γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Όποιοι τα υπόγραψαν αυτά, να τους κοπούν τα χέρια,

που κάνουν οικογένειες, να ζούνε στη μιζέρια.

 

Πρωθυπουργοί και υπουργοί κι ο Άρειος ο Πάγος,

που σπίτια έχει να καταπιεί, ο κάθε…ανθρωποφάγος.

 

Όσοι έδωσαν πράσινο φως, στα Φαν να ενεργήσουν,

χιλιάδες διαμερίσματα, να τα καταβροχθίσουν.

 

Άκουγα νόμους και εγώ, για πρώτη κατοικία,

που βούιζαν στα ψεύτικα, πως δίναν προστασία.

 

Μα, προχθές το ξεφούρνισε, ο Άρειος ο Πάγος

και ποιος θα είν’ ο ένοχος, κυνηγημένος τράγος;

 

Ο Τσίπρας έπιασε φωτιά κι είναι σκέτο μπαρούτι.

-Κοιτάξτε ποιοι μάς κυβερνάν, άνθρωποι είναι τούτοι;

 

-Τι νόμοι είν’ αυτοί, παιδιά, να τοι πάλι αλωνίζουν,

ανθούν οι πλειστηριασμοί, τα Φαν αισχροκερδίζουν!

 

Και βγαίνει ο κυβερνητικός, ο Γιάννης Οικονόμου

και λέει, ο Τσίπρας τσαμπουνά, περί δικού του νόμου!

 

-Όταν ήσουν πρωθυπουργός, εσύ κύριε Αλέξη,

είχες τα Φαν και τράπεζες, μη στάξει και μη βρέξει!

 

-Νόμους και άρθρα ψήφιζες…νταούλια του Μανώλο

κι οι τραπεζούλες και τα Φαν, σού…πιάνανε τον κώλο!

 

-Και τώρα κροκοδείλια, δάκρυα πάλι χύνεις

κι αποποιείσαι, πονηρέ κι ένοχε, της ευθύνης!

 

Λέει ο Αλέξης, βάναυσοι, τώρα εσείς κυβερνάτε,

τον νόμο που εψήφισα, γιατί δεν τον γυρνάτε;

 

-Τουλάχιστο ως τις εκλογές, πλειστηριασμός μη γίνει,

να ’χουν οι ψηφοφόροι μας, την κεφαλήν πού κλίνη!

 

-Και ύστερα, έτσι κι αλλιώς, που πια καλοκαιριάζει,

ας μένουν οι οικογένειες…στο δροσερό αγιάζι!

 

Αυτά, φίλε μου, «κόκκινε», σπιτοδανειολήπτη,

ταράζεσαι όταν ακούς, τον κάθε νομογλύπτη.

 

Κανείς δε φταίει απ’ τους δυό, που χρόνια κυβερνάνε

και έτσι, το σπιτάκι σου, τα Φαν θα σού το φάνε.

 

Και ούτε ειδοποίηση, για δεύτερη ευκαιρία,

έτσι όπως έκανε ο σεισμός, προχθές μες την Τουρκία.

 

Στον ύπνο τούς εξάφνιασε, πόλεις γίναν χαρμάνια

και όσοι επιζήσανε, βρεθήκαν στα αλάνια.

 

Και όπως γίνεται γνωστό κι εκεί υπάρχουν φταίχτες,

δράστες των ατασθαλιών και…των μιζών οι δέχτες.

 

Κι αν πάμε λίγο βόρεια, κατά την Ουκρανία

κι εκεί, φίλε μου, γίνεται, μεγάλη τραγωδία.

 

Πέφτουν οι σφαίρες σα βροχή, οι βόμβες σα χαλάζι,

τον κόσμο απ’ τα σπιτάκια του, ο Πούτιν τονε βγάζει.

 

Αν πεις και για το μέτωπο, πενήντα δυό βδομάδες,

τα φανταράκια, που δε φταίν’ πέφτουν κατά χιλιάδες.

 

Άφησε ερείπια ο σεισμός και θάνατο και πόνο,

μα ο Ρώσος ασταμάτητα, ρημάζει έναν χρόνο.

 

Κι αυτός, σαν τον εγκέλαδο, σκοτώνει δίχως χάρη,

γκρεμίζει σπίτια κι όσοι ζουν, κοιμούνται στο παζάρι.

 

Δεν είσαι μόνος στη ζωή, «κόκκινε» οφειλέτη,

θύμα των φαύλων έπεσες, που ’χουν μία μελέτη.

 

Μπροστά στο κέρδος, τον μετρούν, τον άνθρωπο για μύγα

και δε χορταίνουνε ποτέ και με πολλά και λίγα.

 

Εσένα σε πετούν τα Φαν, τον Τούρκο οι εργολάβοι,

τον Ουκρανό ο Βλαδίμηρος, που καίει και τάφους σκάβει.

 

Έτσι ήτανε ο κόσμος μας και ούτε λέει να «στρώσει»

και από τους αχόρταγους, ποτέ δε θα γλιτώσει.

 

Και είναι οι τρισκατάρατοι, αυτοί στον κόσμο οι λίγοι,

μα βγάζουνε απ’ τους φτωχούς κι από τη μύγα ξύγκι.