Για την κατάσταση που βρίσκεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας, την πίεση που δέχεται αλλά και «τη σύναψη σύμβασης με ιδιωτική κλινική, η οποία θα "νοικιάζει" στο Νοσοκομείο Καβάλας νοσηλευτές» αναφέρεται σε ανακοίνωσή του η Νομαρχιακή Επιτροπή Καβάλας του ΣΥΡΙΖΑ. 

 

Αναλυτικά η ανακοίνωση:

 

«Από την πρώτη στιγμή που η πανδημία έκανε την εμφάνισή της στην χώρα μας, έγινε αντιληπτό ότι για να μπορέσουμε να την αντιμετωπίσουμε, χρειαζόμαστε το Δημόσιο Σύστημα Υγείας- μιας που οι ιδιώτες φρόντισαν να κάνουν σαφές ότι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτό το έργο. Αυτό, άλλωστε, τόνισαν σε δηλώσεις τους, τόσο ο Υπουργός Υγείας, όσο και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.  

 

Στην συνέχεια, και ενώ για ενάμιση χρόνο το ΕΣΥ ανταπεξήλθε στην αντιμετώπιση της νόσου χάρη στην αυτοθυσία την υγειονομικών, η κυβέρνηση ξέχασε τις αρχικές δηλώσεις στήριξης και τα χειροκροτήματα για τους υγειονομικούς, οι οποίοι πλήρωσαν ακόμα και με νεκρούς την αυτοθυσία που επέδειξαν, και σταδιακά επανήλθε στο αρχικό της σχέδιο: στη διάλυση του Συστήματος Υγείας και των δομών του. Κύριο εργαλείο σε αυτή της την εμμονή είναι η «συνεργασία» του Δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα.  

 

Έτσι φτάσαμε στο σημείο να συζητούμε σήμερα τη σύναψη σύμβασης με ιδιωτική κλινική, η οποία θα «νοικιάζει» στο Νοσοκομείο Καβάλας νοσηλευτές. Πάντως, είναι απορίας άξιο πώς μπορεί μια κλινική να αφαιρεί από το δυναμικό της περίπου 20 εργαζόμενους και να συνεχίζει να παρέχει υπηρεσίες. Προκύπτει, επίσης, το ερώτημα σε ποιες θέσεις και σε ποιες κλινικές θα κληθεί να εργαστεί το εν λόγω νοσηλευτικό προσωπικό.

 

Δεν αποτελεί δικαιολογία η άρνηση των υποψήφιων επικουρικών νοσηλευτών να καλύψουν  τις κακοπληρωμένες και πρόσκαιρες θέσεις που προκήρυξε το Νοσοκομείο. Γιατί ,εάν είχε γίνει αντιληπτή η κρισιμότητα της κατάστασης, οι θέσεις που προκηρύσσονται έπρεπε να είναι μόνιμες.  Εξάλλου, τα κενά σε Νοσηλευτικό και Ιατρικό προσωπικό είναι τόσο μεγάλα που είναι υποχρέωση της πολιτείας να τα καλύψει με μόνιμες προσλήψεις και όχι να ψάχνει για μπαλώματα της τελευταίας στιγμής, με τρίμηνες συμβάσεις.

 

Το δικό μας σχέδιό, λαμβάνοντας υπόψη και τα δεδομένα της πανδημίας, προβλέπει:

 

Γενναία αύξηση της χρηματοδότησης του ΕΣΥ με δύο δισ. από τον κρατικό Προϋπολογισμό και επιπλέον ένα δις από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Με προοπτική σε βάθος τετραετίας να προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε δαπάνες για την υγεία, που είναι στο 7% του ΑΕΠ.

 

Ριζική αναδιαμόρφωση του μισθολογίου του ιατρικού προσωπικού, ώστε να καταπολεμήσουμε το brain drain, με τον εισαγόμενο μισθό για τον πρωτοδιόριστο γιατρό στα 2.000 ευρώ. Και ανάλογη προσαρμογή στις υπόλοιπες βαθμίδες.

 

Άμεση πρόσληψη 5.500 μόνιμων υγειονομικών σε αντικατάσταση όσων αποχώρησαν από το σύστημα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο χωρίς να αντικατασταθούν.

 

• Την πρόσληψη επιπλέον 10.000 μόνιμων υγειονομικών σε βάθος τριετίας.

 

Μονιμοποίηση στο ΕΣΥ του συνόλου του υγειονομικού προσωπικού που έδωσε και δίνει τη μάχη με αυταπάρνηση και αυτοθυσία, τη μάχη κατά της πανδημίας.

 

• Την ένταξη των υγειονομικών εργαζόμενων στο καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών. Γιατί αν αυτοί δεν δικαιούνται αυτό το καθεστώς ποιοι άραγε το δικαιούνται;

 

• Την ιδιαίτερη ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας με τριπλασιασμό των δομών ΤΟΜΥ.

 

Από τις 127 που λειτουργούν σήμερα και εμείς τις ανοίξαμε – όταν μας χλεύαζε τότε ο κ. Μητσοτάκης ότι θέλουμε να κάνουμε την Ελλάδα Σοβιετική Ένωση- σήμερα έχουμε στόχο να πάμε στις 380 ΤΟΜΥ σε όλη τη χώρα. Διότι αν δεν δώσουμε έμφαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα Υγείας δεν θα μπορούμε να έχουμε ένα διαφορετικό ΕΣΥ.

 

• Στην εδραίωση του θεσμού του οικογενειακού γιατρού σε όλη την επικράτεια και για όλους τους πολίτες.

 

• Στη λειτουργία ανά δήμο Πολυδύναμων Κέντρων Υγείας.

 

• Σε ένα δίκτυο Ολοκληρωμένης κατ` οίκον Φροντίδας.

 

Μετά την πανδημία, το Νέο ΕΣΥ αποτελεί πλέον εθνική επιταγή».