γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

H Χρυσούπολη καίγεται

(Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 1948)

 

Πριν από λίγες μέρες είχαν ανοίξει τα σχολεία και εγώ είχα γραφτεί στην Τρίτη τάξη. Τα πράματα όμως ήταν αγριεμένα με αντάρτες και μάχες, γι’ αυτό πολλές οικογένειες είχαν φύγει απ’ το χωριό, το Κουρού-Ντερέ, όπως λέγαμε τότε την Ξεριά και στο σχολείο πηγαίναμε λίγα παιδιά. Τη μέρα που πιάσανε τον τραυματισμένο αντάρτη ήρθε η αστυνομία και πήρε το  δάσκαλό μας, τον Αλέκο Κοντόπουλο και έτσι έκλεισε το σχολείο. Στην αρχή που άνοιξε χαιρόμασταν όλα τα παιδιά, γιατί από φέτος πηγαίναμε στο καινούριο σχολείο, αυτό που είναι έξω απ’ το χωριό, αλλά η χαρά μας δεν κράτησε πολλές μέρες ούτε για μας τα παιδιά, ούτε για το δάσκαλο μας.

 

Είχε βραδιάσει και άρχισε να σκοτεινιάζει όταν γύρισε ο μπαμπάς απ’ τη Χρυσούπολη. Είχε πάει καβάλα στη γαϊδούρα. Μόλις ήρθε, η μικρή αδερφή μου κι εγώ κοιτάζαμε το πουλάρι που βύζαινε απ’ τη μάνα του και  άκουγα τον μπαμπά, που μιλούσε στη μαμά και στη θεία Μαριγώ.

 

-Αύριο φεύγουμε. Θα μένουμε στην αποθήκη που την είχε εργαστήριο για το ζαχαροπλαστείο του ο Στουγιαννίδης. Θα μένουν μαζί μας  οι γείτονές μας, και έδειξε το σπίτι του Περλαντίδη, ο Τσακάλογλου και ο Μακρής. Σήμερα όλοι μαζί κάναμε χωρίσεις από καντρόνια και από χοντρό χαρτί και αύριο θα κουβαληθούμε όλοι εκεί.

 

-Ντάμι έχει; ρώτησε η μαμά.

 

-Έχει μεγάλο, είπε ο μπαμπάς, χωράνε όλα τα ζώα μας. Ο καθένας θα τα δένει σε μια μεριά.

 

-Ελάτε να φάμε! ακούστηκε η φωνή της μαμάς.

 

Την άλλη μέρα φόρτωσαν οι μεγάλοι πολλά πράγματα στο κάρο, ανεβήκαμε κι εμείς, πήραμε και όλα τα ζώα μας, μικρά και μεγάλα και ξεκινήσαμε για τη Χρυσούπολη. Η θεία Μαριγώ έμεινε στο σπίτι μας μόνο με τις κότες. Η μαμά έκανε το σταυρό της και δάκρυσε. Μαρία-αμπλά, άστα και συ και έλα, ότι θέλ΄ ας γίνει, της είπε, ό, τι κλέψουν ας κλέψουν, μόνο εσύ να μην πάθεις τίποτα.

 

-Πηγαίνετε τώρα και θα δούμε, δεν είμαι δεμένη εδώ, θα πηγαίνω και θα έρχομαι. Μόνο εσείς φύγετε να μη πάθετε τίποτα.

 

Ο μπαμπάς ήταν χλωμός και αμίλητος. Η Αρτεμίτσα ανέβηκε στη μια γαϊδούρα, στη μεγάλη τη μάνα του Μάρκου και της Μαρίκας και ο Νίκος στη Μαρίκα. Η μαμά κι εμείς τα δύο μικρά στο κάρο.

 

-Πάτε σεις μπροστά, είπε ο μπαμπάς στο Νίκο και στην Αρτεμίτσα.

 

Έτσι έκανε πάντα, έρχονταν τελευταίος. Ύστερα τραβούσε τα γελάδια απ’ τα γιουλάρια και ξεκινήσαμε. Μόλις βγήκαμε απ’ την εξώπορτα έριξε μια τελευταία ματιά και πρόσεξα που σκούπισε τα μάτια του. «Μπα κλαίνε και οι άντρες ; σκέφτηκα. Τη μαμά και τη θεία Μαριγώ τις είχα δει να κλαίνε πολλές φορές. Τον μπαμπά όμως ποτέ. Κλαίνε και οι τόσο δυνατοί άντρες!»

 

Μέχρι που να βγούμε απ’ το χωριό ανταμώσαμε μόνο έναν άνθρωπο.

 

-Θανάς φεύγεις και συ; ρώτησε τον μπαμπά.

 

-Δε βλέπεις, του είπε εκείνος, το χωριό άδειασε.

 

Στο δρόμο πηγαίναμε σιγά-σιγά. Τα μοσχάρια, ο Μάρκος και ο Πούλος, το μεγάλο πουλάρι, ακολουθούσαν τις μάνες τους. Η μικρή μου αδερφή κι εγώ κοιτάζαμε να μη φύγουν και χαθούν. Πολλές φορές μετρούσαμε πόσοι ήμασταν. Έξι άνθρωποι και οχτώ ζώα. Φτάσαμε στη Χρυσούπολη και πηγαίναμε στα γνωστά μας μέρη. Η αποθήκη που μέναμε ήταν λίγο πάρα κάτω απ’ το μύλο του Σαφαρίκα. Η αυλή ήταν μεγάλη και τρία κάρα ήταν κιόλας εκεί.

-Όλοι εδώ είναι, είπε ο μπαμπάς.

 

Μόλις ακούστηκε το κάρο μας βγήκαν αμέσως η Πολυξένη η Ειρήνη, κόρες του Περλαντίδη, ο Πέτρος του Μακρή και ο Γιάννης του Τσακάλογλου. Εμείς χαρήκαμε που θα μέναμε με γνωστά μας παιδιά στο ίδιο σπίτι. Χωρίς να χάσουμε καιρό πιάσαμε το παιχνίδι εξερευνώντας τα καινούρια λημέρια.

 

-Μπα! τι σπίτι είναι αυτό, καλέ; έκανε η Μέλπα όταν μπήκαμε μέσα και έκανε μια τρύπα με το δάχτυλό της στο χαρτί.

 

-Πολυξένη! θα σε βλέπω απ’ αυτή την τρύπα, είπε.

 

Το βράδυ η μαμά και η Αρτεμίτσα έστρωσαν και κοιμηθήκαμε όλοι μικροί και μεγάλοι κάτω στη σειρά, που ίσα-ίσα  χωρούσαμε. Την άλλη μέρα οι μαμάδες, τρεις Ελένες και μια Αγγέλα, έκαναν στην αυλή από ένα τζάκι και έβαλαν τα τσουκάλια να μαγειρέψουν. Τα παιδιά παίζαμε ασταμάτητα και μας άρεσε που ήμασταν τόσοι πολλοί άνθρωποι και ζώα μαζεμένοι εκεί. Τα αγόρια με αρχηγό τον Αντώνη γίναμε μια τσακαλοπαρέα και εξερευνούσαμε την ήδη γνωστή μας Χρυσούπολη.  Την άλλη μέρα όμως, οι μπαμπάδες  μάς έγραψαν στο σχολείο της Χρυσούπολης και σταμάτησε το ολοήμερο παιχνίδι.

 

-Μπα, τι πολλά παιδιά! είπα στον αδερφό μου, και τι σχολείο είναι αυτό με το μισοστρόγγυλο λαμαρινένιο ταβάνι;

 

Όσον καιρό πηγαίναμε σ’ αυτό το σχολείο ποτέ δεν είπαμε μάθημα και φυσικά μείναμε στην ίδια τάξη. Το μόνο που μάθαμε ήταν, πώς δούλευε το εργοστάσιο ρεύματος και άναβαν οι λάμπες στα σπίτια.. Μια μέρα όταν ερχόμασταν απ’ το σχολείο και μπήκαμε στην αυλή μας είδαμε τη θεία Μαριγώ.

 

-Σας έφερα φρέσκα αυγά απ’ τις κότες, μου είπε.

 

-Μμμ... μ΄ αρέσουν τα τηγανητά αυγά, είπα εγώ.

 

Έμεινε δυο βράδια στη Χρυσούπολη και ύστερα πήγε πάλι στο χωριό. Η Μέλπα κι εγώ θέλαμε να πάμε μαζί της, αλλά η μαμά μας δεν υποχώρησε απ’ τα κλάματά μας. Οι μέρες περνούσαν και πότε-πότε έστελναν το Νίκο και μένα στο χωριό, που πηγαίναμε φαΐ και ψωμί στη θεία και φέρναμε αυγά και κανένα πετεινό για φαγητό της Κυριακής. Πότε-πότε ερχόταν και κείνη, που τις άρεζε να βλέπει πιο πολύ εμάς τα παιδιά, αλλά και τους μεγάλους. Με τη θεία την Αγγέλα, του Τσακάλογλου, που ήταν και ανιψιά του άντρα της, περνούσε ώρες μιλώντας τούρκικα. Η θεία Αγγέλα την έλεγε «γενγκέ» και τα μικρά παιδιά νόμιζαν πως αυτό ήταν τ’ όνομα της. Μια μέρα της είπε ο Κώστας:

 

-Βρε, τη θεία τη γενγκέ, μεγάλωσε! και όλοι γέλασαν.

 

Μια μέρα η Αρτεμίτσα πήγε στο Αγίασμα να κοιμηθεί εκεί σ’ ένα γνωστό μας σπίτι, που είχε και κορίτσια της ηλικίας της. Το βράδυ βγήκε η μαμά να μας μαζέψει απ’ το παιχνίδι.

 

-Πού είναι η Μέλπα; μας ρώτησε.

 

Δεν ξέραμε. Ψάξαμε και οι τρεις μαζί λίγο στη γειτονιά δεν ήταν.

 

-Νίκο πάνε να δεις μήπως είναι στη Βασιλεία και στη Σοφία του Χεκίμογλου! είπε η μαμά.

 

Πήγε ο Νίκος και γύρισε γρήγορα.

 

-Δεν είναι, είπε.

 

-Βασίλ’ πάνε στη νουνά σου να δεις μήπως είναι εκεί!

 

Πήγα εγώ στη νουνά μου, δεν  ήταν. Τότε βγήκαμε η μαμά, ο Νίκος κι εγώ στη γειτονιά και φωνάζαμε: «Μέλπααα, Μέλπααα, Μέλπααα», δεν ήταν πουθενά. Να, ερχόταν ο Μανώλης και ο Κώστας του Τσακάλογλου, που ήταν στη σπορά και γυρνούσαν. Η μαμά ήθελε να τούς ρωτήσει, αλλά δεν πρόλαβε.

 

-Θεία Ελέν΄ μήπως ψάχνεις τη Μέλπα; είπε ο Κώστας.

 

-Ναι, την είδατε; είπε με αγωνία η μαμά.

 

-Την είδαμε κοντά στο χωριό. Τη φωνάξαμε να την πάρουμε στο κάρο, για να τη φέρουμε, αλλά εκείνη έτρεξε και πήγε στο χωριό.

 

-Ε, το παλιοκόριτσο! δε θα έρθει, να δεις το ξύλο που θα φάε!. είπε η μαμά και πήγαμε στο σπίτι. 

 

-Τη βρήκατε τη Μέλπα; ρώτησαν τα μεγάλα κορίτσια, η Μαρία του Τσακάλογλου και η Στέλλα του Μακρή.

 

-Πήγε στο χωριό μόνη της με τα πόδια, είπε η μαμά, πώς φοβήθηκα, που σήμερα ήταν παζάρι να μην της έκανε κανένας ξένος κανένα κακό. Δόξα το θεό, στο χωριό απόψε θα κοιμηθούν και η Πολυξένη με την Ειρήνη και η μαμά τους. Είναι και η θεία Μαριγώ εκεί, φτάνει που ξέρουμε που είναι.

 

Ήρθε και ο μπαμπάς απ’ τη σπορά. Η μαμά του είπε, πως η Αρτεμίτσα θα μείνει απόψε στο Κουρί

 

(Αγίασμα) και η Μέλπα πήγε στο χωριό. Ο μπαμπάς στεναχωρέθηκε λίγο για τη Μέλπα και μας είπε, άλλη φορά να την προσέχουμε(ήταν έξι χρονών). Μετά το βραδινό φαγητό βγήκε στο καφενείο. Όλοι οι Ξεριώτες πήγαιναν στο καφενείο του Μπουζέλου και εκεί μάθαιναν τα νέα και έπιναν κανένα ούζο. Εμείς τα παιδιά αφού παίξαμε ακόμη λίγο, μαθήματα δεν είχαμε να κάνουμε ποτέ, κοιμηθήκαμε. Επάνω στο βαθύ μας ύπνο ακούσαμε τη μαμά, που μας φώναζε και μας τραβούσε απ’ τα χέρια και μας κουνούσε δυνατά:

 

-Νίκο, Βασίλ,  σκωθείτε, σκωθείτε, καιγόμαστε.

 

Με τα πολλά ξυπνήσαμε και κοιτάξαμε έξω απ’ τα παράθυρα. Φεγγοβολούσε ο τόπος!

 

-Τι είναι, τι είναι; ρωτήσαμε τη μαμά.

 

-Φωτιά, φωτιά! είπε.

 

Ακούγαμε από δίπλα τη θεία Ελένη του Μακρή και τη θεία Αγγέλα, που και εκείνες φώναζαν τα παιδιά τους:

 

-Αντών, Στέλια, Πέτρο.....

 

-Κώστα, Μαίρη, Γιάνν.....

 

Σε λίγα λεπτά ξυπνήσαμε όλα τα παιδιά και μαζευτήκαμε στην πόρτα της αποθήκης.

 

-Περιμένετε εδώ, μας είπαν οι μαμάδες.

 

Τα διπλανά μας κτίρια καιγόταν και οι φλόγες έφταναν μέχρι τον ουρανό. Ακούγαμε και πυροβολισμούς.

 

-Τώρα μη βγαίνετε έξω να μη σας σκοτώσουν οι αντάρτες, είπε η μαμά μας σε όλα τα παιδιά, αν πάρει φωτιά το σπίτι μας, τότε να βγούμε και γρήγορα να μπούμε στο ντάμι.

 

-Σσσς, αντάρτες! έκανε η θεία Ελένη του Μακρή.

 

Μπήκαμε όλοι μέσα και κλείσαμε την πόρτα.

 

-Αυτό τι είναι, να το βάλουμε φωτιά; Ακούστηκε μια φωνή.

 

-Εδώ έχει πολλά κάρα, αραμπατζήδικο θα είναι, είπε ένας άλλος, αφήστε το, πάμε αλλού.

 

Έφυγαν και οι μαμάδες σταυροκοπιόνταν. Περάσαμε λίγη ώρα μέσα στο σπίτι με την αγωνία μήπως πάρουμε φωτιά απ’ τα διπλανά μας κτίρια. Μια μαμά βγήκε έξω να δει. Οι φλόγες έγλυφαν την αποθήκη.

 

-Δεν είμαστε καλά, είπε, όπου να είναι θα πάρουμε φωτιά, πάμε έξω!

 

Μας πήραν και φύγαμε τροχάδην όλοι μαζί. Βγήκαμε απ’ την αυλή και πήγαμε κάτω από ένα ξερό δέντρο που ήταν έξω απ’ το σπίτι μας και κοντά στο μύλο του Σαφαρίκα. Από κει βλέπαμε την πυρκαγιά πιο καλά. Οι φλόγες έφταναν πολύ ψηλά και η νύχτα είχε γίνει μέρα. Ξαφνικά άρχισαν εκρήξεις μέσα απ’ την ταβέρνα του Μπαμπατζίμ. Έσκαζαν τα μπουκάλια και τα βαρέλια και έκαναν ένα τρομαχτικό κρότο. Μας πήραν οι μάνες μας και ξαναπήγαμε στην αποθήκη. Κάποια στιγμή ήρθαν οι τρεις μπαμπάδες τρομαγμένοι και γεμάτοι αγωνία, απ’ το καφενείο. Μύριζαν ούζο. Μας είδαν όλους ένα κουβάρι.

 

-Πού είναι τα μεγάλα παιδιά; ρώτησε πρώτος ο θείος Χρήστος, ο Τσακάλογλου.

 

-Κλεισμένοι στον απόπατο, είπε η θεία Ελένη του Μακρή.

 

Ο Μανώλης του Τσακάλογλου, ο Στέλιος και ο Πασχάλης του Περλαντίδη, που ήταν παλικαράκια, φοβήθηκαν να μην τούς πάρουν οι αντάρτες μαζί τους και κρύφτηκαν εκεί.

 

-Χρήστο, Βαγγέλ΄ όλ΄ είναι καλά. Και τα ζώα είναι καλά . πάμε τώρα να δούμε τα στάρια, είπε ο μπαμπάς μας και φύγανε και οι τρεις τροχάδην.

 

-Αχ, τα στάρια μας καίγονται, έκανε η μαμά μας και κοίταξε σ’ ένα  παραδιπλανό κτίριο, που έβγαζε τεράστιες φλόγες. Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί τα μεγάλα παιδιά βγήκαν απ’ το αποχωρητήριο, που ήταν κρυμμένα και πίσω απ’ τα κάρα κοίταζαν τα κτίρια που καίγονταν. Εμείς τ’ αγόρια  πήραμε θάρρος, και παρόλο που φώναζαν οι μάνες μας πήγαμε κοντά τους. Τα δυο κορίτσια, η Μαίρη και η Στέλια, δεν τολμούσαν να βγουν έξω. Κάποια στιγμή φώναξε ένας από μας:

 

-Να, ένας αντάρτης!

 

Γυρίσαμε όλοι και είδαμε έναν ανεβασμένο σ’ ένα τοίχο που προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά. Ήταν σα μέρα και βλέπαμε μακριά. Σε λίγο ήρθαν οι μπαμπάδες μούσκεμα στον ιδρώτα. Οι μαμάδες έτρεξαν κοντά τους.

 

-Τι γίνονται τα στάρια μας Θανάς; ρώτησε η δική μας μαμά.

 

-Τα πιο πολλά κάηκαν. Πρόλαβα και έβγαλα δυο τσουβάλια καλά και καμιά δεκαριά μισοκαμένα. Ύστερα έπεσε η σκεπή, καλά που δεν μας πλάκωσε!

 

Η μαμά τον αγκάλιασε και έκλαιγε. Ο μπαμπάς σκούπισε τα μάτια του. Ήταν η δεύτερη φορά που τον έβλεπα να κλαίει. Ξαφνικά ακούστηκε έξω απ’ το σπίτι μας ένας τρομαχτικός θόρυβος και πέρασε προς το δρόμο που πήγαινε στο Νέστο. Κι άλλος θόρυβος, κι άλλος, κι άλλος. Περνούσαν κούφαιναν τον κόσμο και έφευγαν. Οι τρεις πιο μικροί, ο Πέτρος, ο Γιάννης κι εγώ, που ήμασταν οχτώ χρονών, δεν αντέξαμε τον πειρασμό και βγήκαμε έξω απ’ την αυλή να δούμε.

 

-Τι πράμα είναι αυτό το τόσο τεράστιο, που δεν έχει ρόδες και τρέχει σαν μεγάλο αυτοκίνητο με τόση βουή και κουνάει όλη τη γη;  

 

-Να κι άλλο, να κι άλλο...

 

-Μέσα! ακούστηκε η φωνή του θείου Χρήστου και μας πέταξε στην αυλή μας.

 

-Τι είναι αυτά; ρώτησε ο Γιάννης το μεγάλο του αδερφό, τον Μανώλη.

 

-Τάνκς, είπε εκείνος.

 

-Γιατί κάνουν τόση βουή και τρέμει η γη όταν περνάνε;

 

 -Γιατί είναι πολύ βαριά.

 

-Γιατί πηγαίνουν τόσο γρήγορα προς το Νέστο;

 

-Για να κυνηγήσουν τούς αντάρτες.

 

-Ελάτε όλοι μέσα, γιατί κάνει κρύο, είπαν οι μπαμπάδες, οι φλόγες χαμήλωσαν, τώρα το σπίτι μας δεν παίρνει φωτιά.

 

Πήγαμε όλοι μέσα και σταθήκαμε κάμποση ώρα όρθιοι στο διάδρομο. Ακούγαμε τους μπαμπάδες, τις μαμάδες και τα μεγάλα παιδιά που μιλούσαν.

 

-Ήρθε ενίσχυση από Καβάλα και από την Ξάνθη, έλεγαν.

 

-Ήρθε πολύς στρατός.

 

-Τι κακιά μέρα σήμερα! Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 1948, αυτή η μέρα θα μείνει στην ιστορία της Χρυσούπολης, έλεγε ο θείος Βαγγέλης ο Μακρής.

 

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή στην αυλή:

 

-Θανάς, Θανάς!

 

-Ο αδερφός μου! είπε η μαμά μας και πετάχτηκε στην πόρτα.

 

Πράγματι, ήταν ο θείος ο Γιάγκος. Αγκαλιαστήκανε και κλαίγανε.

 

-Τι κάντε, είσαστε όλ’ καλά; είπε ο θείος.

 

Εγώ τρόμαξα να τον γνωρίσω. Ήταν με τα στρατιωτικά ρούχα και είχε ένα τεράστιο γυριστό μουστάκι.

 

-Βασίλ΄ εγώ είμαι, μου είπε και με πήρε στην αγκαλιά του, ύστερα ρώτησε τη μαμά:

 

-Η Αρτεμίτσα και η Μέλπα που είναι;

 

Η μαμά του εξήγησε για τα κορίτσια, καθώς και για τα κορίτσια του Περλαντίδη και για τη μαμά τους.

 

- Καλά είπε ο θείος, τώρα φεύγω πήρα μια ώρα άδεια, για να δω τι κάνετε εσείς, τα πεθερικά μου, οι Χεκιμογλέοι οι Συνανιδαίοι..... τρέχω να τους προλάβω όλους.

 

 Έφυγε τροχάδην. Αφού πέρασε λίγη ώρα, οι μπαμπάδες και τα τρία μεγάλα αγόρια βγήκαν πάλι στην αυλή. Εμείς ξαναπλαγιάσαμε αλλά πριν κοιμηθούμε ήρθε μέσα ο μπαμπάς και τον ακούσαμε που έλεγε σιγανά στη μαμά.

 

-Ο στρατός σκότωσε έναν αντάρτη.

 

Εμείς παγώσαμε απ’ το φόβο μας, που ακούσαμε για σκοτωμένο. Μας πήρε όμως ο ύπνος και την άλλη μέρα ξυπνήσαμε αργά. Γίναμε μια παρέα με τον Πέτρο και το Γιάννη και βγήκαμε έξω να δούμε. Πολλά σπίτια και μαγαζιά ήταν καμένα και ακόμη κάπνιζαν. Άντρες και γυναίκες έκλαιγαν. Ο κόσμος πηγαινοέρχονταν σαν τα μυρμήγκια και πολλοί έψαχναν μέσα στα καμένα και έπαιρναν ό,τι έβρισκαν.

 

-Τον σκοτωμένο αντάρτη τον είδατε; μας είπε ένα γνωστό παιδί.

 

-Όχι! 

 

-Ελάτε να σας τον δείξω!

 

Πήγαμε μπροστά στην αστυνομία. Ήταν πολύς κόσμος μαζεμένος. Χωθήκαμε και πήγαμε μπροστά...

 

-Νάτος, μας είπε το παιδί.

 

Τον είδαμε ξαπλωμένο. Ήταν αξύριστος και λερωμένος. Τα ρούχα του ήταν παλιά σαν της ανταρτίνας που πήγαινε να παραδοθεί όταν την ανταμώσαμε στο κανάλι με το θείο Δημητρό, την Κοντύλω.

 

-Τώρα θα σου δείξω εγώ, ρε κατσαπλιά! είπε ένας, και έπιασε το ένα αυτί του αντάρτη και το τρύπησε με το μαχαίρι του.

 

Πριν  συνεχίσει, κάποιος μας έπιασε εμάς τα παιδιά και φώναξε:

 

-Φύγετε  εσείς να μη βλέπετε! και μας υποχρέωσε να φύγουμε μακριά.

 

 Πηγαίνοντας για το σπίτι περιεργαζόμασταν τα μαγαζιά, που μερικά ακόμη κάπνιζαν.

 

-Βασίλ, Πέτρο, Γιάνν΄, ελάτε να φάτε μέλ΄! μας φώναξε ο Αντώνης, μέσα από ένα μαγαζί, που ήταν καμένο και είχε πέσει και η σκεπή του. Πήγαμε και τι να δούμε! Ήταν πολλά παιδιά μαζεμένα και έτρωγαν μέλι από έναν τενεκέ μεγάλο. Δοκιμάσαμε κι’ εμείς. Είχε μια παράξενη γεύση, αλλά τρωγόταν. Όταν πήγαμε στο σπίτι είδαμε τη θεία Μαριγώ και τη θεία Ελένη την Περλαντίδαινα, που είχαν έρθει απ’ το χωριό.

 

-Μαζευτήκαμε στης Ελένης το σπίτι, έλεγε η θεία Μαριγώ, και βλέπαμε τη φωτιά. Ξαφνικά σβήσαν όλα τα φώτα του Σαρισαμπανιού. Εμείς δε ξέραμε τι έγινε, αλλά ο γείτονας, που ήρθε σε λίγο και κείνος στο σπίτι της Ελένης, μας είπε, πώς ανατινάχτηκε το εργοστάσιο ρεύματος. Όλη τη νύχτα προσεύχονταν για μας που ήμασταν μέσα στη φωτιά. Η θεία Ελένη είχε στη Χρυσούπολη τα δυο της παλικάρια, η θεία Μαριγώ εμάς και ο γείτονας, ο Καρτσάλης, όπως ήταν το παρατσούκλι του, είχε τη γυναίκα του και τα τρία παλικάρια του.

                                                    

 Εκείνος στο χωριό φυλούσε το κοπάδι του τα πρόβατα. Εκείνο το βράδυ τον είχε πιάσει το μεράκι και έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε ποντιακά τραγούδια. Η θεία Μαριγώ, η θεία Ελένη, η Πολυξένη, η Ειρήνη και η Μέλπα, μαζεμένες στο σπίτι της θείας Ελένης απολάμβαναν τη λύρα και τα τραγούδια του μπάρμπα-Δημητρού μέσα στην ησυχία. Την απόλυτη ησυχία, γιατί ο μπάρμπα-Δημητρός είχε αφαιρέσει τα κουδούνια απ’ τα πρόβατα, για να μη προδίνει τη θέση του στους αντάρτες. Εκείνο το βράδυ όμως, φαίνεται, πώς τον στεναχώρησε η μοναξιά και έπαιζε, έπαιζε και τραγουδούσε. Ήταν απολαυστικός και ας μη καταλάβαινε κάποιος τα τραγούδια του. Μια στιγμή όμως η θεία Μαριγώ ήθελε να πάει προς νερό της και είδε τη φωτιά στη Χρυσούπολη.

 

-Φωτιά, φωτιά, το Σαρίσαμπάν καίγεται, φώναξε και βγήκαν όλοι έξω.

 

Ακουστήκαν οι φωνές των γυναικών και ο μπάρμπα-Δημητρός σταμάτησε τη λύρα και το τραγούδι και έτρεξε να δει τι γίνεται. Απ’ της θείας Ελένης το σπίτι το Σαρίσαμπάν φαινόταν καλύτερα. Ήρθε και κείνος και κοίταξε. Το πρωί  οι δυο γυναίκες και ο μπάρμπα-Δημητρός, που άφησε τα πρόβατα του κλεισμένα στη μάντρα τους, πήραν το δρόμο για τη Χρυσούπολη.

 

-Δεν ξέραμε τι γίνεται, έλεγε η θεία Μαριγώ, και σ’ όλο το δρόμο κάναμε την προσευχή μας. Η  Παναγία κι ο Χριστός σας φύλαξαν. Δόξα το θεό. Και του γείτονα τα παιδιά και η γυναίκα ήταν καλά. Τα τρία κορίτσια έμειναν μόνα τους στο χωριό, αλλά η Πολυξένη ήταν στα δώδεκά της χρόνια και πρόσεχε τα δυο μικρά.