεξάγεται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα. Διάλογοι που θα μπορούσαν επίσης άνετα, να αλλάξουν αντικείμενο ενδιαφέροντος κι από το τραγικό γεγονός του θανάτου δεκάδων συνανθρώπων μας, να αφορούν, αλλάζοντας κάποιες λέξεις, την οικονομία, την εκπαίδευση, την εξωτερική πολιτική ή οποιαδήποτε άλλη έκφανση πολιτικής κατεύθυνσης, ιδεολογίας και πρακτικής.
Το μόνο όμως που μένει πλέον ανέπαφο, είναι οι χαρακτηρισμοί.
Όχι εκείνοι που χρησιμοποιούνται στη συνήθη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά αυτοί που απευθύνονται ευθέως στο θυμικό των ακροατών της αντιπαράθεσης. Όχι τόσο στον πολιτικό αντίπαλο, αλλά κυρίως στον ψηφοφόρο. Αυτήν ή αυτόν που πρέπει να φοβηθεί, να τρομάξει, να έρθει στην ψυχολογική εκείνη κατάσταση που η λογική του θα δώσει τη θέση της στο συναίσθημα. Και με βάση αυτό το τελευταίο, να επιλέξει και τον δυνάστη του.
Επικίνδυνος, λαϊκιστής, φασίστας, ναζιστής, ακροδεξιός, εθνικιστής και τόσα άλλα, περιοδεύουν στη φρασεολογία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Κι αν για μία μερίδα της πρόσφατης πολιτικής πραγματικότητας της χώρας, αυτοί οι χαρακτηρισμοί θα μπορούσαν να έχουν κάποιο νόημα (αν όχι μια σίγουρη τοποθέτηση), στην πλειονότητά τους χρησιμοποιούνται χωρίς φειδώ, απλά και μόνο για να ενεργοποιήσουν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, του φόβου και της αποστροφής προς εκείνον ή εκείνους εναντίον των οποίων χρησιμοποιούνται.
Κάπως έτσι, η καθεστηκυία τάξη των διαχρονικά κερδίζοντας τα προς το (ευ) ζην από τη, -θεσμική πλέον- θέση τους, όχι μόνο στο ελληνικό κοινοβούλιο, αλλά σε όλες τις βαθμίδες εφαρμογής ή/και προώθησης οποιασδήποτε κυβερνητικής πολιτικής, διαχειρίζονται με εκπληκτική επιτυχία τη μάζα (έτσι ίσως μας θεωρούν) των πολιτών. Εκείνων ακριβώς που με περισσή αφέλεια αλλά και οίστρο, όταν κληθούν, θα επιλέξουν και πάλι να στηρίξουν με την ψήφο τους, αυτές και αυτούς που θα τους δώσουν (πχ) την άδεια να χτίσουν στην παραλία.
Κι εάν για κάποιους η επιδίωξη για την κατάληψη (με την πλήρη έννοια του όρου) της εξουσίας, είναι αυτοσκοπός, θα υπάρχουν πάντα κι εκείνοι που η απλή επαφή τους με αυτή, λειτουργεί ως αφροδισιακός ορός που διαχέεται στις φλέβες τους, καταλαμβάνοντας κάθε μόριο της σκέψης τους. Κι έτσι, μιμούμενοι τους προέδρους κι αρχηγούς τους, χρησιμοποιούν το ίδιο λεξιλόγιο των χαρακτηρισμών, για να απευθυνθούν προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους (αν όχι εχθρούς!).
Ήταν φυσικό επακόλουθο το σύνολο πλέον του πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα, να περιστρέφεται γύρω από το ποιος ή ποιοι θα βρουν και θα χρησιμοποιήσουν το χειρότερο χαρακτηρισμό εναντίον του κατέχοντος τη θέση εξουσίας που ο ίδιος ή οι ίδιοι διεκδικούν.
Κρατώντας για τους εαυτούς τους την ιδέα του δημοκράτη, του προοδευτικού, εκείνου που γνωρίζει τα πώς, πότε και γιατί, εκείνου που -εντέλει- αν δε σου (πχ) βγάλει την άδεια για την οικοδομή στην παραλία, θα είναι «λιγότερο επικίνδυνος» για την δική σου Δημοκρατία.
Κι ίσως αυτό τελικά να είναι το ζήτημα.
Η «δική μας» Δημοκρατία. Η συλλογική εκείνη έννοια που δημιουργείται από τη σύνθεση των μικρών και απόλυτα διαστρεβλωμένων σκέψεων, ιδεών κι επιδιώξεων που έχει η κάθε μία κι ο καθένας από εμάς, για τον τρόπο λειτουργίας αυτού του πολιτεύματος.
Και κάπου εδώ, ο φαύλος κύκλος της ευθύνης ξεκινά.
Γιατί, ποιος ή ποιοι άλλοι μπορούν να είναι υπεύθυνοι για την δημιουργία μιας ορθά νοούμενης και λειτουργούσας Δημοκρατίας, εάν όχι εκείνοι που με τις αποφάσεις τους, κυρίως σε θέματα Παιδείας, από την βρεφική ακόμη ηλικία, σφυρηλατούν τους αυριανούς εκλέκτορές τους; Και ποιος ή ποιοι αλήθεια θα θυσιάσουν στον βωμό της λογικής, το δικό τους προσωπικό συμφέρον, απεμπολώντας δια παντός το στρεβλά εννοούμενο δικαίωμά τους να χαρακτηρίζουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, τροφοδοτώντας το θυμικό των κομματικών τους οπαδών;
Φοβάμαι ότι στη σημερινή Δημοκρατία των χαρακτηρισμών, οι Ιφιγένειες έχουν ήδη θυσιαστεί, και κανένας ούριος άνεμος δεν πρόκειται ποτέ να φυσήξει.