Στα τέλη του ’60 ο κυρ- Βασίλης ξεκινά με το κάρο του από τη Γερακινή Χαλκιδικής και μετά από μιάμιση μέρα ταξίδι, φτάνει στην αποβάθρα όπου είχε σταθμεύσει η εστιάμαξα του Oριάν Εξπρές (Orient Express), προκειμένου να παραδώσει τα προϊόντα παραγωγής του, που θα τροφοδοτήσουν την κουζίνα της αμαξοστοιχίας.

 

Είναι μια από τις πρώτες χρονιές που το βαγόνι-ρεστοράν του θρυλικού τρένου περνά από τους Βέλγους σε ελληνικά χέρια και εξυπηρετεί και ελληνικό κοινό σε εσωτερικά δρομολόγια όπως το Αθήνα-Ειδομένη, κουβαλώντας την τεράστια ιστορία του και έχοντας πάντα υψηλές προδιαγραφές στην κουζίνα του με την επιλογή των πρώτων υλών να αποτελεί “ιεροτελεστία”.

 

Κατάκοπος και φορτωμένος με την πραμάτεια του ο κυρ- Βασίλης, ξεφορτώνει τα εμπορεύματα, με τους βοηθούς του αρχι-σεφ να διαπραγματεύονται την τιμή τους. Κάνει παζάρια και προσπαθεί να πουλήσει σε όσο πιο καλή τιμή γίνεται τα λαχανικά και τα φρούτα του που είναι φρέσκα και πρώτης ποιότητας. Γνωρίζει πως οι μάγειρες του θρυλικού βαγονιού έχουν την ιδιαιτερότητα να διαλέγουν προϊόντα γεμάτα άρωμα, γεύση και χρώμα από Ελλάδα.

 

Την σκηνή βγαλμένη από τη δεκαετία του ’60, περιγράφει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Μανώλης Στράτος, σεφ και υπεύθυνος τύπου της Λέσχης Αρχιμαγείρων Θεσσαλονίκης, όπως του τη διηγήθηκε ο προπάππους του Βασίλης, παντοπώλης της εποχής και πολυπράγμων, που έβγαζε το μεροκάματο με ταξίδια που διαρκούσαν μέρες για να παραδώσει τα προϊόντα στο θρυλικό τρένο.

 

“Όπως μου έλεγε ο προπάππους μου, στην κουζίνα της εστιάμαξας προτιμούσαν τα προϊόντα από τη Βόρεια Ελλάδα και κάθε φορά που σταματούσε εδώ η αμαξοστοιχία, προμηθεύονταν από τον ίδιο και λιγοστούς ακόμη παραγωγούς της εποχής, ό,τι καλύτερο. Οι σεφ δοκίμαζαν, μύριζαν και επέλεγαν. Αυτό έκανε και τη διαφορά στην γνωστή κουζίνα του Oριάν Εξπρές, που αγόραζε πολύ καλές πρώτες ύλες σε όποια στάση έκανε το τρένο. Επειδή η μαγειρική κουλτούρα στα Βαλκάνια ήταν πολύ ανεπτυγμένη, έβρισκε φρέσκα και ποιοτικά υλικά”, αναφέρει ο κ. Στράτος.

 

Δείτε περισσότερα ΕΔΩ