γράφει ο 

Βασίλης Μυλωνάς 

 

 Το εικοσιδύο έφτασε!

 

Καλώς μας ήρθε, φίλοι μου, το «Δύο εικοσιδύο»

κι ελπίζω να νικήσουμε, το τρομερό θηρίο!

 

Αυτό το αόρατο στοιχειό, που τρέχει και καλπάζει

κι αλύπητα καθημερνώς, σερί κοσμάκη σφάζει.

 

Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ και τη νύχτα,

αυτό είναι το θέμα μας, τα τρομερά του νύχια.

 

Νύχια όπου μας γρατζουνάν, βαθιά στα σωθικά μας,

μας έκανε να τρέμουμε, μέχρι και τη σκιά μας.

 

Έτσι, περάσαμε γιορτές, δίχως τους συγγενείς μας,

ευχές από το «Γουατσάπ», μη μολυνθεί κανείς μας.

 

Πάμε στην τρίτη τη χρονιά, μ’ αυτή την πανδημία,

γράμμα της Αλφαβήτας μας, κύμα κι ονομασία.

 

Άλφα και Βήτα πέρασαν, τώρα Όμικρον και Δέλτα,

ελπίζω τα υπόλοιπα, πως θα μας μείνουν ρέστα.

 

Είναι εικοσιτέσσερα και αν τα πάρουμε όλα,

θα γίνει η ανθρωπότητα…ταβέρνα του Μανώλα.

 

Μάσκες όλοι στο πρόσωπο, μάσκες μέσα και έξω,

με κάνουν φίλους και γνωστούς, συχνά να τους μπερδέψω.

 

-Ω, καλημέρα φίλε μου! Χρόνια πολλά, τι κάνεις;

-Ποιος είσαι, τον ρωτάω εγώ, ο Γιώργος ή ο Γιάννης;

 

Το «Είκοσι» μάς έπιασε, αυτή η…καταιγίδα,

τώρα οι επιστήμονες, λένε έχουμε ελπίδα.

 

Στο μαύρο τούνελ λίγο φως, όπου να ’ναι θα δούμε,

αλλά μ’ αυτόνε τον μπελά, θα μάθουμε να ζούμε.

 

Και θα τονε δαμάσουμε, με φάρμακα κι εμβόλια,

θ’ ανήκουνε στο παρελθόν, τρόμος και…κοψοχόλια.

 

Κρίμα γι’ αυτούς που «φεύγουνε» και χάνουν τη ζωή τους,

να ’ναι ελαφρύ το χώμα τους, να αναπαυθεί η ψυχή τους!

 

Καλή χρονιά το εικοσιδυό, να φύγει η πανδημία

και να μη δουν τα μάτια μας, πια γυναικοκτονία.

 

Γιατί είδαμε δεκαεφτά, μες στο εικοσιένα,

κορίτσια σαν κρύα νερά, αδικοσκοτωμένα.

 

Μέσα σ’ αυτές η Κάρολάιν, η Ντίνα από τον Βόλο,

ο σκοτωμός τους τάραξε, το πανελλήνιο όλο.

 

Στης Φολεγάνδρου τον γκρεμό, η Γαρυφαλλιά πεθαίνει

απ’ άντρα που την «αγαπά», με δύναμη σπρωγμένη.

 

Πέφτει η Ανίσσα άψυχη, η Σταυρούλα, η Μαρία,

«φεύγει» απ’ το ξύλο η Τζεβριέ, πάει κι η Νεκταρία.

 

Τέτοια να μην ξανασυμβούν, μες στο εικοσιδύο, 

οι βιαστές κι οι βάναυσοι, μπρος, στο τρελοκομείο!

 

Να κοπανάνε σίδερο, κρύο, πρωί και βράδυ,

για να μη στέλνουν άδικα κι άλλες ψυχές στον Άδη.

 

Το εικοσιδύο έφτασε, ήρθε ο Αη-Βασίλης,

του Ερντογάν η όπερα…Ο Κουρέας της Σεβίλλης.

 

Παίζει τον ίδιο τo σκοπό, νταούλια και φλογέρες

και άρχισε πρωί-πρωί και πάλι τις φοβέρες.

 

Λέει, στο Καστελόριζο, θα πάει κολυμπώντας,

μα δεν κοιτάζει τον λαό, πώς έγινε…πεινώντας.

 

Σαν βλέπει που αγανακτούν, μέσα στην Καισαρεία,

 ρίχνει στάχτη στα μάτια τους και κάνει φασαρία.

 

Χαρτί υγείας έγινε, η έρημή του Λίρα,

μα για τα επιτόκια, λέει μάινααα κι όχι βίρα.

 

Το εικοσιδύο έφτασε, το…σιγοπερπατούμε,

το έχουμε όλο μπροστά, να δούμε τι θα δούμε.

 

Μα η μεγάλη μας ευχή, να φύγει η πανδημία,

προσπάθεια κι ας βοηθούν, Χριστός και Παναγία!