γράφει ο
Ευριπίδης Ταρασίδης
Δεν χωρά αμφιβολία ότι οι φωτορεαλιστικές απεικονίσεις που παρουσιάστηκαν στον τοπικό Τύπο και αφορούν στην ανάπλαση της πλατείας Καπνεργάτη, με τις πεζοδρομήσεις και την αισθητική αναβάθμισή της, είναι προς την σωστή κατεύθυνση.
Γι’ αυτό, άλλωστε, έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από την πλειοψηφία των Καβαλιωτών.
Ο στόχος της διεύρυνσης του «περιπάτου», με τη σύνδεση του δημοτικού κήπου, του τμήματος της Αβέρωφ και των οδών Κωστή Παλαμά και Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα συντελέσει στην αισθητική αναβάθμιση και στον μετασχηματισμό του κέντρου της πόλης.
Όμως, στα κατά τ’ άλλα εντυπωσιακά σχέδια, κάτι λείπει.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του στο ρ/σ 102,8 KavalaNews, ο δήμαρχος Καβάλας Θόδωρος Μουριάδης, ερωτηθείς σχετικά με την μοίρα του αγάλματος που δεσπόζει στην πλατεία καπνεργάτη, το αφιερωμένο στους αιματηρούς καπνεργατικούς αγώνες που διαμόρφωσαν το «προφίλ» της πόλης για τις κατοπινές δεκαετίες, δήλωσε τα εξής:
«Το άγαλμα θα μεταφερθεί από εκείνο το σημείο-εκεί κοντά θα τοποθετηθεί πάλι- αλλά σε πρώτη φάση θα το πάμε κάπου αλλού, γιατί η πλατεία δεν θα είναι σε διαφορετικά επίπεδα, οπότε θα πρέπει να γίνουν εργασίες στης διαμόρφωση του εδάφους. […]
Η τελική τοποθέτηση θα είναι, όπως είναι η πλατεία Καπνεργάτη και ανεβαίνουμε την Αβέρωφ, δεξιά κάπου που υπάρχει τώρα ένας φοίνικας».
Βέβαια, αυτό δεν αποτυπώνεται στα σχέδια που δόθηκαν στην δημοσιότητα.
Αν πιστέψουμε τον δήμαρχο- που δεν υπάρχει λόγος να μην το πράξουμε- το άγαλμα θα «χάσει» την επιβλητική του θέση και θα μετατοπιστεί σε ένα χώρο στο πλάι, ορατό μεν, λιγότερο δεσπόζων δε.
Ίσως έχει σημασία να υπενθυμίσουμε μερικά ιστορικά στοιχεία για το άγαλμα και τη αξία των καπνεργατικών αγώνων για την πόλη.
Το γλυπτό δημιουργήθηκε από τον Δημήτρη Αρμακόλα, ο οποίος έχει διαγράψει μια πορεία άνω των 50 χρόνων στην νεοελληνική γλυπτική, επηρεασμένος αρχικά από τους μεταπολεμικούς «σουρεαλιστές συμβολιστές», επικεντρωμένος στην ανθρώπινη μορφή ως βασικό άξονα του έργου του.
Το ορειχάλκινο άγαλμα που κοσμεί μέχρι και σήμερα την πλατεία, είναι ύψους 3,5 μέτρων.
Οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της Αθήνας έχουν διασταυρωθεί με αρκετά από τα έργα του. Όπως σημειώνει η Μαριάννα Τζιαντή «Τα αγάλματα ανασαίνουν όταν πέφτει πάνω τους το βλέμμα των ζωντανών ανθρώπων, όταν γίνονται σημεία αναφοράς μες στη βιασύνη και τη βουή της πόλης».
Ο φρικτός του θάνατος έγινε «θέμα» και στον τοπικό Τύπο.
Χωράει, λοιπόν, ένα τέτοιο άγαλμα σε μία «μοντέρνα» πόλη; Η απάντηση δίνεται αν στρέψουμε το βλέμμα στις «μοντέρνες» πόλεις του εξωτερικού. Ειδικά σε ‘κείνες που έχουν μακρά παράδοση στην Τέχνη, τους αγώνες και τις κοινωνικές διεργασίες.
Από την τάση των installations (μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρέμβαση είδαμε πρόσφατα στην πεσμένη γέφυρα, από τον Καβαλιώτη εικαστικό Λευτέρη Φασουλά), μέχρι τους επιβλητικούς ανδριάντες, ο δημόσιος χώρος χρησιμοποιείται ως ένας μεγάλος καμβάς.
Η παρουσία δημιουργιών- υψηλού, πάντα, επιπέδου- γίνεται φορέας μηνυμάτων, τονίζει την ταυτότητα της περιοχής (όταν αυτό δεν γίνεται απερίσκεπτα, με πολιτικά ιδιοτελείς σκοπούς), αναβαθμίζει αισθητικά τους «κενούς» δημόσιους χώρους και αποτελεί σημείο αναφοράς για τους κατοίκους και τους επισκέπτες.
Το δεύτερο ερώτημα είναι το πιο κρίσιμο: σε τι πόλη θέλουμε να ζούμε; Η θέση των καπνεργατικών αγώνων, η κληρονομιά της Μέκκας του Καπνού με τις ογκώδεις (μα ετοιμόρροπες και άδειες) καπναποθήκες, οι διηγήσεις των παλαιότερων για την εποχή του καπνού, η παρακαταθήκη του οργανωμένου εργατικού κινήματος, οι παλιές φωτογραφίες με τους εμπορικούς οίκους, τα προξενεία, τις μαούνες στις προβλήτες έτοιμες να μεταφέρουν τα καπνά, είναι στοιχεία που συνεχίζουν να διαμορφώνουν την εικόνα της Καβάλας.
Όπως είναι τα δίχτυα των ψαράδων, τα ψαροκάικα, η «συνάντηση» των εθνών και των θρησκειών σε κάθε βήμα της πόλης, τα προσφυγικά, τα αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα της οθωμανικής περιόδου, η ορθόδοξη παράδοση, η βυζαντινή συνέχεια αποτελούν σταθερή βάση, πάνω στην οποία οφείλει να στηριχθεί κάθε σύγχρονη και μελλοντική παρουσία των ανθρώπων στο δημόσιο χώρο. Αδιαπραγμάτευτα.
Καμία ανάπλαση δεν μπορεί να υποβαθμίσει (γιατί, περί υποβάθμισης πρόκειται) την ιστορική υπεραξία της πόλης, ειδικά όταν αυτή συμπυκνώνεται με αισθητική αρτιότητα σε ένα τέτοιου κάλους μνημείο.
Άλλωστε, μοιάζει ειρωνικό να γίνεται λόγος για «ανάπλαση της πλατείας Καπνεργάτη», χωρίς το σύμβολό της: τον καπνεργάτη.
Είναι καθήκον του εκάστοτε δημάρχου να διαφυλάξει την ιστορία του τόπου και να ορίσει τα όρια παρέμβασης των σύγχρονων παρεμβάσεων αισθητικής και πρακτικής αναβάθμισης μιας περιοχής.
Απόψεις όπως αυτές κατά καιρούς διατυπώθηκαν, όπως η κατεδάφιση καπναποθηκών και η δημιουργία στη θέση τους χώρου πρασίνου ή…πάρκινγκ (απόψεις που αγνοούν την υπάρχουσα νομοθεσία) είναι καταδικασμένες να περιθωριοποιηθούν.
Και αν για τους αρχιτέκτονες που υπογράφουν την εν λόγω μελέτη, η μετακίνηση (ή η εξαφάνιση) ενός αγάλματος δεν είναι και μεγάλο ζήτημα, για έναν δήμαρχο, ο οποίος τυγχάνει να γνωρίζει το βάρος και τη σημασία που έχει για την Καβάλα το άγαλμα του Καπνεργάτη, το θέμα είναι βαρύνουσας σημασίας.
Άλλωστε, εδώ και δεκαετίες, το άγαλμα του Καπνεργάτη αποτελεί σημείο συνάντησης σωματείων, εργατών, ενεργών πολιτών. Ας ελπίσουμε στην περίπτωση αυτή, η αναπτυξιακή ανάγκη, να μην γίνει μια-κακώς εννοούμενη-ιστορία.