γράφει ο
Βασίλης Μυλωνάς
Αρχή Μηνιά κι Αρχή Χρονιά, πέρασαν και τα Φώτα
και σαν ποτάμι τρέχουνε, παιδιά, τα γεγονότα.
Μια τρέλα είν’ ο κόσμος μας, καθημερνώς το ζούμε,
μα εμείς σε μία είδηση, ας περιοριστούμε.
Που τα κανάλια δεν τη λέν’, καθόλου στις ειδήσεις
κι ολημερίς μάς…ψάλουνε, θα πάρουμε αυξήσεις.
Ακούστε το, δραπέτευσαν, δύο βαρυποινίτες,
που…έσπερναν και σκάλιζαν, πατάτες και μανίτες.
Ήτανε στις Αγροτικές, λέει, της Κασσαβετείας
κι ήτανε μπαξεβάνηδες, διαγωγής τελείας.
Γιατί όμως τούτα τα παιδιά, τα είχαν φυλακώσει;
Για…κάτι ψιλοπράγματα, είχανε, λέει, σκοτώσει.
Είχανε κάνει εμπρησμούς κι ένα σωρό ληστείες,
λοιπόν, τι λέει ο Νόμος μας, ποιες είν’ οι τιμωρίες;
Είκοσι χρόνια Κάθειρξη, στο μαύρο το σκοτάδι,
αυτούς, όμως, τους βάλανε, να…βόσκουν στο λιβάδι.
Ήτανε, λέει, καλά παιδιά κι ας είχαν κάνει φόνους,
έτσι, τους παρατήσανε, σε μια καλύβα μόνους.
Ούτε συρματοπλέγματα, γι’ αυτά τα παλικάρια,
ούτε έναν μαντρότοιχο, ούτε…σκατά φανάρια.
Χαρά στηνε τη φυλακή, δεν το χωράει ο νους μου,
όπως μες στο αμπέλι του, περνούσε ο παππούς μου.
Εκεί είχε την καλύβα του, με άχυρα και χόρτα,
ποτέ δεν είχε κλειδαριά, η ανοιχτή του πόρτα.
Είχε εκεί τα τσίπουρα, είχε και τα κρασιά του
και κέρναγε περαστικούς, μα και την αφεντιά του.
Έτσι περνούσαν και αυτοί, οι δυό φυλακισμένοι
και ήτανε οι φύλακες, λίαν αναπαυμένοι.
Μάλλον καλό τούς έκανε, η αυστηρή η δίκη,
που δεν πληρώνανε ποτέ, ρεύμα, νερό και νοίκι.
Και παίρνανε συχνά πυκνά, για χάρη, αδειούλες,
να βλέπουν οικογένεια, παιδιά και γυναικούλες.
Τουτέστιν, την περνούσανε κι οι δυό ζωή και κότα,
αλλά και νοσταλγήσανε, τα νιάτα τους τα πρώτα.
Έτσι, τη σκαπουλάρανε, στις δύο του Γενάρη
και βρήκανε οι φύλακες, άδειο το μαξιλάρι.
Εδώ, παιδιά, θα έλεγα, δε φταίει φονιάς και κλέφτης,
αλλά μονάχα ο σοφός κι έξυπνος Νομοθέτης.
Γιατί κάθε κακοποιός, κοιτάει για να το σκάσει
κι η Αστυνομία έπειτα, τρέχει για να τον πιάσει.
Πείτε μου, αν είναι σωστό, κάτι τέτοιοι φονιάδες,
να είναι μισοελεύθεροι, να ζούνε σαν αγάδες;
Να παίρνουνε και άδειες κι αν θέλουν να γυρίσουν,
τον Νόμο όλων των «σοφών», να τονε μαγαρίσουν;
Και σαν το σκάσουν γράφουνε, πολίτες φυλαχτείτε,
γυρνάνε δυό κακοποιοί, στα σπίτια σας κρυφτείτε!
Ω, Νομοθέτες μου σοφοί, πετάξτε τα χαρτιά σας,
πετάξτε τα πτυχία σας κι ανοίξτε τα αυτιά σας!
Ψηφίστε Νόμους σοβαρούς, για τους βαρυποινίτες,
αλλιώς πάτε στα σπίτια σας, φωνάζουν οι πολίτες!
Κάθε φονιάς, κάθε κακός, ίσως το ξανακάνει,
ψηφίστε Νόμους έξυπνους, Νόμους του ΠΡΟΛΑΜΒΑΝΕΙ!