γράφει ο 

Κώστας Χατζηεμμανουήλ 

 

1917. Το Άγιον Πάσχα εφέτος έπεσε ενωρίς. Την Παρασκευή, παραμονή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ήτο ο τελευταίος των χαιρετισμών. Τα χαράματα λεπτό στρώμα χιονιού είχεν σκεπάσει τους τρούλους του καθολικού και τις πλάκες από σχιστόλιθο που κάλυπταν τα κελιά του μοναστηριού της Κοσινίτσας.

Στο Παγγαίο η δριμνιά ανάσα του χειμώνα μας δυσχέραινε τα ξωμάχα διακονήματα και οι Τούρκοι λίγες μέρες πριν πλιατσικολόγησαν άγρια τα δοχεία (αποθήκες) και τα κελάρια της μονής. Έπεσε μαύρη πείνα στο μοναστήρι.

 

Ο Ηγούμενος της, ήτο ο Ιερομόναχος Νεόφυτος. Εμένα με είχεν ορίσει Σκευοφύλακα και Βιβλιοθηκάριο ως κατέχοντα γραφήν και ανάγνωσιν. Δεν ήμουν ο μοναδικός σκευοφύλαξ, κλειδιά κρατούσαν άλλοι τρεις μοναχοί. Ένα πρωινό, αρχές του Μάρτη ήταν, έστειλε να με φωνάξουν στη μεγάλη πύλη της μονής ο πορτάρης. Πήγα.

 

- Τι με θες ; τον ρωτάω. Είχε μουσαφίρη.

-Να πας τον κύριο καθηγητή από δω, στον ηγούμενο .Έχει ειδική άδεια να επισκεφθεί και να μελετήσει τη βιβλιοθήκη και το θησαυροφυλάκιο.

-Πούθε έρχεται;

-Αυστριακός λεν τα χαρτιά του, διδάσκει αρχαιολογία στη Σόφια, στο Πανεπιστήμιο.

–Κοπιάστε, του λέω, κύριε ….

– Σις, συμπληρώνει εκείνος, Βλαδίμηρος Σις.

- Μιλάτε ελληνικά;

- Τα έχω σπουδάσει.

 

Τον οδήγησα στο αρχονταρίκι. Ο αρχοντάρης τον τρατάρισε ρακή και λουκούμι. Έστειλε τον παραρχοντάρη που τον είχε για τα θελήματα και ειδοποίησε τον ηγούμενο, σε λίγο μαζεύτηκαν και οι άλλοι τρείς σκευοφύλακες. Έμεινε κάμποσο στο μοναστήρι. Τον φιλέψαμε , τον κοιμίσαμε , του ανοίξαμε το θησαυροφυλάκιο, την βιβλιοθήκη, τις κρύπτες.

 

Του δείξαμε τα χειρόγραφα τα βυζαντινά. Περγαμηνές, χάρτες, τετραβάγγελα, βίους αγίων, ψαλτήρια ,πράξεις, Ευαγγέλια, Συναξάρια, Μαρτυρολόγια. Τα κατέγραψε ένα προς ένα. Σύνταξε καταλόγους και σκάρωσε σχεδιαγράμματα, χάρτες και κατόψεις. Σαν τέλεψε, συγκέντρωσε μέσα σε μια δερμάτινη σάκα τα χαρτιά του όλα, καβάλησε τη μαύρη του φοράδα και πήρε τον κατήφορο για τον κάμπο της Δράμας.

 

Πίσω του ο πορτάρης έκλεισε με δύναμη τις ξύλινες μαντρόπορτες της Κοσινίτσας, έβαλε το βαρύ μάνταλο από πίσω και το δοκίμασε αν έπιασε στη θέση του. Ο ηγούμενος δεν έβρισκε ησυχία.

 

Το κομποσκοίνι τυλιγμένο σφιχτά γύρω από το δεξί του χέρι, άσπριζε τα δάχτυλα από την πίεση. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα κρέμονταν στο ρυτιδιασμένο του κούτελο. Περπατούσε νευρικά πάνω στο λιθόστρωτο δάπεδο της εσωτερικής αυλής και μονολογούσε. Εγώ βόλευα το μεγάλο κλειδί του σκευοφυλακίου στη θέση του.

 

Το κρέμασα στον λαιμό μου με ένα χοντρό πέτσινο κορδόνι και το έχωσα μέσα στον κόρφο μου. Κίνησα να πάω στο κελί μου για να ετοιμαστώ για τον εσπερινό όταν τον άκουσα που με φώναζε : Συμεών, για ζύγωσε που σε θέλω. Πάρε μαζί σου τον αναγνώστη και έναν ακόμη από τους σκευοφύλακες και σας περιμένω στο κελί μου. Πήγαμε.

 

–Μπείτε και κλείστε καλά την πόρτα, μας είπε.

– Αυτός ο άνθρωπος εμένα δεν μου γέμισε το μάτι , έλεγε και ξανάλεγε για τον Βλαδίμηρο Σις. Να κάνουμε μια επιτροπή να πάμε στη Δράμα, να φτάσουμε ως τον κομαντάν να μιλήσουμε στον στρατηγό Δάνεφ, να στείλει στη Μονή ένα απόσπασμα οπλισμένων να τη φυλάνε. Είδατε τι πάθαμε τις προάλλες με τους Τούρκους, φοβάμαι μη έρθουν τα χειρότερα.

 

Επιτροπή από καλόγερους της μονής την άλλη κιόλας μέρα επισκεφτήκαμε στο φρουραρχείο της Δράμας τον στρατηγό Δάνεφ. Εκείνη την ώρα στο γραφείο του ήταν και ο οπλαρχηγός Πανίτσας, κάπνιζαν, πίναν σλίβοβα και συζητούσαν. Μόλις μπήκαμε, διέκοψαν την κουβέντα. Μας καλοδέχτηκαν. Μας δώσαν καρέκλες και επέμεναν να μας τρατάρουν σλίβοβα και μεντοβίνα. Δεν ήπιαμε. Αμέσως περάσαμε στο θέμα.

 

– Έχουμε ανάγκη από ένοπλη προστασία, είπαμε, στρατηγέ μου. Κινδυνεύουμε εκεί στην άκρη του Θεού. Είμαστε στο έλεος των ληστών. Τις προάλλες μας ξεγύμνωσαν. Δεν μας αφήκαν σπυρί καλαμπόκι, να’χουμε να φάμε ένα κομμάτι μπομπότα.

 

Του φάνηκαν οι φόβοι μας υπερβολικοί . Δεν του περίσσευε στρατός για να στείλει να φυλάει και τα μοναστήρια. Όσο για το πλιάτσικο, το χαρακτήρισε μεμονωμένο συμβάν.

 

–Άσε θα το αναλάβω εγώ , είπε ο Πανίτσας, φτιάχνοντας στο στήθος του τα σταυρωτά φυσεκλίκια. Το’πε και το’ κανε. Δέκα αρματωμένοι κομιτατζήδες πιασαν τα πόστα γύρω από το μοναστήρι. Ήρθε η Κυριακή των Βαΐων. Κυριακή της ψαροφαγίας. Φάγαμε ψάρια από την Κερκίνη φιλέψαμε και τους κομιτατζήδες.

 

Ξημέρωσε Μεγάλη Βδομάδα. Ατμόσφαιρα βαριά, πένθιμη. Το πρωί της Μεγαλοδευτέρας 27 Μαρτίου κύλησε ήσυχο. Οι κομιτατζήδες δεν δίναν δικαιώματα.
Δυο η ώρα απομεσήμερο ανοίγουν οι πόρτες του μοναστηριού. Πρώτοι μπήκαν στην εσωτερική αυλή της κάτι Τούρκοι χωριάτες από τα γύρω τουρκοχώρια. Τα είδα όλα κρυμμένος πίσω από ένα παράθυρο που βλέπει στην κεντρική είσοδο. Δυο κομιτατζήδες σπρώχνουν με τη βία μέσα στη κάμαρη του τον πορτάρη και τον κλειδώνουν..

 

Αμέσως μπουκάραν καβαλαρία Τούρκοι. Κάμποσοι. Δεν πρόφτασα να τους μετρήσω. Ανάμεσα τους όμως αναγνώρισα τον καπετάν Πανίτσα ντυμένο Τούρκο. Τον θυμήθηκα από το γραφείο του κομαντάν Δάνεφ στο φρουραρχείο της Δράμας. Σιμά του πάνω σε μαύρη φοράδα ένας άντρας βγάζει από μια μεγάλη δερμάτινη σάκα κάτι χάρτες και κάτι λέει στον αρχικομιτατζή δείχνοντας του τα κατατόπια του μοναστηριού. Ξεπέζευσαν.

 

Έδεσαν τα άτια τους με τα γκέμια πάνω στις κολώνες του περιστύλιου του καθολικού και τραβούν ίσια στις κρύπτες του μοναστηριού. Εκεί που φυλάγαμε τα χειρόγραφα. Ούτε ψάξαν , ούτε ρώτησαν. Ξέραν που είναι.

 

Ήρθε μαζί για να τους δείξει τις κρυψώνες ο Βλαδίμηρος Σις. Τον αναγνώρισα πρώτα πρώτα από τη μαύρη του φοράδα και τον δερμάτινο σάκο που ‘χε μέσα τους χάρτες. Το πρόσωπο του το είχε καλυμμένο. Τα σήκωσαν όλα δεν αφήκαν τίποτα.
Το Ηγουμενοσυμβούλιο πήρε να χτυπάει σειρά τις πόρτες, του Νομάρχη, του Φρούραρχου… μέχρι τα Δικαστήρια έφτασε.

 

Ύστερα από χλιαρές και τυπικές ανακρίσεις, οι Βούλγαροι αποφάνθηκαν ότι τη λεηλασία κάναν Τούρκοι.
Πάσχα 1917

 

(Από τη συλλογή ιστορικών διηγημάτων μου «Σουβενίρ από τη Μακεδονία».