γράφει ο 

Βασίλης Αθ. Μυλωνάς

 

Βολοντιμίρ Ζελένσκι μου, από την Ουκρανία,

που στη Βουλή μας έριξες, κεραυνό εν αιθρία!

 

Εμείς σε περιμέναμε, με ανοιχτές αγκάλες,

μα, εσύ μάς παρουσίασες, σφηνάκι, φάτσες άλλες!

 

Είπες στην ομιλία σου, για μιά παρενθεσούλα

και τους…οπισθοχούφτιασες, Κυριάκο και Τασούλα!

 

Μας έπαιξες στο βίντεο, μες στο δικό μας σπίτι,

έναν σκληρό νεοναζί, ταγματοαζοφίτη!

 

Απ’ τη στρατιά που έχει σκοπό, σαπούνι να μας κάνει

κι όπου φοράνε σβάστικες, περήφανα στα κράνη!

 

Όπου βαδίζουνε πιστά, στου Χίτλερ τα αχνάρια,

αλλά…είναι της Οδησσού, Έλληνες παλικάρια! 

 

Βολόντιμίρ μου, μάθε το, αν θες να ’μαστε φίλοι,

εμείς, τέτοιους, στη φυλακή, τους έχουμε όλους στείλει!

 

Και δε χωρά μες στη Βουλή, λόγος τους ούτε εικόνα

κι αυτό, αν είναι δυνατόν, στον άπαντα αιώνα!

 

Όπως κι εσάς, έτσι κι εμάς, το έφερε η μοίρα

και έχουμε απ’ τους ναζί, πικρή μεγάλη πείρα!

 

Μας σάρωσαν, μας τσάκισαν, αθώους εκτελέσαν

και από πείνα τεχνητή, κορμιά χιλιάδες πέσαν!

 

Ό,τι είχανε οι τράπεζες, σαν δάνειο τα ληστέψαν

και για δυο μπύρες δροσερές, μετά τα επιστρέψαν!

 

Κι εσύ τώρα αγκαλιάζεσαι, με τούτα τα καθήκια

κι ας έχουνε χιτλερικά, σήματα στα μανίκια!

 

Στο σπίτι σου, Βολοντιμίρ, ό,τι σου κόψει κάνε,

αλλά σ’ εμάς οι φάτσες τους, να ξέρεις δε χωράνε!

 

Τώρα, στην ομιλία σου, που ’κανες στη Βουλή μας,

είπες για τον ηρωισμό, που έχει η φυλή μας!

 

Για Θερμοπύλες μίλησες και για τον Λεωνίδα,

που με τριακόσους έπεσε, να σώσει την πατρίδα!

 

Είπες για τη Μαριούπολη, για Ελληνισμό αιώνων,

που μαζί με τους Ουκρανούς, περνάνε τώρα πόνο!

 

Και ότι την κατάστρεψαν, οι βάρβαροι οι Ρώσοι

και τους εγκλωβισμένους ποιος, μπορεί να τους γλιτώσει;

 

Πρόεδρε, με τον λόγο σου, πόνεσε η ψυχή μου,

που του πολέμου ζω ξανά, τη φρίκη στη ζωή μου!

 

Δε θέλουμε τον πόλεμο, σ’ όλα της γης τα μέρη,

αλλ’ ούτε και δικτάτορες, με βούρδουλα στο χέρι! 

 

Βοήθεια μάς γύρεψες, σίγουρα θα την έχεις,

θα σε υποστηρίζουμε, όσον καιρό αντέχεις!

 

Αλλά δεν αξιώθηκες, να πεις ούτε μια λέξη,

που η Κύπρος η μαρτυρική κι εκείνη έχει μπλέξει!

 

Που την πατά ο τουρκαλάς, τώρα μισόν αιώνα,

αφού τηνε κουτσούρεψε, με άνισον αγώνα!

 

Κι όταν…τηλεομίλησες και μες στη Λευκωσία,

γιατί σού κόπηκε η γραμμή, από ευαισθησία;

 

Όταν σού ’λεγε η πρόεδρος, για προσφυγιά και κρίμα,

εσένα, προεδράκο μου, σού κόπηκε το σήμα!

 

Δεν θα σου άρεσε ν’ ακούς, για τούρκους κι Ερντογάνη,

ποιοι μπήκανε στην Κύπρο μας, μήπως οι Ινδιάνοι;

 

Ανάφερες την Οδησσό, για Φιλική Εταιρεία,

μιά λέξη, όμως, δε σταύρωσες, για την Τουρκοκρατία!

 

Πρόεδρε, είσαι αφελής, όπου του δίνεις χέρι,

από φιλίες κι έρωτες, ο Ερντογάν δεν ξέρει!

 

Που στους εχθρούς σου άνοιξε, πλατιά την αγκαλιά του

και σε πουλάει πάμφθηνα, για τα συμφέροντά του!

 

Και τέλος, ας το ξαναπώ, βοήθεια θα έχεις,

μα, τούρκους και νεοναζί, λίγο να τους προσέχεις!