Ένα αφιέρωμα στο Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού που βρίσκεται στην Καβάλα έκανε η Μανίνα Ζουμπουλάκη στο Athens Voice.

 

Το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού λειτουργεί εδώ και δέκα χρόνια, αλλά δεν το είχα επισκεφτεί, δεν έτυχε, ξέρετε πως είναι με τα μουσεία – έχεις την πρόθεση, και μετά πηγαίνεις για μπάνιο στη θάλασσα επειδή είσαι ελαφρύ άτομο, ή έχεις δουλειές. Τέλος πάντων πήγα τώρα, κάλλιο αργά παρά ποτέ, η αλήθεια είναι ότι το ανέβαλλα όπως αναβάλλω όλα τα έστω-και-λίγο στεναχωρητικά πράγματα, επειδή και οι δυο, ή οι τέσσερεις μεριές της οικογένειάς μας ήρθαν στην Ελλάδα από μακρινά μέρη, άρα τις προσφυγικές αφηγήσεις, τις ιστορίες άλλων πατρίδων, τις παίζω στα δάχτυλα. Τόσο, που τις βάζω στα βιβλία μου, είτε ως κυρίως είτε ως παράπλευρο θέμα. Μια τόσο μεγάλη, εθνική τραγωδία όπως το «δικό μας» προσφυγικό, του 1922, σηκώνει πολλές ιστορίες, και πολλή στεναχώρια…

 

Ξανά τέλος πάντων, το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού είναι μικρό, συμμαζεμένο, φτιαγμένο με αγάπη – και αναπόφευκτα, με στεναχώρια: ρούχα, αντικείμενα, φωτογραφίες, πιστοποιητικά, κοσμήματα και «ενθυμήματα» που κουβάλησαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας από μακρινές πατρίδες στολίζουν τις προθήκες, τους τοίχους, μέχρι και τα ταβάνια. Οι φωτογραφίες, ασπρόμαυρες και βαριές, δείχνουν οικογένειες να ποζάρουν όπως έφτασαν στην Καβάλα πριν εκατό χρόνια, ταλαίπωρες, λειψές, χωρίς αγαπημένα μέλη που χάθηκαν στις μακριές πορείες μέσα στην Ανατολία, τον Πόντο, την Καππαδοκία ή βούλιαξαν στο Αιγαίο ή σκοτώθηκαν στη Σμύρνη. Άλλες φωτογραφίες δείχνουν χαρούμενα πρόσωπα, δύο τυχερές αδερφές που βρήκαν η μία την άλλη μετά από χρόνια, ένα ζευγάρι που παντρεύτηκε και ευτύχησε στην Καβάλα, σοβαρά παιδάκια μπροστά στον παππού που επέζησε σαν από θαύμα.

 

Ο ένας μας προ-πάππος χάθηκε πολύ νέος στα τάγματα εργασίας της Ανατολίας, τα τρομερά Αμελέ Ταμπουρού. Ο δεύτερος, ο μυθικός για την οικογένεια παππούς Αναστάσης, κατάφερε να γλυτώσει κρυμμένος ανάμεσα στους νεκρούς των Αμελέ Ταμπουρού σαν ήρωας του Ηλία Βενέζη. Περπάτησε μέρες και νύχτες μέχρι να φτάσει στην Μερσίνα και να χωθεί σε ένα Γαλλικό πλοίο – δηλαδή κοιμόταν τις μέρες κρυμμένος σε  σπηλιές και βάδιζε τις νύχτες, για να μην τον πετσοκόψουν οι Τσέτες, οι άγριοι δολοφόνοι του άτακτου Τουρκικού Στρατού. Ακούγονται μακρινά όλα αυτά και ξένα, αλλά είναι σα να συνέβησαν χθες, εκτός που συμβαίνουν σε διάφορα σημεία του πλανήτη ΤΩΡΑ, που διαβάζουμε ήσυχα-ήσυχα το κινητό μας.

 

Σε εμάς εδώ, συνέβησαν πριν εκατόν δύο χρόνια…  

 

Μη σας κουράζω με λεπτομέρειες, λίγα νουμεράκια μόνο σερβίρω: στην περιοχή της Καβάλας βρήκανε καταφύγιο 75.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο, την Κωνσταντινούπολη, τη Βουλγαρία, τον Καύκασο και την Ρωσία. Μιλάμε για μια μικρή τότε πόλη, ένα λιμανάκι ίσα-ίσα, με καμία δυνατότητα να φιλοξενήσει τόσο κόσμο… το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 63% του νομού Καβάλας και το 57% των κατοίκων της πόλης. Ενσωματώθηκαν στον ντόπιο πληθυσμό όχι χωρίς μεγάλα ζόρια, βρήκανε δουλειές, έγιναν καπνεργάτες, ψαράδες, έμποροι, καφετζήδες. Ο παππούς Αναστάσης, πρώην έμπορος χαλιών στην Καισάρεια, βρέθηκε στη Σέλιανη (Φίλιπποι) με ένα αμπέλι που δεν είχε ιδέα τι να το κάνει («Ξέρω από μεταξωτά κρόσια, όχι από ξινά σταφύλια» έλεγε στα παιδιά του). Μέχρι που έμαθε, άρχισε να φτιάχνει τσίπουρο πολύ τσακίρικο, και πέρασε στην Ιστορία της οικογένειας.

Πηγή: athensvoice.gr