γράφει ο

Μάνος Κουμέλης

 

Ένα από τα πλέον άγνωστα γεγονότα της νεότερης ιστορίας της χώρας μας είναι η εισβολή ελληνικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία τον Οκτώβριο του 1925, μετά από ένα μεθοριακό επεισόδιο στο όρος Μπέλες.

 

Ακολούθησε η κατάληψη του Πετριτσίου από ελληνικές δυνάμεις για δέκα περίπου ημέρες, η συγκρότηση Επιτροπής από την Κοινωνία των Εθνών και η αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού. Η χώρα μας υποχρεώθηκε να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στη Βουλγαρία ως αποζημίωση.

 

Κεντρικό πρόσωπο όλης αυτής της ιστορίας ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος (1878-1952), ο οποίος λίγους μήνες πριν είχε ανατρέψει με πραξικόπημα την κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου.

 

Οι σχέσεις Ελλάδας – Βουλγαρίας το 1925

 

Τη νύχτα της 25ης προς 26η Ιουνίου ο στρατιωτικός και πολιτικός Θεόδωρος Πάγκαλος, που είχε λάβει στο μεταξύ τον βαθμό του Αντιστράτηγου, ανέτρεψε με πραξικόπημα την κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου και σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, με την οποία εμφανίστηκε στη Βουλή και έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης, ουσιαστικά έναν «κοινοβουλευτικό μανδύα» για την ενέργειά του.

 

Ο Πάγκαλος, θέλοντας να εφαρμόσει πολιτική πυγμής και να αυξήσει τη δημοτικότητά του επωφελήθηκε από ένα μεθοριακό επεισόδιο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα για να ξεκινήσει σύγκρουση με τη γειτονική χώρα. Οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις παρέμεναν τεταμένες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και λόγω της δραστηριότητας των κομιτατζήδων που είχε αναζωπυρωθεί. Η εθνικιστική βουλγαρική κυβέρνηση Τσαγκόφ υποστήριζε απροκάλυπτα τους αρχηγούς των «φεντεραλιστών» Βουλγάρων Μιχαΐλοφ, Αλεξάντροφ, Προτογέροφ, Βλαχόφ και Πανίτσα, που επέμεναν στην αυτονόμηση όλης της Μακεδονίας για να αποτελέσει στη συνέχεια βουλγαρική λεία (όπως έγινε με την Ανατολική Ρωμυλία). Η Τρίτη Διεθνής «συντονίστηκε» μαζί τους και έδωσε εντολή στο ΚΚ Βουλγαρίας, το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και το ΚΚΕ να υποστηρίξουν την αυτονομιστική κίνηση. Παράλληλα στο Πετρίτσι της Βουλγαρίας υπήρξε έντονη δραστηριότητα κομιτατζήδων. Αυτό το γεγονός, εκτός από την Ελλάδα είχε θορυβήσει και τη Γιουγκοσλαβία. Οι ανησυχίες εντείνονταν καθώς στις 18 Οκτωβρίου, για να καλύψει τα νώτα της, η Βουλγαρία υπέγραψε Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία.

 

Το μεθοριακό επεισόδιο στο Δεμίρ Καπού (19/10/1925)

 

Την επόμενη ακριβώς μέρα, 19 Οκτωβρίου 1925, λίγο πριν τις 2 μ.μ., το 69ο συνοριακό φυλάκιο στο όρος Κερκίνη (Μπέλες), κοντά στη διάβαση Δεμίρ Καπού δέχτηκε πυρά χωρίς καμία αιτία, από το απέναντι βουλγαρικό φυλάκιο.

 

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, δύο Έλληνες στρατιώτες να σκοτωθούν. Οι συνάδελφοί τους ανταπέδωσαν τα πυρά, σκοτώνοντας τρεις Βουλγάρους. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς, ο Διοικητής του Λόχου Προκαλύψεως, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν το φυλάκιο 69 Λοχαγός (ΠΖ) Χ. Βασιλειάδης, έδρα του οποίου ήταν το μεθοριακό χωριό Άνω Πορόια έσπευσε στην περιοχή και κρατώντας λευκή σημαία κατευθύνθηκε προς το βουλγαρικό φυλάκιο. Δέχτηκε όμως μαζικά πυρά και έπεσε νεκρός. Η Σόφια, αργότερα, ισχυρίστηκε ότι το επεισόδιο έγινε πριν τις 14.00, ότι οι Έλληνες στρατιώτες σκοτώθηκαν σε βουλγαρικό έδαφος και ότι κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών που ακολούθησε σκοτώθηκε ο Έλληνας Λοχαγός. Για να δικαιολογήσουν μάλιστα την εν ψυχρώ δολοφονία του, ενώ κρατούσε λευκή σημαία, οι Βούλγαροι ισχυρίστηκαν ότι λόγω της μάχης και του πυκνού καπνού, δεν αντιλήφθηκαν καν τον Βασιλειάδη.

 

Η ενημέρωση της Αθήνας και η εισβολή στη Βουλγαρία

 

Δεν τελείωσε όμως εκεί το μεθοριακό επεισόδιο. Ως το βράδυ συνεχίστηκε η σποραδική ανταλλαγή πυροβολισμών, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας, ένα τάγμα του βουλγαρικού Στρατού κατέλαβε ελληνικό έδαφος κοντά στο Δεμίρ Καπού. Όλα τα γειτονικά ελληνικά φυλάκια τέθηκαν σε συναγερμό. Ενημερώθηκε ο Αρχηγός ΓΕΣ Πτολεμαίος Σαρηγιάννης και ο Υπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Νίδερ, ο οποίος κάλεσε όλες τις στρατιωτικές μονάδες που βρίσκονταν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα να λάβουν «πάντα (όλα) τα ενδεικνυόμενα μέτρα». Αρχικά, ο Θεόδωρος Πάγκαλος θεώρησε, εσφαλμένα, ότι δράστες της επίθεσης εναντίον των Ελλήνων ήταν Βούλγαροι κομιτατζήδες. Μετά από έρευνα του ΓΕΣ όμως αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για ενέργεια του Βουλγαρικού Στρατού. Ο Πάγκαλος έδωσε τότε εντολή να διακοπεί η σιδηροδρομική σύνδεση με τη Βουλγαρία και να προετοιμαστούν στρατιωτικές μονάδες για εισβολή στη γειτονική χώρα. Είχε προηγηθεί αναγνωριστική πτήση ελληνικού πολεμικού αεροσκάφους, που διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε συγκέντρωση βουλγαρικών στρατευμάτων κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Έτσι, το ξημέρωμα της 22/10/1925, το 19ο και το 21ο Σύνταγμα της VI Μεραρχίας Σερρών ενισχυμένες με Στοιχεία Πυροβολικού εισέβαλαν στο βουλγαρικό έδαφος, αφού πρώτα ανακατέλαβαν τα εδάφη κοντά στο Δεμίρ Καπού, κινήθηκαν παράλληλα, περικύκλωσαν το βουλγαρικό μεθοριακό τάγμα προκάλυψης και κατέλαβαν τα υψώματα γύρω από το Πετρίτσι. Ανιχνευτική ελληνική περίπολος που μπήκε στο Πετρίτσι συγκρούστηκε με βουλγαρική διλοχία που μόλις είχε φτάσει στον σιδηροδρομικό σταθμό του.

 

Ακολούθησε μάχη, κατά την οποία με τη βοήθεια του Πυροβολικού, οι Έλληνες υποχρέωσαν τη βουλγαρική διλοχία σε υποχώρηση. Το ίδιο έκαναν οι βουλγαρικές δυνάμεις προκάλυψης, αλλά και κάποιοι στρατιώτες από το φυλάκιο που ξεκίνησαν τη συμπλοκή. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν 1 αξιωματικό και 4 στρατιώτες νεκρούς και συνολικά 9 τραυματίες(1 αξιωματικό και 8 στρατιώτες).

 

Η βουλγαρική αντίδραση – Η εμπλοκή της ΚτΕ

 

Ο Πάγκαλος έδωσε εντολή τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα να μην συνεχίσουν την προέλασή τους. Είχαν ήδη εισχωρήσει σε βάθος 10 χλμ. στο βουλγαρικό έδαφος, σε μέτωπο 30 χλμ. Οι Βούλγαροι, καθώς ήταν τελείως εξασθενημένοι στρατιωτικά αποφάσισαν να κινηθούν διπλωματικά. Κάλεσαν τον Έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια Ραούλ Ρωσσέτη και του επέδωσαν διακοίνωση διαμαρτυρίας. Ο Ρωσσέτης δήλωσε πλήρη άγνοια.

 

Οι Βούλγαροι ζήτησαν να υπάρξει κατάπαυση του πυρός και να γίνουν συζητήσεις για να βρεθούν οι υπεύθυνοι όσων έγιναν. Ανεβάζοντας τους τόνους έστειλαν διακοίνωση και προς την ελληνική κυβέρνηση, με την οποία επιφυλάσσονταν για μελλοντικές διπλωματικές ενέργειες. Παράλληλα, ο Βούλγαρος πρέσβης στην Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε για τη συνέχιση των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού στη χώρα του, την ίδια ώρα που οι συμπατριώτες του είχαν υψώσει λευκή σημαία. Κινούμενη ευφυώς στο διπλωματικό πεδίο, η Βουλγαρία δεν απάντησε στην ελληνική διακοίνωση που έριχνε τις ευθύνες σ’ αυτή.

 

Ενημέρωσε τις κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας για την ελληνική εισβολή στο έδαφός της, ενώ απευθύνθηκε στον ΓΓ της ΚτΕ, Eric Drummond, ζητώντας την άμεση σύγκληση του Συμβουλίου της, βάσει των άρθρων 10 και 11 της ιδρυτικής της Συνθήκης (23/10/1925). Ο Πάγκαλος, παρά τις συμβουλές έμπειρων διπλωματών (Αγνίδης, Δενδραμής κ.ά.) δεν έδωσε εντολή να προσφύγει πρώτη η Ελλάδα στην ΚτΕ, καθώς οι Βούλγαροι ξεκίνησαν τα επεισόδια με τις δολοφονίες των Ελλήνων. Χαρακτηριστική είναι η απάντησή του στον Γάλλο πρέσβη που του επισήμανε τον κίνδυνο να τιμωρηθεί η Ελλάδα από την ΚτΕ: «Την γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια»…

 

Η απόφαση της ΚτΕ – Η επιδίκαση αποζημίωσης στη Βουλγαρία

 

Στις 26/10/1925 συνεδρίασε δημόσια το Συμβούλιο της ΚτΕ, υπό την προεδρία του Γάλλου Αριστίντ Μπριάντ. Παρών ήταν και ο Βρετανός ΥΠΕΞ Όστιν Τσάμπερλεν. Οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας και της Βουλγαρίας παρουσίασαν τις θέσεις τους. Το Συμβούλιο της ΚτΕ αποφάσισε τα στρατεύματα των δύο χωρών να επιστρέψουν στα εθνικά τους εδάφη. Καθώς και οι δύο χώρες συμμορφώθηκαν η ΚτΕ συγκρότησε πενταμελή επιτροπή για την αναζήτηση ευθυνών. Επικεφαλής της ήταν ο Βρετανός διπλωμάτης Rumbold. Στις 28 Νοεμβρίου 1925 εκδόθηκε το πόρισμα της επιτροπής σύμφωνα με το οποίο υπεύθυνη ήταν η Ελλάδα, λόγω της εισβολής της σε ξένη χώρα και τον θάνατο Βουλγάρων αμάχων. Η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημίωση μόνο στους οικείους του Χ. Βασιλειάδη. Η Βουλγαρία ζητούσε 79.000 λίρες ως αποζημίωση. Της επιδικάστηκαν όμως μόνο 30 εκ. λέβα (άλλες πηγές γράφουν ότι ισοδυναμούσαν με 16.000 χρυσές λίρες και άλλες ότι αντιστοιχούσαν σε 50.000 χρυσές λίρες…). Η Ελλάδα κατέλαβε το συγκεκριμένο ποσό, διαμαρτυρόμενη δίκαια όμως για ανισότητα στη μεταχείριση, σε σχέση με αυτή της Ιταλίας που κατέλαβε την Κέρκυρα το 1923…Παράλληλα, ξένοι παρατηρητές, Σουηδοί συγκεκριμένα εγκαταστάθηκαν στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, για να επιβλέπουν την κατάσταση που επικρατεί σε αυτή. Οι Σουηδοί αποχώρησαν το 1927.

 

Η χώρα μας εκτέθηκε διεθνώς, εμφανίστηκε ως διπλωματικός παρίας, πλήρωσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στη Βουλγαρίας και το μόνο που πέτυχε ήταν να εξαλειφθεί ο κίνδυνος εισβολής κομιτατζήδων.

 

Κατά τον Γ.Θ. Μαυρογορδάτο άλλωστε, σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Πάγκαλου για την εισβολή διαδραμάτισαν οι προηγηθείσες επιδρομές ένοπλων κομιτατζήδων σε παραμεθόριες περιοχές της Ελλάδας με ορμητήριο τη Βουλγαρία.

 

Γενικότερα πάντως επρόκειτο για μία ακόμα ατυχή διπλωματική κίνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου, που ακολουθήθηκε από την παραμονή στην Ελλάδα των, έτοιμων για αναχώρηση προς την Τουρκία, Τσάμηδων…

(πηγή)