γράφει ο

Βύρων Δημητριάδης

 

“...Διμέτωπος αγώνας κατά του νεοφασισμού και του νεοφιλελευθερισμού που τον τρέφει “πρώτιστο καθήκον για τις αριστερές-προοδευτικές δυνάμεις, να δώσουν ελπίδα και προοπτική στον κόσμο της εργασίας” τονίζει η απόφαση της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ...”.

 

Όταν διάβασα την παραπάνω απόφαση -για την ακρίβεια: το ρεπορτάζ του Κ. Παπαγιάννη στην “ΑΥΓΗ” 4/11-, σκέφτηκα: λες!;

 

Αν και με “ξένιζε” ο διαχωρισμός νεοφασισμού-νεοφιλελευθερισμού, είπα: έστω!;

 

Φορτωμένος με τις αμαρτίες μου στην προσπάθεια να στηρίξω(;) αυτά τα “λες” και αυτά τα “έστω”, έπεσα πάνω στο κύριο άρθρο, της δεύτερης σελίδας, της “ΑΥΓΗΣ” 14/11 το οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστηρίζει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη σύγχρονη Δημοκρατία μας δεν θα κριθεί ως ένας καλός ή κακός πρωθυπουργός αλλά θα καταγραφεί ως ο αλαζόνας εκείνος άνθρωπος που περιφρόνησε τη Δημοκρατία που επιχείρησε να “σκοτώσει” την πολιτική και να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς με μοναδικό σκοπό την κάλυψη των προσωπικών του πάσης φύσεως αναγκών.

 

Ότι οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις αποδεικνύουν ότι τους αρμούς της εξουσίας του τόπου κατέλαβε μια συμμορία γόνων που ένιωθαν ιδιοκτήτες της χώρας και συναντήθηκαν με άτομα του υποκόσμου.

 

Ότι η επιχείρηση συγκάλυψης του σκανδάλου πρόσβαλε βάναυσα τη Δημοκρατία, τη Δικαιοσύνη και τον Κοινοβουλευτισμό και ότι συγκροτήθηκε ένα ευρύ μέτωπο για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας.

 

Να, μα την αλήθεια -που λέει και ο υπόλοιπος κόσμος- κάποια στιγμή είχα την αίσθηση ότι διαβάζω editorial φυλλαδίου μεταφυσικής και όχι κύριο άρθρο προοδευτικής πολιτικής εφημερίδας.

 

Διότι, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει “Δημοκρατία”, να υπάρχει “Δικαιοσύνη”, να υπάρχει “Κοινοβουλευτισμός” χωρίς να υπάρχει πολιτικό υποκείμενο, ο πολίτης.

 

Μόνο διά της απουσίας του μπορεί να “υπάρξει” η Ελλάδα της “σύγχρονης Δημοκρατίας”.

 

Εκτός κι αν με τον όρο “σύγχρονη Δημοκρατία” εννοούν το καθεστώς της κοινοβουλευτικής Ολιγαρχίας με νεοναζιστικά χαρακτηριστικά όπως πραγματικά συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα.

 

Σε αυτή την περίπτωση βέβαια τόσο ο “κοινοβουλευτισμός” όσο και η “Δικαιοσύνη” δεν μπορούν να είναι “νησίδες Δημοκρατίας” ακόμη κι αν υπάρχουν στις τάξεις τους δημοκρατικοί λειτουργοί.

 

Εάν έχουν έτσι τα πράγματα -που έτσι έχουν- τι είδους “ευρύ μέτωπο υπεράσπισης της Δημοκρατίας” είναι αυτό όταν η όποια “Δημοκρατία” είναι υπονομευμένη και μόνο για τον λόγο ότι οι “αρμοί της εξουσίας” τελούν υπό κατάληψη από συστάσεως του ελληνικού κράτους.

 

Για να μην φερθώ βάναυσα στις αμαρτίες μου που -ας σημειωθεί- υπεραγαπώ, στο μεταφυσικό Δημοκρατισμό θα αντιπαραθέσω τον εκδημοκρατισμό μέσω του άρθρου -βλ: “ΕΠΟΧΗ” 8/10- του Δημήτρη Παπανικολόπουλου: “Η αποδημοκρατικοποίηση και η υπεράσπιση της Δημοκρατίας” όπου, μεταξύ άλλων πολύ σοβαρών, γράφει: “...Στην εποχή μας εμφανίζονται τάσεις εκδημοκρατισμού εντός πολλών δικτατορικών καθεστώτων και τάσεις αποδημοκρατικοποίησης εντός δημοκρατικών καθεστώτων...”.

 

Συμφωνώ. Μόνο που στη χώρα μας συμβαίνουν και οι δύο “διαδικασίες” ταυτόχρονα. Ίσως γι' αυτό η “...εμπεδωμένη πολιτική κουλτούρα...” του λαού μας αν και “...αποτελεί ένα σκληρό όριο που μόνο με επανάσταση ή αντεπανάσταση μπορεί να παραμεριστεί...” βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ανασφάλειας και σκεπτικισμού.

 

Τον λόγο περιγράφει ο Κύρκος Δοξιάδης (“ΕφΣυν” 1/11): “...Όσο κι αν φαίνεται εξωφρενικό το αστικό καθεστώς στην Ελλάδα είχε εξασφαλίσει μια αδιάλειπτη συνέχεια, εδώ και σχεδόν έναν αιώνα: τη συνέχεια της διά της θεσμοποιημένης κρατικής βίας εξασφάλισης της ταξικής του κυριαρχίας.

 

Ο τίτλος του νόμου του “ιδιωνύμου” ήταν αποκαλυπτικός: “Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών”.

 

Οι “ελευθερίες των πολιτών” που “προστάτευαν” τα “μέτρα σφαλείας” ταυτίζονταν με το “κοινωνικό”, δηλαδή το αστικό καθεστώς.

 

Μια “συνέχεια” λοιπόν που ξεκίνησε με το “ιδιώνυμο” και κατέληξε στη στρατιωτική δικτατορία 1967-74, διά μέσου της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά, της ναζιστικής κατοχής και του μετεμφυλιακού κράτους -που συνεχίστηκε με διαλείμματα κατά τη μεταπολίτευση.

 

Στα πλαίσια της οποίας προστέθηκε ως επιθετική πολιτική ένας νέος ναζισμός στη “λογική” της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών.

 

Η Μάργκαρετ Θάτσερ που πάντα ανέκοπτε την παραπέρα ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είπε ότι θα μπορούσε να έχει το κοινοβούλιό της, την εν μέρει μοιρασμένη κυριαρχία της και τη σημαία της υπό τον όρο ότι θα περιελάμβανε τον νεοφιλελευθερισμό στη θεμελιακή συμφωνία της, την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986.

 

Η Θάτσερ κατάφερε να επιβάλει αυτή την επιλογή σε ολόκληρη την ήπειρο. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, παρ' όλες τις θεωρητικές δεσμεύσεις της ως προς την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και την πλήρη απασχόληση, ουσιαστικά ήταν ταγμένη στον νεοφιλελευθερισμό.

 

Στον πυρήνα της δεν βρισκόταν μόνο η Θατσερική Βρετανία, αλλά και μια Γερμανία της οποίας η ελίτ είχε προ πολλού ενστερνιστεί την ιδέα: “Όσο γίνεται περισσότερη αγορά και όσο γίνεται λογότερο κράτος”.

 

Μέσα σε λιγότερο σπό μια δεκαετία το νεοφιλελεύθερο σχέδιο είχε αναδιαμορφώσει την παγκόσμια οικονομία.

 

Όμως το αποφασιστικό επίτευγμά του ήταν ασφαλώς οι αλλαγές που επέφερε στον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, οι οποίοι, σιγά-σιγά, μεταμορφώνονται από πολίτες σε υπήκοοι.

 

Κρίνοντας από τις συγκρούσεις εντός του ευρωκοινοβουλίου αλλά και από τις συγκρούσεις μεταξύ ευρωκοινοβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής (η Κομισιόν είναι το άτυπο στρατηγείο του νεοφιλελευθερισμού απ' όπου αποφασίζεται και διατάσσεται η εξοντωτική βιοπολιτική) τείνω στο να υποθέσω βάσιμα ότι ο νεοφιλελευθερισμός, αν και επιβάλλεται με νεοναζιστικές μεθόδους, δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση αν κι έχει επιβάλει τις “κανονικότητές” του -από τις οποίες δεν ξέφυγε ούτε η κυβέρνηση “πρώτη φορά Αριστερά” στην Ελλάδα.

 

Τώρα, μπορούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στη δεύτερη περίπτωση όπου έχουμε “τάσεις αποδημοκρατικοποίησης”.

 

Γράφει ο Παπανικολόπουλος: “...Ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί η αποδημοκρατικοποίηση είναι ο εκδημοκρατισμός, όχι η υπεράσπιση της δημοκρατίας.

 

Η κίνηση προς τα πίσω μπορεί να εξουδετερωθεί μόνο με μια κίνηση προς τα μπρος, όχι με την υπεράσπιση ενός καθεστώτος που πλέον δεν λειτουργεί υπέρ του δήμου.

 

Οι ακροκεντρώοι και οι δεξιοί είναι καθεστωτικοί, γιατί ακριβώς δεν αναγνωρίζουν ότι η δημοκρατία είναι κίνηση και διαδικασία, όχι τέλος (και σε όποιον αρέσει).

 

Δεν μπορούμε να πείσουμε τους outsiders για τα οφέλη της δημοκρατίας με ρητορική υπεράσπιση κεκτημένων.

 

Δεν μπορούμε να τους πείσουμε ότι μια αδύναμη δημοκρατία που δεν μπορεί να τους υπερασπιστεί είναι ό, τι καλύτερο μπορεί να τους προσφερθεί...

 

Η δημοκρατία, λοιπόν, υπάρχει μόνο μέσω του συνεχούς εκδημοκρατισμού, της ενίσχυσης του κοινού συμφέροντος, της επέκτασης των διαδικασιών άμεσης συναπόφασης, της γεφύρωσης με τις έννοιες της αξιοπρέπειας και της δικαιοσύνης.

 

Η δημοκρατία είναι κίνηση ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τον αυταρχισμό ή είναι αναπόφευκτα το πρώτο θύμα τους...”.

 

Και μη μου πείτε ότι όλα αυτά δεν μοιάζουν με το “αυγό του Κολόμβου”.

 

Τελικά, όλα αυτά, καθόλου δεν βοηθούν στο να υποστηριχθούν τα “λες” και τα “έστω” -ιδιαίτερα όταν τα περί “...διμέτωπου κατά του νεοφασισμού και του νεοφιλελευθερισμού...” δεν ήταν αποτέλεσμα ανάλυσης της πολιτικής του Κούλη, της κυβέρνησής του, του βαθέος κράτους και του παρακράτους της δεξιάς, αλλά “...με αφορμή τα σημαντικά εκλογικά ποσοστά που κατέγραψαν το τελευταίο διάστημα οι ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη και τη Βραζιλία...”.

 

Κι έτσι, το μόνο που πραγματικά “στήριξα” είναι το έτσι κι αλλιώς διαχρονικό συμπέρασμα ότι συνεχίζουμε να υποτιμούμε στη χώρα μας τη φασιστική και τη ναζιστική “λογική”.

 

-Μια κανονική κανονικότητα δηλαδή.

 

Υ.Γ. Μη μασάς -κατάπινε ... καπαμά