γράφει ο 

Βασίλης Μυλωνάς

 

Αντίο Μίκη. 

 

Ναι, είν' αλήθεια Μίκη μου, το μάτια σου έχεις κλείσει 

κι αιώνια κληρονομιά, στον κόσμο έχεις αφήσει.

 

Η γη είναι ολόκληρη σε μήκη και σε πλάτη,

με νότες που εσύ χάραξες κι εμπνεύστηκες γεμάτη.

 

Οι μελωδίες σού 'ρχονταν, σαν τη βροχή με οκάδες 

Κι όλους τους μουσικόφιλους τους έκανες Ζορμπάδες.

 

Τόλμησες μελωποίησες, Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη,

να τραγουδιέται η ποίηση, χρόνια σε κάθε σπίτι.

 

Ψαχνόσουνα από παιδί, για Ελευθερία, Ειρήνη 

και έδινες το είναι σου, για την Δικαιοσύνη.

 

Μα έλα που ήταν οι καιροί, σκληροί και μπερδεμένοι 

και σαν κι εσένα βρέθηκαν, κι άλλοι φυλακισμένοι.

 

Και μες στις εξορίες σου, τα όσα έχεις περάσει, 

στους "Δρόμους του Αρχάγγελου", εκεί τα 'χω διαβάσει.

 

Κι επέζησες, δεν σώπασες κι άρχισες τις...καντάδες,

μα πάλι τα τραγούδια σου, σε βάλαν σε μπελάδες.

 

Ήρθε η Χούντα και με μιάς, για να σε φάει γυρεύει 

και όλη σου τη μουσική, ευθύς απαγορεύει.

 

Κι εσένα...για διακοπές, στον Ωρωπό σε στέλνουν 

και εκεί μετά μουσικής, σού δείχνουν πώς να ψέλνουν.

 

Έτσι είναι Θεοδωράκη μου, άνευ φιλοσοφίας, 

αυτό είναι το...χάρισμα, κάθε δικτατορίας.

 

Ρίχνει κόσμο στη φυλακή, τα στόματά μας κλείνει 

και σε κανέναν κερατά, λογαριασμό δε δίνει.

 

Και δεξιά κι αριστερή, κάθε δικτατορία, 

είναι το όπιο του λαού, συζήτηση καμία.

 

Τώρα έχουμε τον Κιμ Γιονγκ Ουν και τη Λευκορωσία, 

τον γείτονα εξ Ανατολών, με πλείστα προσωπεία.

 

Σ' εμάς η Χούντα ψόφισε κι αναστηθήκαμε όλοι,

της μουσικής σου άνθισε, ξανά το περιβόλι.

 

Κι ύστερα στην πολιτική, μάς μπέρδεψες λιγάκι,

όταν έγινες υπουργός, του γέρου Μητσοτάκη.

 

Μα γρήγορα τα μπίστηξες, αυτά τα υπουργιλίκια

και γύρισες στη μουσική, σήκωσες τα μανίκια.

 

Και έκτοτε για όλους μας, ήσουνα πάλι ο Μίκης,

αυτός που αγαπούσαμε κι όχι της...καταδίκης.

 

Άλλοι παλιά αν σου δώσανε, μ' έχθρα μαύρη κατάρα,

τώρα κάποιοι σε είπανε, δεύτερο Τσε Γκεβάρα.

 

Παρόλα σου τα βάσανα, της ταραγμένης ζήσης,

ολίγο, Μίκη, έλειψε, να τα εκατοστήσεις.

 

Μα ήρθε η ώρα η κακή, φεύγεις από κοντά μας 

και άφησες παντοτινή, βουνά κληρονομιά μας.

 

Και τώρα που σε βάλανε, νεκρό μες στο ψυγείο,

τρικούβερτο έχουμε καβγά, για "ποιο" νεκροταφείο.

 

Άλλοι σε θέλουν στα Χανιά και άλλοι στο...Βραχάτι,

να δούμε, Μίκη, τελικά, πού θα 'βρεις το ραχάτι.

 

Η Μαργρίτα, η Μαργαρώ, η χιλιοτραγουδισμένη,

στην Κρήτη λέει δε θα σε πάει και είναι ορκισμένη.

 

Μα ο δήμαρχος του Γαλατά, παλιές γραφές μάς δείχνει,

πως πρέπει να ταφείς εκεί και φταίξιμο της ρίχνει.

 

Γι' αυτό, Μίκη, ας τρέξουμε, στη σολομώντεια λύση, 

στη μέση να σε κόψουνε κι ας είναι παρά φύση.

 

Εξάλλου όλη σου η ζωή, ήταν μια τρικυμία,

τι θα 'βλαπτε στο θάνατο, αυτή η παρανομία;