γράφει ο 

Βασίλης Μυλωνάς

 

Η μπάλα παίζει στο Κατάρ, ο κόσμος μας ένα μπαζάρ,

μιά ανακατωσούρα.

 

Κάποιοι δεν έχουν ούτε φως, ούτε να ζεσταθούνε πώς,

μα εμείς…άλλη σκοτούρα.

 

Ξάπλα πάνω στον καναπέ, βλέπουμε μπάλα με φραπέ

και δε βαριέ-και δε βαριέσαι, αδερφέ!

 

Φέτος αυτό το Μουντιάλ, έγινε σούσουρο, βαϊράλ

κι είναι μες τον χειμώνα.

 

Κι εκεί η έρημη η γη, που ζούνε οι Καταριανοί,

έμοιαζε μ’ αχυρώνα.

 

Μα τα δολάρια με ουρά και όλα γίναν μια χαρά,

γήπεδα, ουρανοξύστες.

 

Καταριανοί με μερσεντές, εργάτες απ’ το Μπαγκλαντές

και άλλοι Ασιάτες,

τρέξαν να πιάσουνε δουλειά, να θρέψουνε τη φαμελιά,

μα βρήκανε δυνάστες.

 

Δουλειά με βούρδουλα, σκληρή και μιά ξεφτίλα πληρωμή

και η ζωή αγέλης.

 

Και το Κατάρ βάζει εμπρός, φυτρώνουν γήπεδα σωρός,

η εργατιά στενάζει.

 

Αιχμαλωσία η ζωή, ζέστη ανυπόφορη πολλή,

μα λένε, δεν πειράζει!

 

Οι Εμίρηδες στον καναπέ, με αιρκοντίσιον και φραπέ

και δε βαριέ-και δε βαριέσαι, αδερφέ!

 

Οι εργάτες πέφτουν σωρηδόν, γίνεται ο Αρμαγεδδών,

επάνω στα καλούπια.

 

Και λέει η ΦΙΦΑ, μπα τι θες; Αυτά γινόταν και προχθές!

Τους βλέπει σαν κουνούπια.

 

Κι ο Ινφαντίνο όλο χαρές, που θα αρχίσουν οι γιορτές.

Και δε βαριέ-και δε βαριέσαι, αδερφέ!

Εργάτες χάνουν τη ζωή, μα…ευτυχώς δεν είν’ πολλοί,

εξίμισι χιλιάδες.

 

Και σε πατρίδες μακρινές, οι φαμελιές τους ορφανές

και κλαίνε οι μανάδες.

 

Του πεθαμένου ο μισθός, ευθύς ξεχνιέται και αυτός,

απ’ τους…Καταρ-αμένους.

 

Η μπάλα, όμως, κατρακυλά, τα εκατομμύρια πολλά,

που τρέχουνε στη ΦΙΦΑ.

 

Μα άλλοι θα τα μοιραστούν, οι ξένοι εργάτες θα διωχθούν,

δεν είναι στην ταρίφα.

 

Ας τσακιστούνε, μα το ναι, γι’ αυτούς δεν έχει ρεφενέ.

Και δε βαριέ-και δε βαριέσαι, αδερφέ!

 

Σαν μπάλα κι η ζωή κυλά, πάλι ο Ρετζέπ με σαματά,

τους Κούρδους βομβαρδίζει.

 

Καίει καλύβες και χωριά, σκοτώνει γέρους και παιδιά,

σαν στάχυα τους θερίζει.

 

Μα οι τρανοί στον καναπέ, βλέπουν μπάλα, με καφέ.

Και δε βαριέ-και δε βαριέσαι, αδερφέ!

 

Κι ο Πούτιν που…χοροπηδά, για ημίχρονο δε σταματά,

χτυπάει απλούς πολίτες.

 

Βουλιάζει και η Κιβωτός, χειμώνας κι ο κόσμος καυτός,

τον καίνε οι αλήτες.

 

Μα εμείς, παιδιά, στον καναπέ, τσίπουρο, μπάλα και μεζέ.

Και δε βαριέ-και δε βαριέσαι, αδερφέ!

 

Θα ’λεγε ο Κώστας ο Χατζής, ο δικτάτορας ο…Καταρτζής,

τη ΦΙΦΑ κουμαντάρει.

 

Του Ινφαντίνο χαλινό, του ’βαλε πολύ ακριβό,

δολάρια τσοντάρει.

 

Πολλοί ρετάρουν, τι το θες; Μα…έχει μίζα ο ρεφενές.

Θα τα πληρώσει ο καναπές, με μπύρα και τσιπς για μεζέ.

Και δε βαριέ-και δε βαριέσαι, αδερφέ!