γράφει ο

Βασίλης Βελιάνος (Vas-Vel)

 

Το κύμα έσκαγε με πάταγο στα ρείθρα της προκυμαίας και έγλυφε- αφήνοντας έρημη- μια πλατιά απαλλοτριωμένη λουρίδα πεζοδρόμιο. Κι όμως... Ήταν το ίδιο κύμα που ώρες μόλις νωρίτερα, αποπλανούσε τα ξαναμμένα κορμιά μα  τώρα τ' απομάκρυνε.

 

Οι γλάροι αιωρούνταν σε πείσμα τ' αγέρα, σαν να 'χε άπνοια γύρω τους, μα το ένοιωθες: χωρίς την παραμικρή σιγουριά πάνω τους, για την προσπάθειά τους. Παρ' όλα αυτά το πολεμούσαν, ακόμα και όταν κάτω από τα πούπουλα, έσταζε αίμα.

 

Μια συστάδα από σύννεφα, βρώμιζε τον καταγάλανο ουρανό. Τυφλωμένα στην ματαιοδοξία τους: ναι υπήρχαν στην απεραντοσύνη του...

 

O ήλιος μίσευε πίσω από τα βουνά για άλλους τόπους, εξαϋλώνοντας τις μορφές, που αγρίευαν στο σκοτάδι. Η μέρα σβήνει, τα συναισθήματα υποχωρούν, τα ένστικτα κυριαρχούν.

 

Κι εκείνα τα σαπιοκάραβα ανοιχτά στο θαλασσο-κοιμητήριο τι ήθελαν και λικνίζονταν επιδεικτικά; Εκλιπαρώντας τις θύμισες στα παλιά τους μεγαλεία; Παραγνωρίζοντας την σημερινή τους κατάντια...

 

Αναποδογυρισμένες βάρκες στη στεριά, έξω απ' τα νερά τους, αδύναμες για λίγη περισσότερη κόντρα στο κύμα. Με την  θάλασσα να προσπαθεί ασταμάτητα, να πάρει πίσω τα μέτρα, που της κούρσεψαν οι στεριανοί. Ξεσπώντας τη μανία της στα πέτρινα μπλόκια που αντιστέκονταν.

 

Αγναντεύω την ατέλειωτη παραλία. Πόσοι και πόσοι έρωτες άρχισαν και τελείωσαν στα δέκα χιλιόμετρα που ορίζει το μάτι αλήθεια… Εκπληρωμένοι έρωτες, ανεκπλήρωτοι έρωτες, διαλυμένοι έρωτες, ακόμα -ακόμα και κάποια εκδικητικά απόνερα κάποιου πουλημένου έρωτα…

 

Και οι πληρωμένοι έρωτες, έστηναν το παιχνίδι και το χορό των ενστίκτων, δύο-τρία στενά πιο μέσα απ΄ το λιμάνι. Ερήμην της  ενσυναίσθησης. Υποτακτικοί  των παραισθήσεων. Κουράστηκα να βλέπω τα ίδια ξεφτισμένα πράγματα. 

 

H αλμύρα και το κύμα, μαστιγώνουν μάτια και κορμί. Τριγύρω μου πολλοί. Δεν θέλω να τους ξέρω. Καθένας τους εμπιστεύεται τα προβλήματά του στον αγέρα για να τα φουντάρει στ' ανοιχτά. Mα θα 'ρθει κι η παλίρροια...

 

Tο σκοτάδι απλώνεται κυριαρχικά. Συνεχίζω να δίνω ζωή στην ουτοπία μου και οντότητα στις ονειρώξεις μου, μέσα από το μολύβι της σκέψης  που ακόμα αντιστέκεται. Είναι μια μικρή νίκη κι αυτή. Έστω και στα σημεία. 

 

Oι μορφές καρβουνιάζουν και αγριεύουν. O κόσμος λιγοστεύει. Απόμειναν μόνο οι δυνατοί. Μα κι οι μόνοι χρειαζούμενοι… Σκοτάδι παντού.

 

Νομοτελειακά, χάθηκαν  και τα ανάποδα είδωλα στις μπάρες των βρωμόνερων.

 

Διάτρητο και το άλλοθι: Όλα για το αύριο. Ακόμα κι όταν  αυτό το αύριο δεν λογαριάζει κανέναν. Γιατί φτάνει απροειδοποίητα και πέρα από τους προσωπικούς μικρό- υπολογισμούς.

 

Γεννημένοι νεκροί, νικημένοι απ' το σήμερα, διστάζουμε να ομολογήσουμε, πως το αύριο μας αποκλήρωσε. Ακόμα και το χτες... Μέσα μου διαλύονται όλα. Δεν μου περισσεύουν τα κουράγια για να τα σταματήσω.

 

Υποτακτικός στη φύση μου, ετοιμάζομαι να φύγω για να  παραδοθώ στον ύπνο και το μισό θάνατο.

 

Για όσους δεν  ακροβατούν ανάμεσα στην ονείρωξη και την φαντασίωση, ξεχωρίζοντας νηφάλια τα είδωλα από τους αντικατοπτρισμούς,  μπορώντας  ακόμα  να αφουγκραστούν το "γδάρσιμο" ενός φτερού που παρασύρεται από τα ακροδάχτυλα του αέρα, στην καταγάλανη επιφάνεια της λιμνοθάλασσας, αυτό δεν είναι μια ...εικονική πραγματικότητα... Είναι βίωμα.

 

Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία είπαν οι σοφοί. Ο φόβος μπας και  με κάποιον υπερβατικό χειρισμό,  πεθάνουμε και την… τελευταία μας ελπίδα, δημιουργεί τα τέλματα. Προτιμότερο πάντως να πεθάνουμε την τελευταία μας ελπίδα  μέσα από μια ενεργητική  πράξη,  παρά να την στραγγαλίσουμε  μέσα από  μια παράλειψη.