γράφει ο
Βασίλης Λιόγκας
ΕΥΤΟΠΙΑ:
το ΧΡΟΝΙΚΟ έναρξης του ΖΕΦΥΡΟΥ
Αφιερωμένο στους δεσμώτες του ονείρου, που μεταμόρφωσαν το καλοκαίρι του 1987 τον σκουπιδότοπο της Νομαρχίας σε θερινό σινεμά μιας επαρχιακής πόλης που δεν είχε ούτε θερινό πλέον, αλλά ούτε καν χειμερινό κινηματογράφο τότε.
Ήδη η Κινηματογραφική Λέσχη συμπλήρωνε τον 11ο χρόνο λειτουργίας της με τρεις προβολές επιλεγμένων ταινιών, κάθε Δευτέρα, στο αμφιθέατρο της Νομαρχίας, σε συνεργασία και με την Λέσχη Ξάνθης (ΦΕΞ). Από το ειδικό, κλειστό κοινό του χειμώνα, αναζητούσε το πλατύτερο του καλοκαιριού, επιλέγοντας αξιόλογες ταινίες από το εμπορικό κύκλωμα διακίνησης, που δεν έφταναν ποτέ ή προβάλλονταν ελάχιστα. Τον Απρίλη του 1983 και τον Μάρτη του 1985 μοίρασε ερωτηματολόγια και συγκέντρωσε ενδιαφέρουσες απαντήσεις.
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο Πρόγραμμα* του ΖΕΦΥΡΟΥ με κριτικές των 18 ταινιών που παίχτηκαν το πρώτο αυτό καλοκαίρι (Μανχάταν, Βοστωνέζοι Σιλβεράντο κ.α.) και θεματικά αφιερώματα στον Χίτσκοκ, Περί Έρωτος, το Φανταστικό στον κινηματογράφο κ.α. Η Επιτροπή της Κινηματογραφικής Λέσχης αποτελούνταν τότε από τους Ζ. Βυζοβίτη, Δ. Δαγκάκη, Β. Θεοδωρίδη, Κ. Κούφαλη, Κ. Λαλένη, Κ. Τοροφία, Μ. Χρυσοχόου.
Ίσως το διαβάσουν κι αυτοί που ποτέ δεν κατάλαβαν την αξία της ανιδιοτελούς κοινωνικής προσφοράς, που προτιμούν κλειστούς τους χώρους πολιτισμού, χωρίς Στέγη, χωρίς σινεμά, χωρίς άποψη για τον κόσμο, υστερόβουλοι και υποτελείς πάντα στους δυνατούς και στους νόμους της αγοράς: τα «άδεια μύδια».
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ – ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ
«Ζώντας σε μια κοινωνία θεάματος φαίνεται λογικό το παράλογο: Να εκλείπει ο κινηματογράφος και δίπλα του η πιο μεγάλη από τις απορρέουσες μυθοπλασίες του, η θερινή αίθουσα» (Αλέξης Δερμεντζόγλου)
Όταν πριν 4-5 χρόνια διατυπώθηκαν οι πρώτες ισχνές προτάσεις για θερινό σινεμά, όλοι είχαμε χαμογελάσει με συγκατάβαση. Ένας ακόμα προγραμματικός στόχος από αυτούς που συνήθως δεν υλοποιούνται. Ένα ακόμα ανέφικτο όνειρο για να απασχολεί το φαντασιακό μας όταν οι συνθήκες είναι αντίξοες.
Σε μια εποχή που τα τελευταία υπολείμματα θερινών στην Ελλάδα καταβάλλουν τις ύστατες αντιστάσεις τους λίγο πριν μεταβληθούν σε μπετονιένιους σκελετούς και αν΄νυμα πάρκινγκ, σε μια εποχή που η θερινή αίθουσα τείνει να γίνει συνώνυμη στη μνήμη του κόσμου με τις λαογραφικές τελετές και τα μουσειακά εκθέματα, το να προσπαθείς να επαναφέρεις θεσμούς εκλείποντες, κινδυνεύεις να καταλήξεις κάπου ανάμεσα σε αμετανόητο ρομαντικό και σε παραδοσιακό υπάλληλο του Υπουργείου Πολιτισμού.
Όχι ότι δεν έγιναν προσπάθειες αυτά τα χρόνια. Αναζητήσαμε στις γειτονιές ελεύθερους χώρους, αλευθυνθήκαμε στην Ομοσπονδία Λεσχών για μηχανή προβολής, ψάξαμε στα μεταχειρισμένα και στα ενοικιαζόμενα… Τα προβλήματα φαινόντουσαν αξεπέραστα, η έλλειψη οικονομικής στήριξης και η εχθρική πραγματικότητα μας έκοβαν τα πόδια.
Παρόλα αυτά, το θερινό σινεμά ήταν από κείνες τις έμμονες ιδέες που ξαναγυρνούσαν βασανιστικά.
Όταν λίγο πριν το Πάσχα πηγαίναμε στην τελευταία Δευτεριάτικη προβολή, μετρούσαμε τους μήνες και βρίσκαμε ότι είναι πολύς ο καιρός μέχρι τον Σεπτέμβρη.
Όταν μας έφερνε ο δρόμος μας σε παλιούς «δοξασμένους» κινηματογραφιούς χώρους, σε μνήμες απολαυστικών εμπειριών στα θερινά Ολύμπια της 10ετίας του ’60, στη Ροδόπη…
Όταν κάποιο Σαββατόβραδο στη Θεσσαλονίκη τρέχαμε στο Φάληρο, στην Αλκυονίδα, στο Ρουαγιάλ με τα τσιγάρα και την πορτοκαλάδα στο χέρι και βιαζόμασταν να απλ΄βωσουμε τα πόδια στη μπροστινή καραβοπανένια καρέκλα, έτοιμοι να ασχοληθούμε με ερωτήματα όπως «Ποιος σκότωσε τον Χάρυ» ή να αφεθούμε στη μαγεία μιας «Σεξοκωμωδίας θερινής νύχτας».
Όταν κάποιο καυτό βράδυ του Αυγούστου δεν αντέχαμε την επανάληψη της ίδιας μπύρας στην ίδια καφετέρια με τέντες και ευχόμασταν ανυπόμονα ν’ αρχίσει φέτος νωρίτερα ο χειμώνας, να ξαναβρεθούμε στις συναντήσεις στο Αμφιθεατρο με εκείνο τον υπέροχο δικό μας κόσμο, που σε πείσμα των καιρών, επιμένει ακόμα να συχνάζει στις σκοτεινές αίθουσες.
Το θερινό σινεμά ήταν πράγματι ένα όνειρο πολύ ωραίο για να μπορέσει να γίνει πραγματικότητα.
Η φετινή χρονιά ξεκίνησε με συγκλονιστικά νέα. Η πρωτοβουλία του Δήμου Καβάλας για θερινό σινεμά στην Παναγία, μας έκοψε την ανάσα. Οι κρυφές καταχωνιασμένες ελπίδες αναζωπυρώθηκαν. Τις επιφυλάξεις μας για την επιλογή του χώρου τις αντιπαρήλθαμε μπροστά στην πορεία πραγματοποίησης του πιο τρελού μας ονείρου. Αρχίσαμε τις συγκεντρώσεις, τις συζητήσεις, αρχίσαμε να προετοιμάζουμε στο μυαλό μας το πρόγραμμα.
Ο αρχικός άκρατος ενθουσιασμός στην πορεία αντικαταστάθηκε με αγωνιώδη ερωτηματικά -θα γίνει-δεν θα γίνει-γιατί αργεί- θα προλάβουμε τη φετινή σαιζόν – και προς το τέλος της άνοιξης από την απογοήτευση ενός ακόμη καλοκαιριού χωρίς σινεμά.
Λίγο πριν απελπιστούμε οριστικά, κάναμε την απεγνωσμένη προσπάθεια στη Νομαρχία. Τώρα που η ιστορία έχει πάρει το δρόμο της, ομολογούμε ότι δεν περιμέναμε τόσο θετική αντιμετώπιση από τον κ. Μπέλτσιο. Με τη Νομαρχιακή οικονομική στήριξη και τον ενθουσιασμό μας στ ύψη, ξεκινήσαμε.
Σχέδια και ξανά σχέδια – κατασκευαστικά συνεργεία – γραφειοκρατικές διαδικασίες – παραγγελίες υλικών – εξοπλισμός – επιλογή ταινιών – πρόγραμμα, συνθέτουν ένα από κείνα τα παρανοϊκά εγχειρήματα που δεν προλαβαίνονται εύκολα μέσα σ’ ένα μήνα.
Σ’ αυτή την πορεία βρήκαμε αμέριστους συμπαραστάτες. Τις τεχνικές υπηρεσίες της Νομαρχίας, το Δήμο Καβάλας, τη ΔΕΠΟΣ, τους μηχανικούς που βοήθησαν στα σχέδια, εκείνους που συμμετείχαν στην κατασκευή, όλους αυτούς που με τον ενθουσιασμό τους αγκάλιασαν και εμψύχωσαν την προσπάθεια.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το σινεμά ακόμα δεν έχει τελειώσει. Πηγαίνουμε στο «εργοτάξιο», βλέπουμε και ακούμε τους εργάτες και τα μηχανήματα να δουλεύουν, παρακολουθούμε το γιαπί να ανυψώνεται τούβλο το τούβλο και ακόμα δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως όλη αυτή η άμορφη μάζα από οικοδομικά υλικά θα μεταμορφωθεί στον καταπληκτικό χώρο της φαντασίας μας.
Μέσα στον πυρετό της δημιουργίας, μέσα στην ανυπομονησία και την ένταση της ολοκλήρωσης, εκστατικοί περιμένουμε τη μαγική στιγμή, τη στιγμή που η ουτοπία θαχει γίνει πραγματικότητα.
(*) (από το αρχείο του Β. Θεοδωρίδη)