

γράφει ο
Στρατής Ρήγας
Παραδόξως, ή ίσως και αναμενόμενα, αν κρίνει κανείς τη ροπή της πόλης προς τα ασφαλή θεάματα, η αίθουσα του «Αντιγόνη Βαλάκου», το Σάββατο 6 Δεκεμβρίου, δεν γέμισε όσο θα άρμοζε σε μια παράσταση τόλμης όπως το «Kill the Movement». Κι αυτό λέει περισσότερα για την τοπική μας πολιτιστική ετοιμότητα παρά για το ίδιο το έργο· ένα μικρό, πικρό σχόλιο για το πόσο πρόθυμοι είμαστε, τελικά, να δούμε κάτι που μας ταράζει αντί να μας νανουρίζει. Η παράσταση, όπως παρουσιάστηκε, ανέδειξε με ασκητική ακρίβεια αυτό που συχνά κρύβεται πίσω από την επιφάνεια της σύγχρονης σκηνικής δημιουργίας· μια έντονη σωματική και ψυχική εξάντληση που μετατρέπεται σε δομική γλώσσα. Η χορογραφία της Ίριδας Καραγιάν στηρίχθηκε στην αρχή της αποδόμησης της κίνησης. Δεν αναζήτησε μια καλαίσθητη, αρμονική ροή, αντιθέτως αφιερώθηκε ευλαβικά σε μια ολική προσπάθεια να την αναστείλει.
Ανάμεσα σε ελάχιστους, είδαμε το σώμα των δύο ερμηνευτών (Μάνος Κότσαρης και Παγώνα Μπουλμπασάκου) -ένα σώμα κοινό, διπλό, σε διαρκή συνομιλία με τον χώρο και τον ήχο- να γίνεται εργαλείο παρατήρησης του ίδιου του εαυτού τους. Αρχικά, οι μικρές επαναληπτικές κινήσεις των χορευτών φάνηκαν να λειτουργούν σαν «παλμογράφοι» που καταγράφουν τη φθορά, το άγχος, τη μονότονη κρούση των ημερών που μοιάζουν μεταξύ τους. Οι δύο ερμηνευτές -εκείνος με μια επιθετική, σχεδόν τελετουργική κίνηση, εκείνη με μια αμυντική, παλλόμενη αντιστάθμιση- παρασύρονται σε μια αδιάκοπη αλληλουχία ενστάσεων και αντιστάσεων, υπερασπιζόμενοι με πεισματική αφοσίωση τον πρωταρχικό τους χώρο, σαν να κρατούν με το σώμα τους το τελευταίο ίχνος ταυτότητας μέσα στον κυκλώνα της σκηνικής φθοράς που αντανακλά τις δομικές ρωγμές μιας κοινωνίας σε κρίση.
Η Καραγιάν αξιοποιεί τεχνικές κινησιολογικού μινιμαλισμού, μια αυστηρή πειθαρχία των άκρων με έμφαση στις μετατοπίσεις βάρους, κίνηση που πηγάζει από το κέντρο και διαχέεται εξαιρετικά αργά. Αυτή η επιβράδυνση, η σχεδόν τελετουργική ακινησία πριν από κάθε έκρηξη, γίνεται η κύρια δομή του έργου. Ο θεατής αναγκάζεται· του επιβάλλεται να ακούσει «το μεταξύ». Να παρατηρήσει τη σιωπή σαν μέρος της χορογραφίας. Στις κορυφώσεις, οι απότομες εκρήξεις ενέργειας μοιάζουν με μια αναγκαστική εκτόνωση ενός συσσωρευμένου υπαρξιακού φορτίου. Η χρήση της εικόνας, αρχειακού υλικού, ψηφιακών θραυσμάτων και σκηνικών προβολών δεν είναι διακοσμητική. Στήνει έναν οπτικό αντίλογο προς τα σώματα, εκεί όπου τα σώματα ομολογούν τη φθορά/ κόπωση, οι εικόνες υπενθυμίζουν την ψηφιακή υπερφόρτωση που επιταχύνει αυτή τη φθορά στο ψυχικό τους πεδίο. Αυτή η διάδραση μεταξύ τεχνολογίας και κίνησης δημιουργεί μια ιδιότυπη «μεταμοντέρνα χορογραφική οικολογία», όπου η πραγματικότητα ανατινάσσεται. Οι ερμηνείες των δύο χορευτών είναι σχεδόν ακτινογραφικές. Φτάνουν στα φυσικά τους όρια, αποτυπώνοντας συμβολικά την κόπωση της εποχής, την ψυχική πίεση, το στρες, τον θυμό που δεν βρίσκει μορφή, την απαισιοδοξία που σέρνει βαριά τα βήματα. Υπάρχουν κάποιες στιγμές όπου η κίνηση μοιάζει να «τρεμοπαίζει», σαν νευρικός παλμός πριν από κατάρρευση, ενώ άλλες φορές το σώμα υψώνεται, αντιστέκεται, αναζητά την ισορροπία, κι αυτή η εναλλαγή δίνει στο έργο έναν σχεδόν καθαρτικό ρυθμό.
Από τη δική μου οπτική, η όλη παράσταση συγκροτείται ως μια υβριδική δυστοπική multimedia performance, ένα κράμα μεταδραματικού θεάτρου, σωματικής μινιμαλιστικής επανάληψης και post-internet αισθητικής, όπου η πλοκή εγκαταλείπεται συνειδητά προς όφελος μιας ωμής, παλμικής εμπειρίας. Οι άσκοπες, επαναλαμβανόμενες κινήσεις λειτουργούν ως τελετουργία φθοράς, ενώ οι έντονες, ενοχλητικές εναλλαγές φωτισμού και οι βιντεοπροβολές αποσπασματικών social-media εικόνων πολέμου, πυρηνικών απειλών και κατακερματισμένων μηνυμάτων ενοχής συνθέτουν μια αισθητηριακή επίθεση που αρνείται άκρως επιτυχημένα κάθε ψευδαίσθηση θεατρικής ασφάλειας. Το αποτέλεσμα, που ένα διεισδυτικό μάτι θα έλεγε πως έχει ίχνη μεταστρουκτουραλιστικού μεταμοντερνισμού, εγγράφεται στην παράδοση της performance art και της τεχνοτροπίας αποδόμησης, καθώς η όλη σκηνική γλώσσα μετατρέπεται σε ένα κολάζ τεχνο-πεσιμισμού, με την ωμή αλήθεια να εκρήγνυται σαν μηχανισμός σωματοποίησης της καταστροφής.
Ίσως η μόνη επισήμανση που θα μπορούσα να κάνω είναι πως σε παρόμοια εγχειρήματα ελλοχεύει ένας μεσσιανικός χαρακτήρας της τέχνης, λόγω πολιτικοϊδεολογικά φορτισμένων καλλιτεχνικών και πολιτικών διακηρύξεων, ο οποίος χαρακτήρας επενδύει όλο το εγχείρημα και κινδυνεύει να το περιθωριοποιήσει εξαιτίας της ξεκάθαρης διδακτικής θέσης. Θα ήταν, θεωρώ, πιο αποτελεσματική μια πιο γενική προσέγγιση. Ένα ακόμη σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ είναι η χρήση της αγγλικής στα μηνύματα που προβάλλονταν εμβόλιμα ανάμεσα στα βιντεοκλίπ. Πάντα πρέπει να έχουμε στο νου μας σε τι κοινό απευθυνόμαστε και, μιας και το κοινό είναι ελληνόφωνο, θα ήταν πιο δόκιμη η χρήση της μητρικής τους γλώσσας. Όχι για άλλο λόγο παρά για τον εξής: όταν διαβάζουμε ένα κείμενο, μια πινακίδα, μια είδηση στη μητρική μας γλώσσα, υπάρχει μια ταύτιση που δεν υπάρχει όταν το κείμενο είναι σε ξένη γλώσσα. Δηλαδή εννοώ πως υπάρχει μια σχηματική, νοητή απόσταση του αντικειμένου (του θεατή εν προκειμένω) από το συμβάν που διαβάζει στην αγγλική, μιας και όταν διαβάζεις στην αγγλική νοητά σκέφτεσαι μια φαντασιακή, μακρινή χώρα που πιθανόν σε χωρίζουν από εκείνη ένας ή και δύο ωκεανοί. Όταν διαβάζεις το κείμενο στη μητρική σου, υπάρχει μια άλλη ταύτιση. Είναι δίπλα σου. Επίσης, στο ίδιο ύφος θα μπορούσαν στα βιντεοκλίπ να ενταχθούν και καταστροφές ή περιστατικά από την κοντινή μας εμπειρία, χωρική και χρονική, ώστε επίσης να ενταθεί η ταύτιση και να μεγιστοποιηθεί η δραματική αμεσότητα.
Εν κατακλείδι, η παράσταση είναι πασιφανές πως δεν επιθυμεί να συγκινήσει· στοχεύει να μετατοπίσει. Αν κάποιος πήγε για ψυχαγωγία, βρέθηκε γρήγορα απέναντι σε μια παράσταση που δεν χαρίζεται. Απαιτεί να αναλογιστείς τη δική σου θέση στον κόσμο, εκθέτει την ατομική ασφάλεια του μη ενεργού θεατή ως υπόγεια μηχανική επιβολής άγχους, τη βία των ρόλων που υιοθετούμε χωρίς να το γνωρίζουμε, την αίσθηση ότι προχωράμε ολοένα προς ένα τέρμα που αρνείται να πάρει μορφή. Συνοψίζοντας, η παράσταση «Kill the Movement» προσφέρει απλόχερα έναν καθρέφτη που δείχνει το αληθινό, σκοτεινό εγώ μας, όπως είναι όταν σβήνουν τα φώτα της καθημερινότητας, όταν πέφτουν οι άμυνες και μένει μόνο το βάρος και η ενοχή του Είναι.
*Ο Στρατής Ρήγας είναι πολιτισμολόγος και μεταπτυχιακός σπουδαστής Φιλοσοφίας και Τεχνών, με ενεργή παρουσία στη σύγχρονη λογοτεχνική και καλλιτεχνική σκηνή