γράφει ο

Τάσος Αποστολίδης

 

Τα έως τώρα επιδημιολογικά δεδομένα στη βορειοανατολική Ελλάδα έχουν προκαλέσει την εύλογη ανησυχία τόσο της κοινής γνώμης όσο και της ιατρικής κοινότητας. Ο κορωνοϊός COVID-19 έχει «χτυπήσει» την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη σε μεγαλύτερο βαθμό από τον πανελλαδικό μέσο όρο. 

 

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο 61 δημοσιογράφοι από δεκάδες ΜΜΕ των νομών Καβάλας, Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρο ζητάνε με επιστολή τους να αρχίσει ξανά η τοπική ενημέρωση για την εξέλιξη της νόσου. 

 

Τώρα γίνεται όλο και πιο αναγκαία η άμεση ενημέρωση των δημοσιογράφων από επίσημη αρχή, με πλήρη στοιχεία (εξηγούμε ΕΔΩ γιατί).

 

Το σκοτάδι δεν θα βοηθήσει κανέναν να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια τέτοια, πρωτοφανή απειλή. 

 

Οι ανακοινωμένες από επίσημες πηγές πληροφορίες, που ήταν διαθέσιμες τα ξημερώματα του Σαββάτου 4 Απριλίου 2020, δείχνουν ότι: 

 

>> στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη καταγράφηκαν 6 θάνατοι, εκ των οποίων 1 στην Αλεξανδρούπολη και 5 στην Ξάνθη. Πανελλαδικά ανακοινώθηκαν (απόγευμα Παρασκευής 3/4/2020) 59 θάνατοι. Οι θάνατοι στην ΑΜΘ αντιστοιχούν περίπου στο 10% των πανελλαδικών κρουσμάτων όταν ο πληθυσμός της περιοχής αποτελεί μόλις το 5,6% του πανελλαδικού πληθυσμού. 

 

>> Στην Ξάνθη η τελευταία επίσημη ενημέρωση μιλά για 19 επιβεβαιωμένα κρούσματα στο νομό. Την ίδια ώρα, ο αριθμός νεκρών ανέρχεται σε 5, γεγονός που δείχνει μια θνητότητα (αριθμός νεκρών επί του αριθμού νοσούντων) της τάξης του 25%.

 

Ο αριθμός είναι τρομακτικός. 

 

Ακόμη κι αν από το παζλ λείπουν εξαιρετικά κρίσιμες πληροφορίες, λόγω της επιλογής της απόκρυψης στοιχείων (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ), οι γιατροί που υπηρετούν σε δημόσια νοσοκομεία της βορειοανατολικής Ελλάδας, χαρακτηρίζουν τα δεδομένα αυτά πολύ ανησυχητικά. 

 

Να σημειωθεί ότι μέχρι τώρα δεν έχουν ενισχυθεί τα νοσοκομεία της περιοχής με επιπλέον γιατρούς, από το "πακέτο" προσλήψεων που ανακοινώθηκε ότι διενεργήθηκαν ήδη. Τα κατά τόπους σχέδια διαχείρισης που εφαρμόζονται περιλαμβάνουν μόνο μετακινήσεις γιατρών από άλλα τμήματα για τις "μονάδες COVID" με αποτέλεσμα οι δυνατότητες των νοσοκομείων για την αντιμετώπιση όλων των άλλων αναγκών να έχουν μειωθεί δραματικά.