Ήταν ξημερώματα Σαββάτου του Λαζάρου στις 26 Απριλίου 1986, όταν δύο εκρήξεις στον αντιδραστήρα 4 του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας «Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν» στο Τσέρνομπιλ της σημερινής Ουκρανίας, τότε Σοβιετικής Ένωσης, οδήγησαν σε τεράστια έκλυση ραδιενέργειας και στο σχηματισμό ραδιενεργών νεφών.

 

Όλα άρχισαν όταν οι εργαζόμενοι στον πυρηνικό σταθμό, έκαναν τις προγραμματισμένες εργασίες για ένα πείραμα, που σκοπό είχε να ελέγξει τα συστήματα ασφαλείας. 

 

Στο πλαίσιο του πειράματος, οι τεχνικοί έκλεισαν τα αυτόματα συστήματα ρύθμισης της ισχύος της τέταρτης μονάδας του σταθμού, καθώς και τα συστήματα ασφαλείας, αφήνοντας τον αντιδραστήρα να λειτουργεί με το 7% της ισχύος του. 

 

Στη 1:26 το πρωί, η αλυσιδωτή αντίδραση προκάλεσε διαδοχικές εκρήξεις, οι οποίες τίναξαν στον αέρα το ατσάλινο κάλυμμα του αντιδραστήρα, βάρους χιλίων τόνων. 

 

Τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού σκορπίστηκαν στον αέρα, μέσω του οποίου μεταφέρθηκε στις γύρω περιοχές με ταχείς ρυθμούς.

 

Η σοβιετική ηγεσία προσπαθεί αρχικά να κρύψει και μετά να υποβαθμίσει το γεγονός.

 

Την Κυριακή των Βαΐων πρώτοι οι Φινλανδοί επιστήμονες εντοπίζουν στην ατμόσφαιρα αυξημένα επίπεδα ραδιενέργειας, χωρίς όμως να προσδιορίζουν την πηγή, κάτι που γίνεται μέσα στην ημέρα, όταν όλες οι σκανδιναβικές χώρες διασταυρώνουν τις πληροφορίες τους. 

 

Το γεγονός που επιβεβαιώνει σε λίγη ώρα το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων TASS μεταδίδοντας τη λιτή κυβερνητική ανακοίνωση που μιλά για ατύχημα, μη δίνοντας όμως περισσότερες πληροφορίες.

 

Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται η GreenPeace επί δέκα ημέρες, τα φλεγόμενα πυρηνικά καύσιμα απελευθέρωναν στην ατμόσφαιρα εκατομμύρια ραδιενεργά στοιχεία, σε ποσότητα που αντιστοιχεί σε 200 βόμβες σαν αυτή της Χιροσίμας. 

 

Ραδιενεργός σκόνη απλώθηκε πάνω από την Ευρώπη και μέχρι το Βόρειο Πόλο. 

 

 

Χρειάστηκαν 7.000 τόνοι μετάλλου και 400.000 κυβικά μέτρα σιδηροπαγούς σκυροδέματος, προκειμένου να θαφτούν οι εκατοντάδες τόνοι πυρηνικών καυσίμων και ραδιενεργών συντριμμιών μέσα σε μια σαρκοφάγο.

 

Επισήμως, 31 άνθρωποι πέθαναν λίγο μετά την έκρηξη

 

 

Από το 1986 έως σήμερα έχουν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 25.000 στρατιώτες και πολίτες από την Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και άλλες Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι εστάλησαν στις εργασίες αποκατάστασης του σταθμού. 

 

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, περίπου 8,4 εκατομμύρια άνθρωποι στις τρεις αυτές χώρες έχουν εκτεθεί στη ραδιενέργεια, από την οποία έχει μολυνθεί έκταση 150.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ίση με τη μισή έκταση της Ιταλίας. Τετρακόσιες χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους, αλλά περίπου 6 εκατομμύρια εξακολουθούν να ζουν σε μολυσμένες ζώνες.

 

Οι ακριβείς λόγοι που οδήγησαν σ' αυτή την τραγωδία παραμένουν άγνωστοι. Διαφαίνεται, όμως, ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε μία σειρά αλυσιδωτών παραγόντων, όπως τα ανεπαρκή συστήματα ασφαλείας και προστασίας του αντιδραστήρα, καθώς και οι λανθασμένοι χειρισμοί (ίσως και χωρίς σχετική εξουσιοδότηση) των ελλιπώς καταρτισμένων εργαζομένων.

 

Το μοιραίο εργοστάσιο του Τσερνομπίλ έκλεισε οριστικά το Δεκέμβριο του 2000, ύστερα από διεθνείς πιέσεις που δέχθηκε η κυβέρνηση της Ουκρανίας και υπό το φόβο νέων πιθανών εκρήξεων στους πεπαλαιωμένους αντιδραστήρες του.

 

 

Πως χειρίστηκε το θέμα η Ελλάδα

 

Στην Ελλάδα η είδηση έφτασε τρεις μέρες μετά το ατύχημα. Μέχρι τη Μεγάλη Δευτέρα ο ελληνικός λαός πιστεύει ότι Τσέρνομπιλ και Ουκρανία βρίσκονται πολύ μακριά, αλλά το απόγευμα της ίδιας μέρας ενημερώνεται από την τηλεόραση ότι από τις 18:30 συνεδριάζουν για το ζήτημα «αρμόδιοι φορείς» στον «Δημόκριτο», καθώς και διϋπουργικό όργανο υπό τις οδηγίες του πρωθυπουργού. Η συνάντηση ολοκληρώνεται, μετά τα μεσάνυχτα.

 

 

Οι Έλληνες μαθαίνουν λίγα πράγματα και αποσπασματικά  και κυρίως από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την Μεγάλη Τρίτη. Και τότε, όμως, η ενημέρωση είναι ελλιπής.

 

 

Όλοι ετοιμάζονταν για την μεγάλη πασχαλινή έξοδο και τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει αυτή την πορεία

 

Παρά τον γενικό χαμό που επικρατεί, η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας βγάζει την πρώτη, καθησυχαστική, ανακοίνωσή της μόλις τη Μεγάλη Παρασκευή αναφέροντας: 

 

«Μέχρι σήμερα το μεσημέρι 2.5.1986, δεν έχει παρατηρηθεί οποιαδήποτε αύξηση ραδιενέργειας περιβάλλοντος της χώρας. 

 

Από σήμερα το απόγευμα και στο πλαίσιο ελέγχου ραδιενέργειας της ατμόσφαιρας, θα λειτουργεί και κινητός σταθμός ελέγχου ραδιενέργειας στη Βόρειο Ελλάδα. Επίσης, από χθες το βράδυ λειτουργεί πρόσθετος σταθμός ελέγχου στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

 

Το ραδιενεργό νέφος δεν έχει φτάσει στον ελληνικό χώρο, αλλά ακόμη και αν οι μετεωρολογικές συνθήκες ευνοήσουν τη μεταφορά υπολειμμάτων στη χώρα δεν αναμένεται να σημειωθεί σημαντική αύξηση της ραδιενέργειας γιατί το νέφος θα έχει εξασθενίσει».

 

Ουσιαστικά τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης έρχονται ακριβώς μετά το τέλος και της επιστροφής των εκδρομέων από την επαρχία! Τότε, από την Τρίτη 6 Μαΐου, μπαίνουν οι πρώτοι περιορισμοί (με την μορφή σύστασης) στην κατανάλωση γαλακτοκομικών και οπωροκηπευτικών προϊόντων.

 

Αυτό ήταν αρκετό. Επικρατεί πανικός και τα ράφια των σούπερ μάρκετ αδειάζουν.

 

Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα 

 

Στην πραγματικότητα το ραδιενεργό νέφος είχε μπει στην Ελλάδα από τα βόρεια σύνορά μας. Λίγες ημέρες μετά την έκρηξη βροχοφόρα νέφη πέρασαν πάνω από την Ελλάδα.

 

Τα σύννεφα απελευθέρωσαν νερό και κατακρήμνισαν ραδιενεργά στοιχεία σε ένα μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής χώρας, και κυρίως σε περιοχές όπως τα Τρίκαλα, η Καρδίτσα, η περιοχή δυτικά της Λάρισας, η Νάουσα, η Αλεξάνδρεια Ημαθίας και η Κατερίνη.

 

Μετρήσεις που έγιναν τις αμέσως επόμενες ημέρες σε αυτές τις περιοχές από το Εργαστήριο Πυρηνικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ και τον αείμνηστο Σίμο Σιμόπουλο έδειξαν συγκεντρώσεις Καισίου 137, από 140 κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο στην Καρδίτσα μέχρι 35 kbk/m2 στα Γρεβενά. 

 

Όπως έδειξε ο χάρτης διασποράς ραδιενέργειας που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Προστασίας Ραδιενέργειας και Πυρηνικής Ασφάλειας της Γαλλίας, το νέφος έφτασε στη Βόρεια Ελλάδα στις 2 Μαΐου, δηλαδή μια εβδομάδα μετά την έκρηξη. 

 

Χρειάστηκε περίπου μία μέρα για να εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την χώρα. Τα υψηλότερα ποσοστά σημειώθηκαν στις 6 Μαΐου, ενώ τις επόμενες ημέρες η ραδιενέργεια άρχισε να μειώνεται.

 

Το ραδιενεργό νέφος επηρέασε κυρίως την Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, όπου χρόνια αργότερα ανιχνεύονταν ποσά ραδιενέργειας υψηλότερα του κανονικού. 

 

Μετρήσεις που έγιναν το 1996 έδειξαν εκπομπές καισίου στα 65 κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο με το όριο επικινδυνότητας να βρίσκεται στα 5 κιλομπεκερέλ.[10]

 

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία δεν παρατηρήθηκε αύξηση στη συχνότητα της λευχαιμίας, εκτός από τη σπάνια βρεφική λευχαιμία, αλλά ούτε και στον καρκίνο του θυρεοειδούς.

 

Από την άλλη όμως υπολογίζεται από έρευνα της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας ότι έγιναν περίπου 2.500 τεχνητές εκτρώσεις το 1986 από γονείς οι οποίοι φοβήθηκαν τις πιθανές επιπτώσεις της ραδιενέργειας στο έμβρυο.

 

Επίσης ιατρικοί κύκλοι αποδίδουν 1500 περιπτώσεις καρκίνου (τη δεκαετία 1986-1996) που δεν δικαιολογούνταν από το ιστορικό του ασθενούς, σε πιθανές επιπτώσεις του Τσερνόμπιλ.