Η Στέλλα Σουτλόγλου από την Καβάλα, είναι μία από τις δύο δασκάλες της μικρής Θύμαινας, στους Φούρνους. 

 

Η Στέλλα τα τελευταία δύο χρόνια υπηρετεί την εκπαίδευση στο νησί της Θύμαινας. Κατάγεται από τη Νέα Καρβάλη. Πριν τη Θύμαινα, εργάστηκε ως εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης σε μαθητή στο φάσμα του αυτισμού στο νησί της Σκύρου και ως εκπαιδευτικός γενικής παιδείας σε τυπική τάξη στο δημοτικό σχολείο των Φούρνων.

 

 

Η Στέλλα μίλησε στο humanstories.gr για την εμπειρία της.

 

Φέτος, ήταν η τελευταία χρονιά της «Δασκάλας Στέλλας» στο νησί της Θύμαινας. Μέσα στο χειμώνα παντρεύεται τον καλό της, κι έτσι δε θα μπορέσει να δηλώσει ξανά το Δημοτικό Σχολείο της Θύμαινας. 

 

Τα μικρά νησιά αποτελούν για την Στέλλα μία πρόκληση. Και η πορεία της σε αυτό το ακριτικό κομμάτι της πατρίδας μας δείχνει πόσο πολύ αγάπησε το μικρό νησί και τους ανθρώπους του. «Είναι μεγάλη τιμή για μένα να υπηρετώ σε τέτοια μικρά νησιά, γι’ αυτό και ήταν συνειδητή η επιλογή μου να έρθω ως εκπαιδευτικός στη Θύμαινα». Μας είχε πει πέρυσι η Στέλλα στο humanstories.gr, όταν για πρώτη φορά ήρθαμε σε επαφή μαζί της.

 

Σε πολύ λίγο, τα σχολεία θα κλείσουν. Και το Δημοτικό Σχολείο Θύμαινας, όπως και όλο το νησί, θα αποχαιρετήσει την «δασκάλα Στέλλα». 

 

Λίγο πριν χτυπήσει αυτό το τελευταίο κουδούνι, ζητήσαμε από τη Στέλλα να μοιραστεί μαζί μας την εμπειρία της στο μικρό Δημοτικό Σχολείο της Θύμαινας. Θέλουμε να αποδείξουμε με αυτό το μοίρασμα πόσο σπουδαίο είναι το έργο ενός εκπαιδευτικού σε τέτοιους μικρούς τόπους. 

 

Πόσο σπουδαίο ρόλο μπορεί να έχει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός σε μία μικρή κοινότητα. Και τα μικρά θαύματα που μπορεί να προκαλέσει, αν φτάνοντας σε αυτούς τους μικρούς τόπους αντιληφθεί ο εκπαιδευτικός τη σπουδαιότητα του.   

 

«Λίγο πριν το τελευταίο κουδούνι, λίγο πριν αποχαιρετίσω αυτό το μικρό σχολείο στη μέση του Αιγαίου ως εκπαιδευτικός του, η αίσθηση που μένει είναι γλυκόπικρη. Η καρδιά σφιγμένη. Τα συναισθήματα ανάμεικτα. 

 

Δύο σχολικά χρόνια στη μικρή Θύμαινα. Δεκαοκτώ μήνες με τις μπονάτσες και τις φουρτούνες της. Και όχι αυτές της θάλασσας. Ούτως ή άλλως η θάλασσα δεν με ξαφνιάζει πλέον, όπως και τους υπόλοιπους ανθρώπους του νησιού. Η θάλασσα συνηθίζεται. 

 

Οι «φουρτούνες» της καθημερινότητας, όμως, τα «απαγορευτικά» εκείνα που άλλοτε απομονώνουν τους ανθρώπους της Θύμαινας, άλλοτε τους απομακρύνουν από την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών, άλλοτε πάλι στερεί από τα παιδιά του νησιού τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με παιδιά της ηλικίας τους έξω από αυτό. 

 

Είναι βιώματα που πάντα θα κρατώ στη μνήμη μου. Κι αυτό γιατί έγινα -πλέον- κομμάτι του νησιού. Ή ακόμη περισσότερο η Θύμαινα έγινε κομμάτι του ίδιου μου του εαυτού». Μας λέει η Στέλλα συγκινημένη. 

 

Και συνεχίζει: «Και μετά έρχεται η μπονάτσα. Πάντα θα θυμάμαι τις πρώτες στιγμές στο νησί, όταν αντάμωσα με τα παιδιά του δημοτικού σχολείου. 

 

Η ανυπομονησία και η περιέργεια στα μάτια τους, η λαχτάρα να γνωρίσουν από κοντά τη «νέα κυρία» ήταν διάχυτη. Αυτή η μικρή ηλιαχτίδα στα μάτια τους, όταν βλέπουν τον δάσκαλο ή τη δασκάλα..

 

Στη Θύμαινα, ο δάσκαλος ή η δασκάλα δεν είναι απλώς ένα πρόσωπο με έναν συμβατικό ρόλο. Είναι πολλά περισσότερα. Είναι το πρόσωπο που φέρνει τον κόσμο λίγο πιο κοντά στα παιδιά και τα παιδιά λίγο πιο κοντά στον κόσμο, που γίνεται η σκάλα, για να ανέβουν τα παιδιά ψηλά και το πρόσωπο που πρέπει να τους θυμίζει ότι φυλούν την καρδιά της Ελλάδας μας ως νέοι ακρίτες. 

 

Κι όταν τα παιδιά αρχίσουν να διεκδικούν ό,τι τους ανήκει, όταν ανοίξουν τα φτερά τους και πετάξουν σ’ άλλες πολιτείες με βάση τις ηθικές τους αξίες, τότε ο κόσμος γίνεται λιγάκι καλύτερος. Αυτό είναι το μεγαλύτερο βραβείο του δασκάλου».

 

Μνήμες σαν φυλαχτό

 

«Το φως στα χαμόγελα των μαθητών και μαθητριών μου σε κάθε νέα δράση, που κάναμε παρέα στην τάξη, που φαίνεται τόσο μεγάλη στα μάτια τους,  είναι κάτι που σίγουρα θα φυλάξω μέσα μου. 

 

Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, τα παιδιά της Θύμαινας αντάμωσαν διαδικτυακά με μαθητές και μαθήτριες από όλη την Ελλάδα, αλληλογράφησαν μαζί τους, έμαθαν για τον κόσμο έξω από τη Θύμαινα, έστειλαν και έλαβαν δώρα, ευχές, αντάλλαξαν εικόνες και βιώματα, έκαναν νέους φίλους και φίλες. Έγιναν αποδέκτες δώρων από ανθρώπους που θέλησαν να αγκαλιάσουν το έργο του σχολείου.

 

Επισκέφθηκαν μουσεία με τη βοήθεια της τεχνολογίας, εκθέσεις και βιβλιοθήκες. Συνομίλησαν με συγγραφείς, ξεκινώντας το ταξίδι τους στον κόσμο του βιβλίου. Ήρθαν κοντά στην Τέχνη, με όλες τις μορφές της. 

 

Εξοικειώθηκαν με την υπολογιστική σκέψη, τη ρομποτική και τη μηχανική. Ασχολήθηκαν ενεργά με το περιβάλλον και τη διαφύλαξη του πρασίνου στο νησί τους μέσα από καθημερινές, βιωματικές δραστηριότητες. Εμπειρίες που έχουν βάλει στη φαρέτρα τους και βαθιά μες στην ψυχή τους. Μαζί κι εγώ.

 

Φεύγοντας από το νησί, θα κρατώ τις μνήμες σαν φυλαχτό. Το μικρό σχολείο, τα παιδιά μου με τις «μεγάλες» ψυχές, τους ανθρώπους του νησιού, που έκανα οικογένεια. Μαζί και τις φουρτούνες.. γιατί χωρίς αυτές δεν έρχεται η μπονάτσα». 

 

Οι τόποι αυτοί, οι μικροί, οι πολλές φορές ξεχασμένοι από την κεντρική Ελλάδα, είναι τόσο σημαντικοί όσο το νερό στη ζωή μας. Τους τόπους αυτούς η κεντρική Ελλάδα τους χρειάζεται περισσότερο από τι οι μικροί τόποι χρειάζονται την κεντρική Ελλάδα. 

 

Κάποια στιγμή δεν πρέπει απλά να το λέμε, αλλά πρέπει να γίνει σκοπός μας και φιλοσοφία μας. Βίωμα, να κρατήσουμε ζωντανά τα μικρά σχολεία της πατρίδας μας.

 

«Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που αποκαλώ τη Θύμαινα «σχολείο». Μου έμαθε πολλά. Ίσως περισσότερα από όσα νόμιζα εξαρχής, όταν πρωτομπήκα στο σχολείο. Έγιναν πολλά, το σχολείο άλλαξε δραματικά, μέσα κι έξω. Τα παιδιά της Θύμαινας πήραν αυτό που αξίζει σε όλα τα παιδιά. 

 

Ένα χαρούμενο, ένα πολύχρωμο κέντρο μάθησης που δεν στερείται τίποτα δεδομένης της γεωγραφικής θέσης του νησιού. Μην ξεχνάμε ότι είναι παιδιά. Ειδικά τα παιδιά της Θύμαινας, όπως και της κάθε κουκίδας της πατρίδας μας, περιμένουν τον δάσκαλο ή τη δασκάλα όπως η άνυδρη γη τη βροχή. Δεν πρέπει να τα απογοητεύσουμε. Αυτά τα σχολεία πρέπει να προσέχουμε «σαν τα μάτια μας». Το οφείλουμε σε αυτά τα παιδιά».

 

Στήριγμα για τα μικρά σχολεία του τόπου μας αποτελεί η ιδιωτική πρωτοβουλία. Χωρίς αυτή τα μικρά σχολεία δύσκολα θα επιβίωναν.  Η υποστήριξη των ανθρώπων είναι τεράστια. Όχι, μόνο υλικά, κυρίως πρακτικά. Στηρίζοντας και βοηθώντας τους μικρούς μαθητές στην καθημερινότητα τους, φροντίζοντας να τους δώσουν το κάτι παραπάνω σε γνώσεις. 

 

Μέσα από την τέχνη και μέσα από την τεχνολογία. Με μόνο σκοπό να τα κρατήσουν ζωντανά. Διότι γνωρίζουν καλά ότι οι μικροί μαθητές σε αυτούς τους μικρούς τόπους, έχουν ανάγκη από περισσότερα ερεθίσματα.  «Το δημοτικό σχολείο της Θύμαινας οφείλει πολλά στην ιδιωτική πρωτοβουλία, σε όλους εκείνους που θέλησαν με λιγοστούς πόρους αλλά με πολλή αγάπη να το υποστηρίξουν. Κι αυτοί δεν ήταν λίγοι. 

 

Εκεί που η κρατική πρωτοβουλία χωλαίνει, εκεί που οι μικρές νησίδες της πατρίδας μας κινδυνεύουν με ερήμωση χωρίς να δίνονται κίνητρα σε νέους ανθρώπους να μην τις εγκαταλείπουν στο βωμό της άνεσης και της ευκολίας των πόλεων, υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που ακόμη στηρίζει και αυτή την όψη της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που μένει και επιμένει, μιας Ελλάδας που απαξιώνεται αλλά στέκεται ακόμη όρθια». Τελειώνει η Στέλλα.

 

Και το ερώτημα που γεννιέται. Θα καταφέρουμε κάποια στιγμή να κρατήσουμε τους νέους σε αυτούς τους τόπους; Θα καταφέρουμε να γεμίσουμε τα μικρά σχολεία μας με μαθητές; 

 

Θα καταφέρουμε να κρατήσουμε τα σχολεία ανοιχτά; 

 

Τα μικρά σχολεία εξαρτώνται αποκλειστικά από το φιλότιμο και την δημιουργικότητα του εκπαιδευτικού. Το επόμενο μεγάλο στοίχημα της Ελλάδας θα έπρεπε μάλλον να είναι αυτό: Πώς θα καταφέρει να αναγεννήσει ξανά τους μικρούς μας παραδείσους.

 

πηγή: humanstories.gr