γράφει ο

Παύλος Λεμοντζής

 

 

Η 15η Ιουλίου εξελίχθηκε σε μέρα σταθμό στην ιστορία. Σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Καταρχάς, ανακοινώθηκε από το μεσημέρι ότι ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων συμπεριλαμβάνεται πλέον στα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που προστατεύει η Unesco.

 

Κατά δεύτερον, και ενώ ήδη είχε ξεκινήσει η παράσταση με το αντιπολεμικό έργο του Αισχύλου, που σκηνοθέτησε με την ιδιαίτερη ματιά του ο Λιθουανός Τσέζαρις Γκραουζίνις, εκδηλώθηκε στην Τουρκία στρατιωτικό πραξικόπημα, κι όσο εμείς παρακολουθούσαμε συνεπαρμένοι τις κλαγγές των όπλων στην ορχήστρα του αρχαίου μας θεάτρου, στη γείτονα χώρα πραγματικά πυρά γάζωναν δημόσια κτίρια, τανκς απέκλειαν αεροδρόμια και κεντρικές οδικές αρτηρίες και, δυστυχώς, άνθρωποι έπεφταν αιμόφυρτοι στο έδαφος για να μη σηκωθούν ποτέ ξανά.

 

Λίγες ώρες νωρίτερα, ο απόηχος του μακελειού στη Νίκαια της Γαλλίας συνόδευε τα βήματά μας στο κοίλο και τις συζητήσεις μας, μέχρι την έναρξη της παράστασης.

 

Τωόντι, μέρα γεμάτη ένταση, αληθινό πόλεμο, τραγικές καταστάσεις, αθώα θύματα, περηφάνια για μας που δέκα ολόκληρα χρόνια μεθοδεύαμε την ένταξη του χώρου, όπου βρισκόμασταν εκείνο το βράδυ της 15ης Ιουλίου 2016, στα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO και μια ξεχωριστή ικανοποίηση που, επιτέλους, εμείς οι βόρειοι θα ξαναβλέπαμε την τραγωδία του Αισχύλου ύστερα από 23 χρόνια, όταν το Κ.Θ.Β.Ε την είχε φέρει το 1993 στο Φεστιβάλ Φιλίππων σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη και με Ετεοκλή τον Δημήτρη Καρέλλη.

 

 Θα μείνω στην παράσταση, την οποία ανεπιφύλακτα χαρακτηρίζω βάλσαμο! Σε μία εποχή μεγάλου θυμού, μεγάλης απόγνωσης και ακόμα μεγαλύτερης καταπίεσης συναισθημάτων, αυτή η επιλογή έργου και η συγκεκριμένη εκδοχή της ήταν από τις ευτυχέστερες των τελευταίων ετών. Νομίζω ότι όλοι βγήκαμε αλαφρωμένοι κι εξιλεωμένοι, ίσως και λίγο σα «μεθυσμένοι», από τη γλυκιά μυσταγωγία που μας είχε παρασύρει το Κ.Θ.Β.Ε και ο Τσέζαρις Γκραουζίνις.

 

Οι «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου αφηγούνται την αδελφοκτόνο διαμάχη μεταξύ των δύο γιων του Οιδίποδα, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, που ερίζουν για τον θρόνο της Θήβας. Είναι η ιστορία μιας πατρικής κατάρας, που κατατρύχει τα παιδιά του μέχρι θανάτου. Επρόκειτο για συνέπεια μιας παραβατικότητας που συνέβη στην αμέσως προηγούμενη γενιά: οι Επτά, δηλαδή, αποτελούν τον καταληκτικό σταθμό μιας πορείας προς την καταστροφή, που διαρκεί τρεις γενιές και εκτυλίσσεται διαδοχικά στα τρία έργα μιας τραγικής τριλογίας.

 

Οι Επτά και η τριλογία τους, όμως, δεν αφηγούνται μόνο την επενέργεια μεταφυσικών δυνάμεων στις ζωές των ανθρώπων. Είναι ταυτόχρονα και η ιστορία προσώπων, που λαμβάνουν ελεύθερες, αυτόβουλες, καταστροφικές αποφάσεις, υποκινούμενες από τον χαρακτήρα τους και από τον ηρωικό κώδικα αξιών, από τον οποίο εμφορούνται.

 

Ο Λιθουανός σκηνοθέτης έκαμε σπουδαία δουλειά. Μελέτησε σε βάθος τον Αισχύλο, προσάρμοσε τη δράση σε μια συνθήκη ευρωπαϊκών προδιαγραφών μεν, άφησε δε τον κύριο άξονα - Ετεοκλή- ανόθευτο από οποιαδήποτε ξενόφερτη σχολή. Το κοστούμι και η γραβάτα έφυγαν πολύ γρήγορα από τα μάτια μου κι έμεινε μόνο ο ήρωας, ολοζώντανος και έμπλεος παθών.

 

Συναντήσαμε θεατρικά είδη που εντάσσονται σε πολλές σχολές. Μπρεχτική η ατμόσφαιρα, επιτηδευμένα χορικά, κινηματογραφική μουσική, γαλλικό καμπαρέ ως προς τον ‘κομπέρ’ - κήρυκα, ιταλική άρια από κορυφαία χορού, κάποτε ανατολίτικοι ρυθμοί, ευθεία αναφορά στο «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ, όπου ο ένας «βλέπει» τον άλλο στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του παραλόγου, έως δάνειο από ακροβασίες πλανόδιου θιάσου ή και τσίρκου, ακόμη και Νίντζα θα τολμούσα να πω, με τη στιγμιαία μεταμόρφωση του Γρηγόρη Παπαδόπουλου σε αντίστοιχο πολεμιστή.

 

Η μαεστρία έγκειται στην αρμονία μεταξύ όλων αυτών. Κι όχι μόνο την πέτυχαν οι συντελεστές, αλλά έδωσαν εύστοχα στην παράσταση αρχαίου δράματος τον χαρακτήρα «σύγχρονο θέατρο».

 

Οι έχοντες μυηθεί στην Αισχύλειο τραγωδία, γνωρίζουμε ότι «οι Επτά επί Θήβας» είναι μια δραματική σύνθεση, από την οποία απουσιάζουν όλα εκείνα τα στοιχεία που οι Ευρωπαίοι είχαν μάθει να ταυτίζουν με την ουσία της θεατρικής τέχνης, από την εποχή της Αναγέννησης. Η δράση είναι υποτυπώδης, η ανάπτυξη χαρακτήρων ανύπαρκτη, ο διάλογος περιορίζεται σε μακροσκελείς περιγραφές ασπίδων και λοφίων ή σε αντιφωνικά μοιρολόγια.

 

Η κεντρική σύγκρουση του έργου, φιλονικία Ετεοκλή - Πολυνείκη, δε δραματοποιείται μπροστά στα μάτια μας, όπως στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, ας πούμε. Ακριβώς αυτό το μεγάλο πλην ήταν η πρόκληση για τον Γκραουζίνις, ο οποίος, υποθέτω, αισθάνθηκε έντονη την αρχαϊκότητα της σύνθεσης, μα και την ανάγκη της απόδοσής της σε πλαίσιο σύγχρονο, σημερινό. Έτσι λοιπόν, όλα τα προηγούμενα ασυμβίβαστα μεταξύ τους ποιητικά συστατικά, συγχωνεύτηκαν μπροστά στα μάτια μας σ’ ένα εξαιρετικά συγχρωτισμένο σύνολο. Μπολιάστηκαν στον κοινό ενεστώτα χρόνο της παράστασης και μεταστοιχειώθηκαν σε θέατρο.

 

Βεβαίως, ο σκηνοθέτης πήρε πολύ σοβαρά τη στοιχειακή απλότητα του έργου εξ ου και το λιτό σκηνικό. Υπήρχαν η σκάλα ως σύμβολο εξουσίας ή ματαιοδοξίας ή φιλοδοξίας ή όπως ο καθείς την εξέλαβε, οι φωτισμοί και ο φυσικός χώρος του αρχαίου θεάτρου. Επαρκέστατο και ατμοσφαιρικό.

 

Μέσα σε μια ολοκάθαρη, ξάστερη βραδιά, εξελίχτηκε το δράμα σε δόσεις αξιέπαινης συμμετρίας. Οι σχηματισμοί των γυναικών και ανδρών, οι εκφράσεις, οι ερμηνείες, εμπεριείχαν και στιγμές αναγωγής των σε αρχέτυπες μορφές. Η εκμετάλλευση όλης της ορχήστρας, ακόμη και του διαζώματος, η εμβληματική μουσική και το καλοκουρδισμένο σμάρι των σπουδαίων ηθοποιών του Κ.Θ.Β.Ε, με προεξάρχοντα έναν συγκλονιστικό Ετεοκλή - Χρίστο Στυλιανού, έναν χαρισματικό Άγγελο- Γιώργο Καύκα κι έναν θίασο ανδρών - γυναικών άριστης εκγύμνασης, άρα και απόδοσης και συγχρονισμού, κράτησαν το κοινό σε εγρήγορση ως την τελευταία σκηνή.

 

Η ταυτότητα μιας σκηνικής ανάπλασης, όμως, δεν προσδιορίζεται από τα εικαστικά της στοιχεία μόνο, αλλά και από τα ρυθμικά. Και στον χώρο αυτόν ο Γκραουζίνις είχε φαεινές ιδέες και δυο εξ αυτών εξαιρετικής σύλληψης και απόδοσης.

 

Πρώτον, η κομβική σκηνή της οπλενδυσίας του Ετεοκλή. Ο βασιλιάς, σύμφωνα με τον ποιητή, ενδύεται - τεμάχιο το τεμάχιο - την πολεμική του σκευή, ενώ ο χορός προσπαθεί με δραματικές παραστάσεις να τον αποτρέψει. Εδώ ο σκηνοθέτης μετακύλισε την πράξη στα μέλη του χορού και το αποτέλεσμα ήταν μια πανδαισία ρυθμών και ήχων, κινήσεων και εικόνων. Εξαιρετικό εύρημα.

 

Το δεύτερο και εντυπωσιακά ευρηματικό κομμάτι, η ώρα της αδελφοκτονίας. Έξοχη σκηνή. Δυο άνδρες – αδέρφια απέναντι, δυο μεγαλοπρεπή αρσενικά, δυο αντίπαλες δυνάμεις, δυο εξ αίματος συγγενείς και εκ κατάρας εχθροί, σε μια υψηλής αισθητικής, συγκινησιακής φόρτισης και εικαστικής ομορφιάς συνάντηση θανάτου. Η μάχη σώμα με σώμα. Η αγκαλιά φονική. Τα όπλα στα χέρια των πρωταγωνιστών του θανάσιμου εναγκαλισμού, από ένα μπρούντζινο τάσι, μουσικό - κρουστό όργανο. Το αποτέλεσμα, ανατριχιαστικό, άκρως συγκινητικό. Και ο Στάνκογλου – Πολυνείκης και ο Στυλιανού - Ετεοκλής καθήλωσαν το κοίλο με την απόδοσή τους.

 

Ιδιαίτερη μνεία στη μετάφραση του πολυγραφότατου Γιώργου Μπλάνα και στην ατμοσφαιρική μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη.

 

Όρθιο το κοινό χειροκρότησε στο φινάλε τους συντελεστές, στους οποίους πρέπουν γενναία εύσημα. Ιδιαίτερα μπράβο στον Χρίστο Στυλιανού, που ερμήνευσε με πάθος, δυναμισμό, ίσως με κάποια υπερβολή αλλά πλήρως αποδεκτή, εφόσον διαφοροποιήθηκε σκηνοθετική αδεία από το υπόλοιπο σύνολο κι έδωσε έναν στιβαρό Ετεοκλή, άτεγκτο στις ικεσίες των γυναικών της Θήβας, τελών εν αδίκω, βεβαίως, εξ ου και η μερική αλαζονεία, αλλά και. η αυτοθυσία ως χρέος προς τους χρησμούς.

 

Εν κατακλείδι, η παράσταση ήταν μια έκπληξη αντάξια επευφημίας και μια ιδιαιτέρως καλή στιγμή για το Φεστιβάλ των Φιλίππων.

 

 

Συντελεστές:

Μετάφραση: Μπλάνας Γιώργος.

Σκηνοθεσία: Γκραουζίνις Τσέζαρις

Σκηνικά και Κοστούμια : Μακ Λέλλαν Κέννυ

Μουσική: Θεοχάρης Δημήτρης

Χορογραφία: Λάμε Έντι

Φωτισμοί: Γιάνναρος Αλέκος

Μουσική διδασκαλία: Μπάρλας Παναγιώτης

Βοηθός σκηνοθέτη: Σαμαρτζίδου Αθηνά

Βοηθός σκηνογράφου και ενδυματολόγου : Μυλωνά Μαρία

Οργάνωση παραγωγής: Ανδρώνη Αθανασία

 

Ηθοποιοί

Στάνκογλου Γιάννης (Ετεοκλής - διπλή διανομή)

Στυλιανού Χρίστος (Ετεοκλής - διπλή διανομή)

Καύκας Γιώργος (Άγγελος)

Τσακίρης Αλέξανδρος (Κήρυκας)

Κοντογεώργη Νάντια (Αντιγόνη)

Φραγκάτου Ιώβη (Ισμήνη)

Βασιλείου Λουκία

Δρόσος Δημήτρης

Κιουρκτσόγλου Δάφνη

Μαστρογιαννίδης Χρήστος

Οθωναίου Κλειώ - Δανάη

Παπαγεωργίου Βασίλης

Παπαδάκη Σταυριάνα

Παπαδόπουλος Γρηγόρης

Σαπρανίδου Αλεξία

Σαρμή Εύη

Σπυροπούλου Πολυξένη

Σφυρίδης Γιώργος

Σωφρονίδου Ευανθία

Χατζησάββας Κωνσταντίνος.