γράφει ο 

Βασίλης Αθ. Μυλωνάς

 

 

Ο Πού(σ)τιν και τ’ όνειρό του… 

 

Ξάπλωσεν ο Βλαδίμηρος και είδε στ’ όνειρό του,

ότι μιλούσε ευχάριστα, με έναν δάσκαλό του.

 

-Καλή σου μέρα, τέκνο μου, έξυπνο πουτανάκο!

 -Ω, καλημέρα Αδόλφε μου, που την ευχή σου να ’χω!

 

-Μπράβο, καλέ Βλαδίμηρε, όμορφο παλικάρι,

που μου ’μοιασες στη λεβεντιά, μου ’μοιασες και στη χάρη! 

 

-Χτύπα ρε φιλαράκο μου, σχαρίκια να σου δώσω,

«στρώσε» όσα δεν μπόρεσα, εγώ να ισοπεδώσω!

 

-Μα, βλέπεις, κύριε δάσκαλε, βάζω τα δυνατά μου,

μην πεις πως δε σ’ αρέσουνε, τ’ αποτελέσματά μου!

 

-Ακόμη είμαι στην αρχή και μη σού κακοφάνει,

η αχλάδα, όπως ήξερες, πίσω έχ’ το κοτσάνι!

 

-Θα τηνε κάνω, Χίτλερ μου, εγώ την Ουκρανία,

όπως «παράδωσες» εσύ, τότε τη Γερμανία!

 

-Βλέπεις μανούλες με παιδιά, που φεύγουνε τροχάδι

κι άλλοι που πάν’ αδιάβαστοι και σωρηδόν στον Άδη;

 

-Βλέπεις τ’ αεροπλάνα μου, τα τανκς και τα κανόνια;

-Τα ’βγαλα για όσους νόμιζαν, πως άλλαξαν τα χρόνια! 

 

-Αδόλφε, λένε οι αφελείς, η πρόοδος καλπάζει

και πόλεμος στις μέρες μας, καθόλου δεν ταιριάζει!

 

-Λοιπόν, σ’ εκείνο το πλευρό, ήσυχα ας κοιμούνται

κι όπως εσένα δεν ξεχνούν κι εμένα θα θυμούνται!

 

-Μπράβο, ρε πουτανάκο μου, είν’ ανοιχτοί οι δρόμοι,

μα ένα πράγμα θα σου πω, ζήτησέ μου συγγνώμη!

 

-Γιατί τότε στο Στάλινγκραντ, με τσάκισαν οι Ρώσοι

κι αυτό σας το αμάρτημα, ποιος θα το ξεπληρώσει;

 

-Αχ, δάσκαλε, τότε εγώ, δεν ήμουν γεννημένος,

αλλά είμαι στα μέτρα σου, κομμένος και ραμμένος!

 

-Τότε εσύ τους έκαψες, τους άτιμους Εβραίους,

αλλά δεν εξοφλήθηκε, ο λογαριασμός του χρέους! 

 

-Ξέφυγαν κάποιοι μπάσταρδοι, φούρνων της Γερμανίας

κι ένα τσογλάνι έγινε, πρόεδρος Ουκρανίας!

 

-Κι ο βλάκας, λέει, «εντάχθηκε», με τους Αμερικάνους,

με απωανατολικούς και…δυτικούς ρουφιάνους!

 

-Μα, τότε, χτύπα, Πού(σ)τιν μου και κόψε του τη φόρα,

κάντον στάχτη τον κερατά, μη χάνεις ούτε ώρα!

 

-Μα, αυτό κάνω, δάσκαλε, τις φόρεσα τις μπότες

και, χα, χα, χα, μ’ απώλειες, ολίγους στρατιώτες!

 

-Αυτά, όμως, πράγματα ψιλά, ας είν’ καλά οι Ρωσίδες,

αυτές θα μού γεννοβολούν, δε χάνω τις ελπίδες! 

 

-Και να σου πω, Αδόλφε μου, μού βάζουν τιμωρίες,

αυτοί όλοι οι πονηροί κι όλες οι συμμορίες!

 

-Ψηφίζουν μες στον ΟΗΕ, σχεδόν μ’ αφήνουν μόνο

και λένε θα μου κόψουνε, ως και το «οξυγόνο»!

 

-Υπέρ μου μόνο ψήφισαν, Συρία Ερυθραία,

Λευκορωσία, η αδελφή και Βόρεια Κορέα!

 

-Μα δε φοβάμαι, Χίτλερ μου, με όλους θα τα βάλω,

γιατί μες το μανίκι μου, έχω άσσο να βγάλω!

 

-Αυτοί, που παραπήρανε, αέρα τα μυαλά τους,

μόλις είπα ΠΥΡΗΝΙΚΑ, χέστηκαν στα βρακιά τους!

 

-Μ’ αυτόν το φόβο προχωρώ και πέρα θα τα βγάλω

και κράτη θα τσαλαπατώ, το ’να μετά το άλλο!

 

-Κι αν τύχει και αντισταθούν, «πατώ» την ίδια μέρα

και τον πλανήτη ολόκληρο, τινάζω στον αέρα!

 

Και του ουρλιάζει ο δάσκαλος, την οικουμένη όλη;!!!

Και πάνω στο κεφάλι του, αδειάζει το πιστόλι.

 

Κι ο Πού(σ)τιν εκτινάχθηκε κι ήτανε ιδρωμένος,

που ως κι ο Χίτλερ θα ’τανε, μαζί του θυμωμένος.