γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Προς Μέγαν Αλέξανδρον, Επιστολή Πρώτη

 

Πού είσαι Μέγ’ Αλέξανδρε, σήκω να ξαναζήσεις,

 τον νέο Γόρδιο Δεσμό, μόνο εσύ θα τον λύσεις!

 

Οι Εβραίοι και οι Άραβες, τρώγονται σαν προγόνια,

τον τελευταίο τον καιρό, εκατό και βάλε χρόνια!

 

Τώρα ξαναπιαστήκανε, πάλι μαλλιοτραβιούνται,

σκοτώνονται, ρημάζονται και…τον Θεό φοβούνται!

 

Και τρέχει η Αμερική, μες στη φωτιά να πάει

και η Ευρώπη, η γιαγιά, μόνο χασκοκοιτάει!

 

Τι να σου πω, Αλέξανδρε, τώρα για τη Ρωσία,

έχει απασχόληση καλή, μέσα στην Ουκρανία!

 

Πού ’ναι τα χρόνια τα παλιά, Μεγάλε Βασιλέα,

τότε που τα ’κανες εσύ, όλα αστραπιαία!

 

Τότε που τσαλαπάτησες, τον Πέρση τον Δαρείο

κοντά στους άλλους στέκονταν, σούζα κι αυτοί οι δύο!

 

Δίπλα-δίπλα «βοσκούσανε» Άραβες και Εβραίοι

και ήτανε καλά παιδιά και γείτονες ωραίοι!

 

Και όσο κυβερνούσανε και οι διάδοχοί σου,

σεβότανε τους νόμους σου, φοβόταν την ψυχή σου!

 

Έτσι, οι άσπονδοι εχθροί, μούδιασαν και λουφάξαν,

μα η Ρώμη εμφανίστηκε και οι καιροί αλλάξαν!

 

Ρωμαίοι σκληροτράχηλοι, τον τόπο κυβερνήσαν,

που οι Εβραίοι δεν άντεχαν και επαναστατήσαν!

 

Και ο ρωμαϊκός στρατός, βάναυσος ήταν όντως,

κατεδαφίζει άπονα, τον Ναό του Σολομώντος!

 

Και τότε, Μεγαλέξανδρε, ο Καίσαρας αφρίζει

και τους Εβραίους κυνηγά κι όλους τους εκτοπίζει!

 

Έτσι, απόμεινε κενή, η Γη της Επαγγελίας

και οι Φιλισταίοι άδραξαν, αυτής της ευκαιρίας!

 

Γέμισαν πόλεις και χωριά, που ήταν των Εβραίων

και κάτω από τις μάχαιρες, ζούσανε των Ρωμαίων!

 

Και οι Εβραίοι, ξένοι πια, στις Βόρειες τις χώρες,

ζούσανε στην αρχή φτωχά, περνούσαν μαύρες ώρες!

 

Μα όσο κυλούσε ο καιρός, ραγδαία προοδεύαν

τους έβλεπαν οι γηγενείς και όλοι τούς ζηλεύαν!

 

Γίνανε μαγαζάτορες, έμποροι με χρυσάφι,

τεχνίτες επιστήμονες και πρώτοι στο σινάφι!

 

Δάνειζαν και σε Βασιλείς και σ’ άρχοντες με λίρες,

παλάτια επισκεπτότανε, πύργων περνούσαν θύρες!

 

Και η ζήλια επερίσσεψε, άρχισαν οι διώξεις,

για όλα οι Εβραίοι φταίγανε, ως και για τις λοιμώξεις!

 

Οι σκοτωμοί πυκνώσανε, καίγαν τα μαγαζιά τους,

αρπάζαν τις γυναίκες τους, δέρνανε τα παιδιά τους!

 

Μπρος σ ’αυτή την κατάσταση και την απελπισία,

οι Εβραίοι θυμηθήκανε, τη Γη της Επαγγελίας!

 

Θυμήθηκαν και τη Σιών, το σπίτι του Θεού τους

κι εκεί να κατοικίσουνε, το βάλανε στο νου τους!

 

Μα εκεί, όπως είπαμε, ζούσαν οι Φιλισταίοι,

που για αυτούς, επιδρομείς, ερχόταν οι Εβραίοι!

 

Έτσι, Μέγα Αλέξανδρε, ένας καβγάς αρχίζει,

που από αιώνα πιο πολύ, ακόμη συνεχίζει!

 

Έχω και άλλα, Βασιλιά, να σού εξιστορήσω,

αλλά στο άλλο γράμμα μου, για να μη σε ζαλίσω!

 

Υ.Γ. Εχθές είπε ο Χαμενέι, για τις εφτά Οκτωβρίου,

πως δίκιο είχε η Χαμάς, γραφές τουΚορανίου!

 

Μα δεν είπε, το Ισραήλ, έπρεπε να κοιτάει,

να σφάζουνε τον κόσμο του και να χειροκροτάει;

 

Να ρίχνει αβέρτα η Χαμάς, αμέτρητες ρουκέτες,

το Ισραήλ να απαντά, μήπως…με σοκοφρέτες;

 

Προς Μέγαν Αλέξανδρον, Επιστολή Δευτέρα

 

 Για χρόνια, Μέγα Βασιλιά, οι Εβραίοι στην Ευρώπη,

ζούσανε ένα κυνηγητό, σα να ’ταν αντιλόπη!

 

Που μες στη ζούγκλα, μάταια πηδάει για να φύγει,

όταν τη φτάσει, πια, κοντά και τηνε πιάσει η τίγρη!

 

Μες τη Ρωσία τα «πογκρόμ», τα ανέχεται ο Τσάρος

κι Εβραίους, έτσι σωρηδόν, εθέριζε ο χάρος!

 

Την Ισπανία αφήσανε, σαν άγρια αγέλη,

γιατί η Ισαβέλλα, η όμορφη, το απαιτεί και θέλει!

 

Και στη Γαλλία γίνεται κι εκεί το μέγα σώσε,

που οι Εβραίοι τρέχουνε, πατώς με και πατώ σε!

 

Κι έναν καιρό, Αλέξανδρε, έρχεται μια πανώλη,

«οι Εβραίοι την προκάλεσαν», λέει η Ευρώπη όλη!

 

Και να ’σουν από μια γωνιά, τότε κι εσύ να βλέπεις,

φωτιές σε σπίτια, μαγαζιά, ληστείες κι εκτελέσεις!

 

«Μολύναν, λέγαν, τα νερά και ο λαός πεθαίνει»,

οι άρχοντες διατάζουνε, Εβραίος να μη μένει!

 

Και…σφάζουν και ρημάζουνε, καίνε περιουσίες,

μα, το κυριότερο γι’ αυτούς, είναι οι λεηλασίες!

 

Αρπάζουνε το ξένο βιος, αυτό τους το χρωστούνε,

το μίσος και τη ζήλια τους, έτσι ικανοποιούνε!

 

Στη Νυρεμβέργη, μοναχά, μέσα σε μία νύχτα,

πέσαν μια πεντακοσαριά, στων «χριστιανών» τα νύχια!

 

Μα τούτα όλα, Αλέξανδρε, μα όλα ωχριούνε,

όσα στο μέλλον ήτανε, πράγματα να συμβούνε!

 

Και γίνανε στις μέρες μας, πριν από ογδόντα χρόνια

και τα ’καναν φανατικοί, με τα βαριά γαλόνια!

 

Ναι, που λες, εμφανίστηκε, ο Χίτλερ ο Αδόλφος,

που η Γερμανία ήτανε, ο ηττημένος τόπος!

 

Εκατομμύρια άνεργοι, άνθρωποι πεινασμένοι,

πάλι οι Εβραίοι φταίγανε, αυτοί οι καταραμένοι!

 

Έτσι, ο Χίτλερ άρχισε, ρητορική μεγάλη,

το σπέρμα, λέει, του Αβραάμ, απ’ τη μέση θα το βγάλει!

 

Και τον ψηφίζει ο λαός, ο ταλαιπωρημένος,

του Φύρερ την υπόσχεση, την προσδοκά με μένος!

 

Κι ο Χίτλερ δεν τους γέλασε, τον λόγο του κρατάει,

σαν πεινασμένη ύαινα, τους Εβραίους θα τους φάει!

 

Και ξεκινάει πόλεμο, παγκόσμιο και πάλι

κι αρχίζει η πιο φονική, των εποχών η πάλη!

 

Μα, μέσα εκεί στον πόλεμο, μαζεύει τους Εβραίους

και τους σκοτώνει, Αλέξανδρε, όπως τους αρουραίους!

 

Από τα κατεχόμενα, τους κουβαλάει με τρένα,

μαζεύει γέρους και παιδιά, δεν εξαιρεί κανέναν!

 

Νέους και νέες άρπαζε, και τα μωρά στην κούνια,

γλιτώσαν όσοι έφυγαν, ψηλά στα κορφοβούνια!

 

Και δεν μπορείς να φανταστείς, τους πόσους έχει κάψει,

μέσα στα κρεματόρια, στους φούρνους που είχ’ ανάψει!

 

Αλέξανδρε, θα σου το πω, μα πρώτα να καθίσεις,

για να μην πάθεις κανα σοκ κι ίσως λιγοθυμήσεις!

 

Έξι εκατομμύρια, τ’ άκουσες Βασιλιά μου,

τα αυτιά σου τζιτζινίσανε, όπως και τα δικά μου;

 

Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, με…στάχτη Γερμανία,

επιλογή, όσοι σώθηκαν, είχανε μόνο μία!

 

Να πάρουνε τα μάτια τους, κανείς πίσω μην μείνει

και ήτανε μονόδρομος, γι’ αυτούς η Παλαιστίνη!

 

Να κάνουν στην πατρίδα τους, δικό τους κράτος, πλέον,

εκεί στον τάφο του Δαυίδ και άλλων βασιλέων!

 

Μα οι Άραβες δεν τους δέχτηκαν, εκεί με ανθοδέσμες

κι έτσι έχουνε συνεχώς, πολέμους και φοβέρες!

 

Αλέξανδρε, σε κούρασα, εκεί που ’σαι στον τάφο,

πάρε μία αναπνοή κι εγώ σου ξαναγράφω!

 

Προς Μέγαν Αλέξανδρον, Επιστολή Τρίτη

 

Και σαν οι Εβραίοι ίδρυσαν, Αλέξανδρε, το κράτος,

ο ουρανός σκοτείνιασε, με σύννεφα γεμάτος!

 

Το ίδιο βράδυ οι Άραβες, πόλεμο τους κηρύσσουν

και παρευθύς ορκίζονται, να τους εξαφανίσουν!

 

Εκατομμύρια πολλά, είν’ οι εχθροί μυρμήγκια,

το Ισραήλ τους απαντά, με βόμβες και φυσίγγια!

 

Τύμπανα και αλαλαγμούς, τριγύρω του ακούει,

αλλά με πόλεμο αστραπή, όλους τους αποκρούει!

 

Μα οι εχθροί ξανάρχονται και δεν το βάζουν κάτω,

το Ισραήλ ξαναχτυπά, τους πάει ξανά στον πάτο!

 

Και από τότε το βιολί, δε λέει να σταματήσει,

κάθε πλευρά ορκίζεται, το αίμα της να χύσει!

 

Μα κάποιοι ηγέτες με μυαλό, αυτό κακό το βρήκαν,

να κάνουνε συμβιβασμό, έκατσαν και σκεφτήκαν!

 

Πρώτος έβαλε ο Σαντάτ, νερό μες στο κρασί του,

προδότη, όμως, τον είπανε, του πήραν τη ζωή του!

 

Αίγυπτος με το Ισραήλ, θα κάναν συμφωνία,

αλλά μέσα στο Κάιρο, μπαμ, η δολοφονία!

 

Ήτανε οι φανατικοί, όπου δε συμφωνούνε

και μια μέρα πιστεύουνε, στο Ισραήλ να μπούνε!

 

Βρέθηκε κι απ’ το Ισραήλ, άνδρας για την ειρήνη,

όμως κι εκεί ο φανατισμός κι αυτόν δεν τον αφήνει!

 

Πάει ο πρωθυπουργός Ραμπίν και συμφωνεί στο Όσλο,

μα πέφτει και αυτός νεκρός, από ακραίου όπλο!

 

Έτσι, κάθε συζήτηση, την κλείνουν οι ακραίοι,

που για ειρήνη γίνεται, Άραβες και Εβραίοι!

 

Και τούτος είναι ο Δεσμός, ο Γόρδιος Βασιλέα,

που θα ’ταν ένα πρόβλημα και για τον Οδυσσέα!

 

Που ήταν τόσο έξυπνος και τέτοια ευφυΐα

κι έριξε μ’ ένα άλογο, ολόκληρη την Τροία!

 

Γι’ αυτό εσένα φώναξα, Αλέξη, να ξυπνήσεις,

αυτόν το Γόρδιο Δεσμό, αν μπορείς να τον λύσεις!

 

Στον κόσμο αυτόνε Βασιλιάς, δεν θα έχει περάσει,

αυτούς τους άσπονδους εχθρούς, για να τους συμβιβάσει!

 

Φέρε τον Παρμενίωνα, φέρε τον Βουκεφάλα

και δώσε στ’ άτακτα παιδιά, μαθήματα μεγάλα!

 

Τώρα ένα δωδεκάμηνο, «τρώγονται» με οβίδες,

η Γάζα και ο Λίβανος, έχουνε γίνει βίδες!

 

Το Ισραήλ το κύκλωσαν, έμμεσα και οι Πέρσες,

με τη Χαμάς, τη Χεσμπολάχ και Χούθι γίναν πρέσες!

 

Οι Πέρσες που τους γλίτωσαν, από τη Βαβυλώνα

κι ελεύθεροι στην Ιερουσαλήμ, πήγαν έναν αιώνα!

 

Και δώστου και ορκίζονται και δώστου και χτυπάνε,

τις πράξεις εκατέρωθεν κι οι δυό δικαιολογάνε!

 

«Εχθρέ μου κάθισε καλά, θα σε εξαφανίσω»,

έτσι ουρλιάζουν και οι δυό, κανείς δεν κάνει πίσω!

 

Και πλησιάζουν οι νεκροί, τις εκατό χιλιάδες

κι επικαλούνται τον Θεό, Ραβίνοι και Μουλάδες!

 

Σκοτώνονται μωρά παιδιά, άμαχοι και αθώοι,

χάνονται οικογένειες, καμιά φορά και σόι!

 

Και κατά τα φαινόμενα, αυτό δεν έχει λήξη

και το μυαλό κι από τους δυό, δεν πρόκειται να πήξει!

 

Γι’ αυτό σήκω, Αλέξανδρε, διόρθωσε το χάλι,

λύσε τον σύγχρονο Δεσμό, να δοξαστείς και πάλι!

 

Βάλε τους ένα χαλινό, στον μάταιο αγώνα,

να χαρεί κι η αδερφούλα σου, η όμορφη Γοργόνα!

 

Που λύνεις Γόρδιους Δεσμούς και όλο αντρειεύεις,

να τραγουδάει στις θάλασσες, πως ζεις και βασιλεύεις!

 

Αλλιώς, κλάψτα…Αλέξανδρε, θα κλαίει κι η Γοργόνα,

αυτοί θ’ αλληλοσφάζονται, στον άπαντα αιώνα!