γράφει ο
Γιώργος Καρανίκας
Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης δημοσίευσε πρόσφατα η εφημερίδα Καθημερινή, που είχε στόχο να αποδείξει πως τα νυχτερινά φώτα αποτελούν σημαντική πηγή πληροφορίας για τις δραστηριότητες του ανθρώπου και την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον.
Ειδικότερα, οι καταγραφές του νυχτερινού φωτισμού μπορούν μεταξύ άλλων να οριοθετήσουν πόλεις και οικισμούς, να αναδείξουν περιοχές όπου η ανάπτυξη επιφέρει επιπτώσεις στο οικοσύστημα, να εκτιμήσουν τις πληθυσμιακές μεταβολές, να εντοπίσουν περιοχές στις οποίες επικρατούν συνθήκες φτώχειας, ακόμη και να υπολογίσουν την αστάθεια του ηλεκτρικού ρεύματος ή και τις επιπτώσεις μεγάλων παγκόσμιων κρίσεων.
Πρόσφατες δε δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, δείχνουν ξεκάθαρη σύνδεση του νυχτερινού φωτισμού με την οικονομική ανάπτυξη και το τοπικό εγχώριο προϊόν μίας περιοχής.
Για να καταλήξει στα συμπεράσματά της, η ερευνητική ομάδα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, επεξεργάστηκε τις δορυφορικές καταγραφές για κάθε Δήμο της Ελλάδας και κατέληξε σε μία χρονοσειρά για τα τελευταία 10 χρόνια. Ακολούθως και αφού αφαιρέθηκαν ακραίες τιμές, η ομάδα υπολόγισε τη διάμεσο τιμή (ως δείκτη του μέσου φωτισμού του κάθε Δήμου) και ανέλυσε τις σχετικές τάσεις.
Δηλαδή αν αυξάνεται ή μειώνεται ο φωτισμός και κατά πόσο, αλλά και την εποχικότητά του, ήτοι αν υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων περιόδων του έτους.
Όπως μπορεί κάποιος να διαπιστώσει, τα αστικά κέντρα της χώρας μας, όπου ο νυχτερινός φωτισμός έχει ασφαλώς μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με την ύπαιθρο, διακρίνονται εύκολα, με την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, την Πάτρα, το Ηράκλειο, το Βόλο και τα Γιάννενα να ξεχωρίζουν.
Ένα ακόμη συμπέρασμα από την έρευνα είναι ότι ο μέσος νυχτερινός φωτισμός στη χώρα μας, ακολουθεί αυξητική πορεία, η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής μετά το 2017, με τη σωρευτική αύξηση την τελευταία δεκαετία να φτάνει το 60%.
Επισημαίνεται ωστόσο, ότι η αύξηση αυτή δεν συνδέεται με αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού, ο οποίος άλλωστε το διάστημα 2011-2021 μειώθηκε σε εθνικό επίπεδο κατά 3,1%, αλλά πιθανώς να συνδέεται με την ανάπτυξη που εμφανίζει η χώρα μας μετά από μία παρατεταμένη περίοδο οικονομικής κρίσης.
Όπως προαναφέρθηκε, οι Δήμοι και τα νησιά με τη μεγαλύτερη ένταση νυχτερινού φωτισμού, είναι αυτά που φιλοξενούν τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Το εντυπωσιακό ωστόσο είναι πως αρκετά νησιά όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Ρόδος, η Κέρκυρα, η Λευκάδα, η Ζάκυνθος αλλά και αρκετοί Δήμοι στη βόρεια Κρήτη, έχουν υψηλότερο μέσο νυχτερινό φωτισμό από τον μέσο όρο της χώρας μας. Αυτό εκτιμάται ότι συμβαίνει λόγω της συγκέντρωση πολλών τουριστικών υποδομών, αλλά και της αύξησης της δόμησης.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το σύνολο σχεδόν των Κυκλάδων, η Ρόδος και η Κως, τα Ιόνια Νησιά, συμπεριλαμβανομένης της Κεφαλλονιάς, η Κασσάνδρα και η Σιθωνία στη Χαλκιδική, η Θάσος, αλλά και η περιοχή της Αλεξανδρούπολης, εμφανίζουν σημαντικά αυξημένους δείκτες νυχτερινού φωτισμού.
Η ερευνητική ομάδα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου προσπάθησε να φέρει σε συγκρίσιμη κλίμακα τους τρεις δείκτες για να υπολογίσει έναν συνολικό δείκτη ως μέσο όρο.
Ο συνολικός αυτός δείκτης, αναδεικνύει τις περιοχές της χώρας μας όπου το μοτίβο του νυχτερινού φωτισμού παρέχει ενδείξεις εντατικοποίησης των δραστηριοτήτων του ανθρώπου.
Στην υψηλή κλίμακα βρίσκονται εκτός της Κεφαλονιάς και τα άλλα τρία μεγάλα νησιά του Ιονίου, το μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων, τα βόρεια παράλια των Νόμων Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου, η Αθήνα, ο Πειραιάς, ο νότιος Έβρος, τα δύο πρώτα πόδια της Χαλκιδικής η Σκιάθος, η Σκόπελος, η Θάσος, η Λακωνική Μάνη, η νότια Εύβοια και φυσικά τα τρία μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιάς).
Τέλος, μία παράμετρος που χρήζει διερεύνησης σύμφωνα με τα μέλη της ερευνητικής ομάδας, είναι κατά πόσον τηρείται η εφαρμογή της περιβαλλοντικής προστασίας των περιοχών που ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000, καθώς ο μέσος νυχτερινός φωτισμός των περιοχών Natura 2000 είναι μικρότερος σε σχέση με τον μέσο όρο της Ελλάδας, ωστόσο ο ρυθμός αύξησης του νυχτερινού φωτισμού σε αυτές τις περιοχές είναι υπερδιπλάσιος σε σχέση με τον μέσο όρο της Ελλάδας.
Λογικό βέβαια αν σκεφτεί κάποιος ότι η… μισή Κεφαλλονιά έχει χαρακτηριστεί περιοχή Natura.