γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Τα γεγονότα τρέχουνε, φίλοι, σαν το νεράκι,

γι’ αυτό θα κάνω σχόλια, απ’ όλα και λιγάκι.

 

Μα, θα σας πω για δυο μορφές, ολίγα παραπάνω,

που πρόσφατα αποδήμησαν, στον Άγιο Πέτρο επάνω.

 

Ο ένας είν’ ο Γκορμπατσόφ, της…άγιας Ρωσίας

κι η άλλη η βασίλισσα, ως και…της Αυστραλίας.

 

Αλλά ας μνημονεύσουμε, τα άλλα τα δικά μας,

πρώτον με τις υποκλοπές, που φάγανε τ’ αυτιά μας.

 

Τι του ’καναν, τι του ’καναν του Νίκου Ανδρουλάκη,

που νόμιζε να ’σαι αρχηγός, πως είναι παιχνιδάκι.

 

Από την άλλη ο Ερντογάν, πάλι μάς φοβερίζει,

ότι μια νύχτα σκοτεινή, νησιά θα βομβαρδίζει.

 

Αυτά, όμως τα είπαμε, πολλές φορές στη στήλη

κι όλοι το ξέρουν, είμαστε, εχθροί και όχι φίλοι.

 

Απόψε ο πρωθυπουργός, θα κάνει, λέει, δηλώσεις

και θα μας πει ορθά κοφτά…κέρδη και υποχρεώσεις.

 

Ως κάθε χρόνο γίνεται, απ’ τη Θεσσαλονίκη,

    που όλοι βλέπουν το λαό… της γούνας τους μανίκι.

 

Τώρα, όμως, ας έρθουμε, στο κύριό μας θέμα

κι ας δούμε απ’ ότι ακούγεται, τι αληθές τι ψέμα.

 

Ο Γκορμπατσόφ στη χώρα του, «έφυγε» σαν παρίας,

μα, για τη Δύση ήτανε, λαχνός της συγκυρίας.

 

Αυτός τον κόσμο άλλαξε και των λαών την τύχη,

άνοιξε όλα τα σύνορα και γκρέμισε τα τείχη.

 

Δεν ήταν σαν κάποιους, πολλούς, αιμοσταγής και σφάχτης

κι αυτός έγινε του ψυχρού, πολέμου νεκροθάφτης.

 

Μακαρία η κοιλιά, που σε βάστηξε, Μιχάλη

και οι μαστοί που βύζαξες, ευλογία είχαν μεγάλη!

 

Τώρα εκεί που ’σαι ψηλά, στη ζωή την ουρανίσια,

 σου εύχομαι να τη χαίρεσαι και πάλι τη Ραΐσα!

 

Πολλά είπαμε του αφέντη μας, ας πούμε και της κυράς μας,

της πλέον αποδημήσασας, γηραιάς βασίλισσάς μας.

 

Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά γαϊτανοφρύδα,

τόσον…μακρομοναρχισμό, στον κόσμο δεν τον είδα!

 

Σαν έγινες βασίλισσα, ήσουνα μια παιδούλα

και τώρα που μας έφυγες, εκατό χρονών γριούλα!

 

Ο Τσόρτσιλ σε δασκάλεψε, ο λύκος και ηγέτης,

αποφθεγμάτων και ρητών, μεγάλος…εφευρέτης!

 

 Κι ολοταχώς απόχτησες, παγκόσμια εμβέλεια

και τώρα σε διαβάζουνε, χιλιάδες ευαγγέλια!

 

Γιατί ήσουν, λέει, ευγενική, καλή κι αγαπημένη

και στη σορό σου με λυγμούς, κλαίνε πολλοί, οι καημένοι!

 

Θα ’θελα να ’κλαιγα κι εγώ, τώρα αείμνηστή μου,

μα έχω τραύμα από σε, βαθιά μες στην ψυχή μου!

 

Τον Μιχαήλ Καραολή, Ανδρέα Δημητρίου,

 Παλληκαρίδη, έδωσες, στα χέρια του δημίου!

 

Το έτος πενήντα εφτά, στην Κύπρο αυτά γινόταν

κι απ’ το στρατό σου άνανδρα, ήρωες σκοτωνόταν!

 

Γιατί αγωνιζότανε, για την ελευθεριά τους,

μα χάνανε τα νιάτα τους, χάναν την ομορφιά τους!

 

Ήτανε οι αγωνιστές, της ένδοξης ΕΟΚΑ,

που ήτανε στα μάτια σου, σαν πάσσαλος και πρόκα!

 

Κι έστειλες τον Μακάριο, τσάρκα στις Σεϋχέλλες,

γιατί κατά τη γνώμη σου, έκανε πολλές τρέλες!

 

Φοβόσουν μήπως ο λαός, την Κύπρο θα σου πάρει

και ήσουνα πολύ σκληρή, δεν έδωσες μια χάρη!

 

Αυτό εγώ σαν Έλληνας, δε σου το συγχωράω

κι ας είν’ η αμαρτία μου, στην κόλαση να πάω!

 

Ήσουν τριάντα ενός ετών, μα δεν είχες συμπόνια,

το αίμα εκείνων των παιδιών, στα τέκνα σου αιώνια!

 

Για χάρη η υφήλιος, φώναζε οργισμένα,

αλλά τ’ αυτιά σου ήτανε, ερμητικά κλεισμένα!

 

Με τη σκληρή σου την καρδιά, η πλάση όλη παγώνει,

που τρία αμούστακα παιδιά, τα στέλνεις στην αγχόνη!

 

Μπορεί γι’ άλλους πολλούς λαούς, να ’σουν ευλογημένη,

για Κύπριους και Έλληνες, ήσουν καταραμένη!