Με άρθρο του στην ηλεκτρονική σελίδα της «Καθημερινής» ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού του Δήμου Καβάλας, Μιχάλης Λυχούνας ασκεί κριτική στη δήμαρχο, Δήμητρα Τσανάκα και σε όσους από την δημοτική της παράταξη αντέδρασαν να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση των αποκαλυπτηρίων του μνημείου προς τιμή των Εβραίων Καβαλιωτών που ήταν προγραμματισμένη για σήμερα, Κυριακή 17 Μαΐου.

Στο άρθρο του ο Μιχάλης Λυχούνας αναφέρει συγκεκριμένα:

 

 

Άποψη: Το Ολοκαύτωμα της Μνήμης

ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΥΧΟΥΝΑΣ*

 

Το βράδυ της 3ης προς 4η Μαρτίου 1943 οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής στην Καβάλα επέδραμαν στα καταγεγραμμένα σπίτια των Εβραίων της πόλης και οδήγησαν τους κατοίκους με λιγοστά υπάρχοντα σε δύο καπναποθήκες. Μετά από λίγες μέρες κράτησης σε άθλιες συνθήκες, φορτηγά τους μετέφεραν στη Δράμα, από εκεί στο Δούναβη και τέλος στην Τρεμπλίνκα. Ελάχιστοι νέοι της πόλης σώθηκαν καθώς εργάζονταν σε στρατόπεδο εργασίας. Κάποιοι είχαν προλάβει και διέφυγαν στις γερμανοκρατούμενες περιοχές και επέζησαν κρυμμένοι με πλαστές ταυτότητες. Μοναδική η περίπτωση των τριών κοριτσιών της οικογένειας Φιλούς, στην οδό Γαλλικής Δημοκρατίας, που πέρασαν κρυμμένα τα τελευταία χρόνια της κατοχής. Η συγκλονιστική μαρτυρία της Noga Davidoff, όπως λέγεται σήμερα, στο youtube.

 

Μετά την Απελευθέρωση η Καβάλα ήταν η μόνη πόλη ανατολικά της Θεσσαλονίκης με μια μικρή, αλλά ζωντανή κοινότητα, που στέρεψε στα μέσα της δεκαετίας του 70, με την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Ελάχιστες εμβληματικές μορφές, όπως του εμπόρου Πεσσάχ και του καπνέμπορου Τσιμίνο κρατούσαν ζωντανή την ανάμνηση της άλλοτε ακμάζουσας κοινότητας. Τα κοινοτικά κτίρια χάθηκαν σε μια πολιτική εκμετάλλευσης ακινήτων με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πια παρά τα νεκροταφεία, μια οικία με εβραϊκή χρονολογία στο υπέρθυρο και κάποια ονόματα σε καπναποθήκες.

 

Η Καβάλα ήταν από τις πρώτες πόλεις όπου ανηγέρθη μνημείο για τα θύματα του Ολοκαυτώματος στο οικείο νεκροταφείο. Αποτελούσε ένα από εκείνα τα μνημεία που ονομάζω ημιδημόσια και αφορούν την ίδια την κοινότητα. Ο θρήνος ήταν εσωτερική, αλλά και εσωστρεφής υπόθεση. Από τη δεκαετία του 1980 ξεκινά η εμφάνιση σημάτων στον κοινό δημόσιο χώρο, άλλοτε υπαινικτικά και με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες και άλλοτε με πρόδηλα τα σύμβολα της θρησκείας (Αστέρι του Δαυϊδ ή Επτάφωτη Λυχνία). Όλες σχεδόν οι πόλεις της Βόρειας Ελλάδος αποκτούν μνημεία και η προσπάθεια το Ολοκαύτωμα να γίνει υπόθεση της κοινωνίας και όχι της κοινότητας είναι πρόδηλη. Η τοπική ιστορία αποκτά μιαν ακόμη διάσταση, το ίδιο δική μας.

 

Η Καβάλα παρέμεινε εξαίρεση. Μετά τις ιταμές αρνήσεις της δεκαετίας του 1980 και 1990 με το επιχείρημα του Μεσανατολικού, κλασικό κάλυμμα του αντισημιτισμού,  το 2004 το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης πήρε απόφαση για την ανέγερση δημόσιου σήματος. Έως το 2015 η πόλη κρυβόταν πίσω από σχέδια, προσχήματα, αναβολές και καθυστερήσεις. Η προηγούμενη αρχή χωροθέτησε το μνημείο πλησίον της θέσης των καπναποθηκών και η κοινότητα (συγκεκριμένα, ο τότε πρόεδρος της διαχειριστικής επιτροπής κ. Βενουζίου) ανέλαβε τα έξοδα της κατασκευής του. Πυρήνας της σύλληψης ήταν το μνημείο Δράμας (1999), εγχάρακτος μαύρος γρανίτης Ροδεσίας σε σχήμα επιμήκους κόλουρης πυραμίδας. Καθώς η θέση σχετιζόταν με την εξέλιξη ενός δημόσιου έργου, η χρονική στιγμή ορίσθηκε με την ολοκλήρωση των εργασιών που συνέπιπτε χρονικά με τα εβδομηντάχρονα από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια εξαιρετική ευκαιρία να αναλογιστούμε την πορεία από τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Να νοιώσουμε καλύτερα το μέγεθος της επιτυχίας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος (και στις περιφερειακές του διαστάσεις, όπου κατέστησε τη διαμάχη Βουλγαρίας-Ελλάδος ανούσια) και του γεγονότος πως 70 χρόνια μετά ζούμε τη μακρύτερη περίοδο ειρήνης, δημοκρατίας, ανοχής και κοινωνικής συνύπαρξης στην ιστορία της ηπείρου. 

 

Οι προετοιμασίες με όλους τους φορείς συνεχίζονταν με στόχο μια γιορτή μνήμης, αλλά και μέλλοντος ώσπου ακούστηκαν οι κραυγές της φρίκης. «Τα σύμβολα του εωσφόρου (Άστρο του Δαυίδ), αδιαφορία για τους δικούς μας νεκρούς (να κάνετε μνημείο για τους μικρασιάτες), παγκόσμια σιωνιστική συνομωσία, μασονία, νέα τάξη πραγμάτων που θέλει να καταστρέψει το έθνος και υστερίες για υποτιθέμενες διαμαρτυρίες» ήταν τα επιχειρήματα. Και τότε η διοίκηση τρομαγμένη και χωρίς κανένας να θέσει θέμα για τη μορφή του μνημείου, διαπίστωσε πως το πρόβλημα είναι το μνημείο και ιδιαίτερα το Αστέρι του Δαυίδ. Η καλύτερη μορφή υπεκφυγής. Αναβολή και έχει ο Θεός (ο δικός μας, όχι των Άλλων). Κατασκευή νέου χωρίς το σύμβολο θα είναι η καλύτερη λύση γιατί δε θα προκαλούμε (και άστο στις καλένδες). Πρέπει άραγε να κρυβόμαστε πάλι για να μη προκαλούμε; Από ποιους; Από αυτούς που ψάχνουν για προκλήσεις; Ποιο είναι το μέλλον μιας πόλης που διστάζει να μιλήσει για το παρελθόν της; Για το ΟΛΟΝ του παρελθόντος της; Είναι δυνατόν να κρύβουμε ή να αποφεύγουμε το σύμβολο με το οποίο και για το οποίο έξι εκατομμύρια άνθρωποι οδηγήθηκαν στον αφανισμό; Άραγε η τοπική εκκλησία θα διαμαρτυρηθεί για το γεγονός πως ένα θρησκευτικό σύμβολο ενοχοποιείται και αποσιωπάται; Στην ουσία ωστόσο όλων των αντιδράσεων δεν είναι το ζήτημα του διακόσμου του μνημείου, αλλά αυτή κάθεαυτή η ύπαρξή του! Για κάποιους (λίγους, πολύ λίγους) το μνημείο είναι ειδεχθές και η αρχή δεν έχει το σθένος να αντέξει τις κραυγές. Τα υπόλοιπα είναι απλά προσχήματα. Η πικρή αλήθεια παραμένει πως ένα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού έχει ισχυρά αντισημιτικά αισθήματα βασισμένα στην άγνοια και την προκατάληψη και η εκπαίδευση δεν κάνει αρκετά για να εξαλείψει το φαινόμενο.

  

Το δράμα πάντως για τους 1.484 καβαλιώτες εβραίους που χάθηκαν είναι πως το κίτρινο αστέρι που τους οδήγησε στους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια δεν δικαιούνται να το έχουν μαζί τους στο δημόσιο σήμα της πόλης που θεωρούσαν πατρίδα τους. Από το Ολοκαύτωμα των Ανθρώπων στο Ολοκαύτωμα της Μνήμης! 

 

*Ο Μιχάλης Λυχούνας είναι αρχαιολόγος.