γράφει ο 

Νίκος Κοτζιάς

 

Από τις εξελίξεις στο Ουκρανικό, μπορούν να εξαχθούν ορισμένα πρώτα συμπεράσματα:

 

Πρώτον, η γεωπολιτική επέστρεψε. Ο κόσμος διανύει μια εν δυνάμει μεταβατική περίοδο η οποία θέλει προσοχή διότι, όπως θα έλεγε ο Γκράμσι, γεννά τέρατα, όπως είναι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η έλλειψη αντίστασης από πλευράς Κιέβου, η ουσιαστική άρνηση της Δύσης να κάνει ότι μπορούσε για να στηρίξει την Ουκρανία. Ακόμα και στις κυρώσεις, η Δύση «θέλει να είναι σκληρή, αλλά όχι και πολύ».

 

Δεύτερον, ήταν μεγάλο λάθος που μετά το 1989 δεν διαμορφώθηκε μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη με την συμφωνία όλων των πλευρών. Οι νικητές του ψυχρού πολέμου δεν κατανόησαν την σημασία να συμπεριλάβουν την Ρωσία στις όποιες λύσεις, αντί να επιδιώκουν να την θέσουν στο περιθώριο.

 

Τρίτο, ο μεγάλος χαμένος της εξελισσόμενης σύγκρουσης είναι η ΕΕ. Δια της απουσίας της, απέδειξε -με τρόπο αρνητικό- τη σημασία που έχει το να διαθέτει κανείς αντίληψη, μέσα και εργαλεία της γεωπολιτικής. Προσθέτω δε, ότι είναι θεσμικά παντελώς απροετοίμαστη για να δεχτεί το επερχόμενο νέο κύμα προσφυγιάς.

 

Τέταρτο, ηττημένο είναι, επίσης, το Διεθνές Δίκαιο και οι διεθνείς θεσμοί όπως είναι ο ΟΗΕ, ενώ η συμφωνία του Μινσκ ενταφιάστηκε. Εξέλιξη αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα που έδειξε να μην αντιλαμβάνεται ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας, ο οποίος επιπόλαια έδωσε δημόσιες διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επέμβει η Ρωσία στην Ουκρανία, ενώ, επιπλέον την προσκάλεσε ανοήτως να μεσολαβήσει ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.

 

Πέμπτο, ο μεγάλος κερδισμένος των τελευταίων ημερών είναι η υποκρισία και η πολιτική των δύο μέτρων και σταθμών. Αυτά που κάνει η Ρωσία στην Ουκρανία, τα επιχειρήματα και οι δικαιολογίες που επικαλείται προσομοιάζουν στην συμπεριφορά των ΗΠΑ, όταν κάναν προκλητικές επεμβάσεις, και της Τουρκίας όταν εισέβαλε στην Κύπρο. Επιπλέον, δεν μπορεί κανείς να στηρίζει την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και να μην αντιλαμβάνεται ότι με αυτό τον τρόπο υπονομεύει τη διεθνή θέση της Κύπρου.

 

Έκτο, αυτό που έκανε ο Πούτιν, ήταν η αναγνώριση παιδιού από παράνομο δεσμό που, όμως, δεν είναι δικό του. Πρώτα κατασκεύασε με τα όπλα του δύο «ανεξάρτητες λαϊκές δημοκρατίες» μπας και συγκινηθούν ορισμένοι «αριστεροί» και κατόπιν τις αναγνώρισε προς δόξα της ευρωπαϊκής νεοδεξιάς. Τις δημιούργησε και μετά έκανε εισβολή για να τις «στηρίξει» και μεθαύριο, αν νομίζει ότι το χρειάζεται, θα τις ενσωματώσει, στο μοτίβο, ότι το τι επιτρέπεται στη διεθνή σκηνή δικαιούται να το αποφασίζει μόνος του.

 

Έβδομο, η Ρωσική εισβολή, η πολιτική Πούτιν, είναι «η άρνηση του Λενινισμού» και η συνέχεια της πολιτικής του Τσάρου. Δεν έχει κανείς παρά να κοιτάξει τους τέσσερεις διαμελισμούς που επέβαλε ο Τσάρος στην Πολωνία στα τέλη του 18ου αιώνα και στην Συμφωνία της Βιέννης το 1815 για να καταλάβει.

 

Η Ρωσία με συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις στην Πολωνία κατά την δεκαετία του 1770 προκάλεσε σε αυτήν χάος και της αποδιοργάνωσε το θεσμικό σύστημα.

 

Στόχος της ήταν, σε συμμαχία με την Πρωσία και την Αυστροουγγαρία, να παραλύσει την Πολωνία και να την οδηγήσει στην παρακμή. Με τους διαμελισμούς που επέβαλαν την εξαφάνισαν ως κράτος από το 1795 μέχρι το 1918 (με εξαίρεση το 1807-1815 όταν δημιουργήθηκε από τον Ναπολέοντα το συρρικνωμένο «Δουκάτο της Βαρσοβίας»). Αρχικά μετέτρεψε η Ρωσία την Πολωνία σε Μοναρχία, απευθείας υπό τον Τσάρο και στη συνέχεια σε ντε φάκτο αποικία της. Πεποίθησή μου είναι ότι η Ρωσία του Πούτιν θα επιδιώξει να κινηθεί στη συνέχεια σε αυτή τη γραμμή για το Ουκρανικό.

 

Όγδοο, προκύπτει το ερώτημα, πώς η Ρωσία μπορεί και κάνει τέτοια «γεωπολιτικά παιχνίδια» όταν το ΑΕΠ της είναι μόλις το 7,2% εκείνου των ΗΠΑ, μόλις κοντά σε εκείνο της Ισπανίας;

 

Την εξήγηση μας την έδωσε στη δεκαετία του 1860 ο Καρλ Μαρξ μέσω των αναλύσεών του για τις «διπλωματικές νίκες της τσαρικής Ρωσίας» απέναντι στην μεγαλύτερη αυτοκρατορία της ιστορίας, την Βρετανική, το τότε «εργαστήρι του καπιταλισμού». Ο Μαρξ εξήγησε ότι την ρωσική διπλωματία την διέκρινε μια αδίστακτη αποφασιστικότητα, που παρέπεμπε στην μογγολική-ταταρική κληρονομιά του τσαρισμού.

 

Την διέκρινε η κατοχή συστηματικών γνώσεων και διαμόρφωση λεπτομερών σχεδίων, ενώ ψυχολογούσε, κατά κανόνα, ορθά τους αντίπαλούς της. Αντίθετα, οι τότε Δυτικοί, συνέχιζε διεισδυτικά ο Μαρξ πριν 155 χρόνια, διακρίνονταν για την αναποφασιστικότητά τους, τους δισταγμούς, τα μεγάλα λόγια για το κοινό, χωρίς πρακτική ουσία.

 

Η Δύση, τότε όπως και σήμερα, αδυνατεί να αξιολογήσει την πολιτική πρακτική της Ρωσίας. Σημειώνω, ακόμα, ότι ο Μαρξ αντιπαθούσε βαθιά το στρατηγείο της ευρωπαϊκής αντεπανάστασης, τον Τσαρισμό, είχε, όμως, μεγάλη αδυναμία στο επαναστατικό ρωσικό κίνημα, για χάρη του οποίου έμαθε Ρωσικά.

 

Ένατο, οι εξελίξεις στην Ουκρανία απέδειξαν τον μεγάλο ρόλο που παίζουν οι προσωπικότητες και οι επιλογές ηγεσιών στις πιο διαφορετικές χώρες. Ο Πρόεδρος της Πολωνίας, επί παραδείγματι, είναι πολύ λίγος, από άποψη ιδιοτήτων, γνώσεων, πείρας και αποφασιστικότητας Το ίδιο ισχύει και για την σημερινή ηγεσία της ΕΕ.

 

Δέκατο, η νεοδημοκρατική εξωτερική πολιτική και ως προς το Ουκρανικό, έχει παντελή έλλειψη στρατηγικής σκέψης. Όλα τα σοβαρά ζητήματα τα μετατρέπει σε επικοινωνιακά παιχνίδια με την στήριξη των ολιγαρχών και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

 

Ενδέκατο, η κυβέρνηση με την ανευθυνότητα που την διακρίνει, θέλει να χρεώσει στην Ουκρανική κρίση όλο το κύμα ακρίβειας που έχει κατακλύσει τη χώρα και για το οποίο μεγάλη ευθύνη έχει και η πολιτική της. Μια πολιτική που επέτρεψε την κατάργηση του East-Med ακριβώς στην εποχή που αυτός ο αγωγός φυσικού αερίου ήταν όσο ποτέ άλλοτε απαραίτητος, ενώ άστοχα έκλεισε τους Λιγνίτες προκειμένου να αποκομίσουν τα «Χρυσά αγόρια της» περισσότερα κέρδη.