Γράφει ο 

Βασίλης Μυλωνάς 

 

Το κουτί της Πανδώρας

 

Άνοιξε το κουτάκι της, φίλε μου, η Πανδώρα

κι έβγαλε των αρχόντων μας, τα άπλυτα στη φόρα.

 

Ψευδοεταιρείες στήνουνε, τις ξακουστές οφσόρες

και τα λεφτά τους βγάζουνε, σε πονηρούλες χώρες.

 

Κι εκεί να δείτε ρε παιδιά, χαρές και πανηγύρια,

που βρίσκει η φοροδιαφυγή, χιλιάδες παραθύρια.

 

Γιατί τη φορολόγηση, που οι ίδιοι την ψηφίζουν,

τη γράφουν στα…παπάρια τους, με στόχο να κερδίζουν.

 

Και σπρώχνουνε το χρήμα τους, μέσα από υπονόμους,

αυτοί γνωρίζουν πάμπολλους, για εμάς άγνωστους δρόμους.

 

Και το κουτί σαν άνοιξε, φανήκαν νταβατζήδες,

που μοιάζαν με περιστερές, μα ήταν κερχανατζήδες.

 

Είναι κάποιοι πρωθυπουργοί, πρόεδροι, βασιλιάδες

κι άλλοι υπηρέτες των λαών και χαραμοφαγάδες.

 

Κάποιοι απ’ αυτούς αγόρασαν, βίλες μες το Παρίσι

και…χέστηκαν αν ο λαός, στην πείνα θα ψοφήσει.

 

Πύργους αγόρασαν παλιούς, γύρω από το Λονδίνο

κι εκεί Σαββατοκύριακα, να παίζουν μαντολίνο.

 

Κι όλα, παιδιά είναι γνωστό, χρήματα ξεπλυμένα,

νόμοι και νομοσχέδια, στα μέτρα τους κομμένα.

 

Μα, κάποιοι που είχαν καρδιά, τον κίνδυνο αψηφήσαν

και τρύπωσαν σαν ποντικοί κι όλα τα ερευνήσαν.

 

Ήταν καμιά εφτακοσαριά, άξιοι δημοσιογράφοι,

που μες στα πράσα πιάσανε, το πονηρό συνάφι.

 

Κι έχουνε δεκατρία τρις (!!!), δολάρια κρυμμένα

κι όλως εντίμως, κατ’ αυτούς, μη φορολογημένα.

 

Το χρήμα αυτό κάνει βουνά, το Έβερεστ με χιόνια,

η Ελλάδα θα το δούλευε σε εξήντα πέντε χρόνια.

 

Και το συνάφι μούγκρισε: εγώ είμαι μπατίρης,

φωνάζει ο κλέφτης, φίλε μου, να φύγει ο νοικοκύρης.

 

Μα τα στοιχεία τρανταχτά, καμιά αμφιβολία

και ας σφυρίζουνε αυτοί, ομού σαν συναυλία.

 

Παλιά τους τέχνη κόσκινο, παιδιά, αυτοί δεν αλλάζουν,

χαράμι τα μεταξωτά βρακιά, στον κώλο τους τα βάζουν.

 

Όσο για εμάς που τρέχουμε, έχουν κλειστά τα ώτα,

που το ψωμί μας βγάζουμε με πόνο και ιδρώτα.

 

Για εμάς είναι ο ΕΝΦΙΑ, βραχνάς κι ένας καρκίνος,

τα καύσιμα που ακρίβαιναν άλλος μπελάς κι εκείνος.

 

Μα αυτοί οι αισχροπάμπλουτοι, που εμάς μας κουμαντάρουν,

από αυτά που ανάφερα, χαμπάρι δε θα πάρουν.

 

Γιατί είναι αλογάριαστα, τα μαύρα τα λεφτά τους

και θα ’ναι σα να έπεσε, μια τρίχα απ’ τα μαλλιά τους.

 

Πότε είναι στον Παναμά, πότε στις Σεϋχέλλες

και όπου βρουν οι πονηροί, κάνουν τις κουτσουκέλες.

 

Κι είναι στον κόσμο ονόματα, πολλών διαμετρημάτων

και από χώρες διάφορες και όλων των κομμάτων.

 

Και αυτοπροσδιορίζονται, του έθνους τους ηγέτες,

μα είναι για τα σίδερα, γιατί απλά είναι κλέφτες.

 

Μπαίνουνε στην πολιτική, όχι να υπηρετήσουν,

μα για ν’ αρμέξουν το λαό και τζάμπα να πλουτίσουν.

 

Και περιμένουμε απ’ αυτούς, άσπρη μέρα να δούμε,

μην ψάχνουμε μες στ’ άχυρα, ψήλους τώρα να βρούμε!

 

Βεβαίως και δεν έχουνε, όλοι αυτή την τρέλα,

μα δείξτε μου ποιοι μοιάζουνε, του Γκάντι, του Μαντέλα!

   

Έτσι, το…καλαμπούρι αυτό, ποτέ δε θα ’χει λήξη

κι έχει η Πανδώρα το κουτί, πολλές φορές ν’ ανοίξει.

 

Κι εμείς τα υποζύγια, οι ανώνυμοι, το πλήθος,

χαράτσια θα πληρώνουμε, βαρβάτα, όπως συνήθως.