Ο Βουλευτής Ν. Καβάλας και Τομεάρχης Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Νέας Δημοκρατίας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, στην τοποθέτησή του στη σημερινή συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, ως εισηγητής του κόμματος επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου - Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού», έκανε λόγο για ατελή και προβληματική απόπειρα της Κυβέρνησης να νομοθετήσει στη σφαίρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

 

 

Διατύπωσε τις αντιρρήσεις της Νέας Δημοκρατίας σε σχέση με τη μία βασική και κυρίαρχη προϋπόθεση που θέτει το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, τη βούληση απλά και μόνο του ατόμου και κατέθεσε πρόταση νόμου, σε δημόσια διαβούλευση, που ορίζει μια συνολική και ασφαλή διαδικασία νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου, που στηρίζεται  σε συγκεκριμένες και σαφείς προϋποθέσεις.

 

Σε μία χώρα που τα ιερά δεσμά του γάμου και η έγγαμη σχέση καταλύονται με εικονικά διαζύγια για λόγους φορολογικών ελαφρύνσεων, δεν είναι πολύ απίθανο, επισήμανε ο κ. Παναγιωτόπουλος, να προκύψουν φαινόμενα κατάχρησης διαδικασίας διόρθωσης φύλου με απλή δήλωση, ιδίως όταν προβλέπεται στο παρόν και η δυνατότητα αλλαγής γνώμης και επανόδου στο αρχικό φύλο.

 

Στο όνομα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο όνομα της δήθεν προοδευτικότητας, η Κυβέρνηση προβαίνει σε μια επικίνδυνη ιδεολογική ρευστοποίηση των βιολογικών φύλων του ανθρώπινου γένους, με συνέπειες αβέβαιες και ανυπολόγιστες, και για την οικογένεια, και για τα γονεϊκά πρότυπα, και για τα δικαιώματα του παιδιού, με κίνδυνο να επιφέρει μοιραία βλάβη στον κοινωνικό ιστό της χώρας.

 

Παρατίθεται παρακάτω αναλυτικά το κείμενο της ομιλίας όπως έχει καταγραφεί στα πρακτικά της Βουλής.

                 

Ολομέλεια της Βουλής, 9 Οκτωβρίου 2017

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αν θέλουμε να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση με τον σωστό τρόπο -και νομίζω ότι αξίζει να την κάνουμε με τον σωστό τρόπο- πρέπει να την κάνουμε με όρους νηφαλιότητας και σοβαρότητας. Δεν πρέπει, για παράδειγμα, να συζητήσουμε το παρόν νομοσχέδιο υπό το πρίσμα των μεγάλων προβλημάτων ως προς τη διακυβέρνηση της χώρας που σωρεύονται και γρήγορα μετατρέπονται σε αδιέξοδα, ενώ εσείς, κυρίες και κύριοι της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ισχυρίζεστε ότι όλα βαίνουν καλώς.

«Το νομοσχέδιο αποδεικνύει ότι η Κυβέρνηση μπορεί να διαχειριστεί το μνημόνιο αφήνοντας συγχρόνως προοδευτικό αποτύπωμα», έγραψε χθες σε άρθρο του ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος. Για μένα είναι εκτός θέματος.

Δεν πρέπει, επίσης, να συζητήσουμε με γνώμονα τη λεγόμενη «αριστερή ατζέντα», η οποία κατά μία εκδοχή αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από τα φλέγοντα προβλήματα, στρέφοντας αλλού τη δημόσια συζήτηση, τα παιχνιδίσματα για τα οποία έκανε λόγο τις προάλλες ο Αρχιεπίσκοπος, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή διατηρεί ικανοποιημένους τους κυβερνητικούς Βουλευτές -μάλλον όχι όλους απ’ ό,τι φαίνεται- με το πρόσχημα ότι γίνονται προοδευτικές παρεμβάσεις σε κοινωνικά ζητήματα, παρά το γεγονός ότι η επίδοση της Κυβέρνησης σε κοινωνικά ζητήματα, θα έλεγα ότι δεν είναι και η καλύτερη.

Και σίγουρα δεν έχει να κάνει η σημερινή συζήτηση με τα ψέματα, τις συμπεριφορές και τους τακτικισμούς του Υπουργού Άμυνας κ. Πάνου Καμμένου, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στη Βραζιλία -αν ήταν δυνατό να υπάρχει επίσκεψη στη Γη του Πυρός, φαντάζομαι ότι θα πήγαινε κι εκεί, όσο πιο μακριά γίνεται- και το πώς προσδιορίζουμε εμείς, στη Νέα Δημοκρατία, τη θέση μας σε σχέση με τους κοινοβουλευτικούς ελιγμούς των ΑΝΕΛ.

Βέβαια, το ζήτημα της ασυμφωνίας ψήφου στο εσωτερικό της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι όπως και να το κάνουμε σοβαρό ζήτημα, διότι τίθεται υπό αίρεση η συνοχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας και η δυνατότητα αυτής της Κυβέρνησης να κυβερνά εν τέλει. Είχαμε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της Κυβέρνησης να κυβερνά, τώρα προκύπτουν και αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητά της να κυβερνά.

Το πολιτικό πρόβλημα, κυρία Εισηγήτρια της Πλειοψηφίας, ως εκ τούτου είναι δικό σας εσωτερικό ζήτημα. Όμως, η σημερινή συζήτηση έχει να κάνει με την ουσία κι εκεί ακριβώς επικεντρώνουμε τη διαμόρφωση της θέσης μας. 

Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο είναι μια απόπειρα, ατελής και προβληματική, της Κυβέρνησης να νομοθετήσει στη σφαίρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα επιχειρώντας να διασφαλίσει το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης προσωπικότητας και αυτοπροσδιορισμού των διεμφυλικών ατόμων.

Εξ ορισμού είμαστε ανοιχτοί σε κάθε τέτοια συζήτηση. Άλλωστε, την έχουμε ξεκινήσει ήδη με τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους στη Νέα Δημοκρατία.

Εξ ορισμού, κάθε συζήτηση, κάθε αγώνας και κάθε διεκδίκηση σχετικά με ανθρώπινα δικαιώματα αφορά κοινωνικές μειοψηφίες και όχι πλειοψηφίες. Ανέκαθεν οι κοινωνικές μειοψηφίες αντιμετωπίζονταν συχνότατα με όρους προκατάληψης ή ακόμα και φοβίας, με αποτέλεσμα το στιγματισμό τους, τον κοινωνικό τους αποκλεισμό, ακόμα και κακοποιητικών συμπεριφορών εναντίον τους.

Εξ ορισμού, λοιπόν, καθήκον της ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας είναι να ρυθμίζει κατά τον καλύτερο τρόπο αυτές τις κοινωνικές πραγματικότητες, έτσι ώστε να τηρείται η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην απόλαυση του ατομικού δικαιώματος και στη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην άσκηση της ελευθερίας της ατομικής βούλησης αφενός και στην αποφυγή καταχρηστικών συμπεριφορών από την ασύδοτη ελευθερία αφετέρου.

Πώς γίνονται όλα αυτά; Απάντηση: Με τη θέσπιση από την ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία άσκησης συγκεκριμένων όρων, κανόνων και προϋποθέσεων άσκησης και απόλαυσης του ατομικού δικαιώματος στα πλαίσια της έννομης τάξης και με τη συνδρομή ιδίως σε θέματα σύνθετα, ευαίσθητα και απαιτητικά, όπως το προκείμενο, της τεκμηριωμένης επιστημονικής γνώσης.

Καταθέτω στα Πρακτικά χθεσινό άρθρο τριών ειδικών και επιφανών στελεχών της ιατρικής κοινότητας, όπου παρατίθενται οι προβληματισμοί των ειδικών, που δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν από την Κυβέρνηση ως προς την κατάσταση της δυσφορίας φύλου.

Εσείς έρχεστε και νομοθετείτε το ζήτημα της νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου, με σκοπό να διασφαλίσετε το δικαίωμα των ανθρώπων που βιώνουν την κατάσταση της δυσφορίας ή κατ’ άλλους ασυμφωνίας φύλου, δηλαδή των διεμφυλικών, να αυτοπροσδιορίζονται, να προβαίνουν δηλαδή σε διόρθωση επαναπροσδιορισμού του βιολογικού τους φύλου, δηλαδή των χαρακτηριστικών του σώματος -κατ’ άλλους καταχωρισμένο φύλο, όπως είναι στην αιτιολογική έκθεση- έτσι ώστε τελικά αυτό να συμπίπτει με το ψυχολογικό τους φύλο, δηλαδή, κατά την επιστημονική ή ιατρική ορολογία, αυτό που νιώθουν ότι είναι, άρρεν ή θήλυ.

Αυτό το κάνετε θέτοντας μια βασική και κυρίαρχη προϋπόθεση, τη βούληση απλά και μόνο του ατόμου, άρθρο 3 του νομοσχεδίου και κάποιες άλλες δευτερεύουσες, πλην όμως σημαντικές προϋποθέσεις, δηλαδή δικαστική απόφαση, αγαμία, χωρίς προαπαιτούμενα χειρουργικής επέμβασης και ιατρικής γνωμάτευσης δυνατότητα διόρθωσης φύλου από ηλικία δεκαπέντε ετών, με ιατρική γνωμάτευση και συναίνεση των γονέων, δυνατότητα διόρθωσης από δεκαεπτά ετών και άνω ελεύθερα. Αυτό έρχεστε και νομοθετείτε. Μάλιστα.

Εκ των προτέρων σας λέω ότι έχουμε βασικές και καθοριστικές αντιρρήσεις σε σχέση με το σύνολο των προϋποθέσεων που θέτετε. Θα πω περισσότερα σίγουρα και αύριο στην ειδικότερη συζήτηση επί των άρθρων.

Όμως, πρώτα βάζω το κύριο ερώτημα: Ποια ήταν η ανάγκη να φέρετε το παρόν νομοσχέδιο; Ποιο είναι το κενό που έρχεστε να καλύψετε; Ποια η λογική η ratio, κατά τα νομικά, του νομοθετήματος; Για να βρούμε την απάντηση, ας δούμε τι ακριβώς ισχύει στην εθνική έννομη τάξη αφενός και βέβαια στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στην ελληνική έννομη τάξη ίσχυε ανέκαθεν και ισχύει η διαχρονική αναγνώριση του επίκτητου φύλου. Η διόρθωση, δηλαδή, ή ο επαναπροσδιορισμός του φύλου γίνεται μέσω του κρίσιμου στοιχείου της σχετικής ληξιαρχικής πράξης, δυνάμει βέβαια δικαστικής απόφασης, άρθρο 13 του ν. 344/1976 επί Κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή -να μια προοδευτική πρωτοβουλία αρκετά παλιότερα- και βέβαια άρθρο 14 του ν. 2503/1997, που προβλέπει ότι η διόρθωση ληξιαρχικής πράξης καταχωρίζεται στην ίδια τη ληξιαρχική πράξη, στο σώμα της, ώστε να υπάρχει βέβαια και η ασφάλεια δικαίου.

Το δικαστήριο βεβαιώνει τον επαναπροσδιορισμό του φύλου με τη διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης και όχι τη σύνταξη νέας, όπως εσείς προτείνετε στο παρόν. Αυτό έχει ιδιαίτερη νομική σημασία, διότι αφενός η διόρθωση έχει αναδρομικό χαρακτήρα και αφετέρου εξασφαλίζεται στοιχειωδώς το αναπαλλοτρίωτο και η συνέχεια της προσωπικής κατάστασης. Επιτυγχάνεται, δηλαδή, η ασφάλεια του δικαίου με αυτό που ίσχυε μέχρι τώρα.

Θυμίζω τις πρόσφατες αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών, τις υπ’ αριθμόν 418/2016 και 1572/2016, που έχουν κρίνει μεταξύ άλλων ότι οι χειρουργικές επεμβάσεις αλλαγής φύλου δεν πρέπει να αποτελούν προαπαιτούμενο της νομικής αναγνώρισης του επιθυμητού φύλου του αιτούντος -θα συμφωνήσουμε- και συνεπώς, η έννοια της νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου είναι γνωστή στην ελληνική έννομη τάξη και νομολογία, η οποία νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων έχει ρυθμίσει το ζήτημα κατά τρόπο αθόρυβο και αποτελεσματικό.

Επιπλέον, για τον επαναπροσδιορισμό του φύλου ζητείται και λαμβάνεται παγίως υπ’ όψιν από τα δικαστήρια, ως αναγκαία προϋπόθεση ουσίας, ιατρική γνωμάτευση που αποδεικνύει αυτήν την κατάσταση που λέμε «επίμονη δυσφορία φύλου» των αιτούντων.

Κατά αυτόν τον τρόπο ο δικαστής λαμβάνει υπ’ όψιν το κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο της ιατρικής γνωμάτευσης ή ψυχιατρικής εξέτασης, προκειμένου να προβεί σε ουσιαστική κρίση. Αυτό ισχύει σε τριάντα έξι από σαράντα μία χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εσείς με το παρόν έρχεστε και μετατρέπετε τον δικαστή, αφαιρώντας το προαπαιτούμενο της γνωμάτευσης, σε διεκπεραιωτικό διοικητικό όργανο, αφού απλά και μόνο δέχεται τη δήλωση βούλησης του αιτούντος. Είναι λάθος και διαφωνούμε με αυτό.

Στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δύο είναι οι σημαντικές αποφάσεις. Πρώτη είναι η υπόθεση Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου του 2002, όπου έκρινε το δικαστήριο ότι η απουσία νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου διεμφυλικού ατόμου συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, περί δικαιώματος σεβασμού ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

Συμμορφούμενο προς την απόφαση αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε το 2004 τον νόμο περί αναγνώρισης φύλου, στον οποίο περιλαμβάνεται διάταξη εξαίρεσης αναγνώρισης ταυτότητας φύλου για διεμφυλικούς από αθλητικούς συλλόγους, για λόγους ασφαλείας του δικαίου και κινδύνου και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος που οι Βρετανοί πρόβλεψαν, αλλά εσείς με το παρόν δεν προβλέπετε.

Η δεύτερη και πλέον σημαντική για τη συζήτησή μας απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι αυτή της 6ης Απριλίου του 2017 στην υπόθεση Garçon και Nicot κατά Γαλλίας. Θα άξιζε τον κόπο να τη μελετήσουμε όλοι μας. Μεταξύ άλλων το δικαστήριο έκρινε ότι η δυσφορία γένους είναι ιατρικό ζήτημα, αφού εντάσσεται στη σχετική κατηγορία της Διεθνούς Στατιστικής Ταξινόμησης Νοσημάτων και συναφών προβλημάτων υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Αυτή είναι η επιστημονική άποψη που λέγαμε.

Θυμίζω παρεμπιπτόντως ότι οι Αμερικανοί διεμφυλικοί ακτιβιστές θεώρησαν δικαίωση των αγώνων τους το γεγονός ότι η δυσφορία φύλου – γένους χαρακτηρίστηκε ως ιατρική κατάσταση, medical condition, το 2012 και πανηγύρισαν γι’ αυτό.

Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση χειρουργικών επεμβάσεων, προκειμένου να αναγνωριστεί νομικά η ταυτότητα φύλου, παραβιάζει διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δικαίωμα σεβασμού ιδιωτικής ζωής κ.λπ..

Ωστόσο -κι εδώ είναι το κρίσιμο- στην ίδια υπόθεση το Δικαστήριο δέχθηκε ως νόμιμη την προϋπόθεση ιατρικής διάγνωσης ύπαρξης συνδρόμου δυσφορίας φύλου, διότι έτσι, όπως έκρινε, εξασφαλίζεται η διατήρηση της αρχής του αναπαλλοτρίωτου της προσωπικής κατάστασης, της διασφάλισης της δημόσιας πίστης, της συνοχής της αστικής και ληξιαρχικής κατάστασης και τελικά της ασφάλειας δικαίου, χωρίς παράλληλα να παραβιάζεται το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Κρίθηκε, δηλαδή, ότι η ιατρική γνωμάτευση συνδρόμου δυσφορίας φύλου και μάλιστα μη αναστρέψιμου χαρακτήρα, καίτοι συνιστά κάποιο αναμφίβολα κοινωνικό στιγματισμό, εν τούτοις αποτελεί την εγγύηση ότι οι άνθρωποι δεν θα αλλάζουν εσφαλμένα το φύλο τους.

Επομένως, εύκολα προκύπτει απ’ αυτήν τη σύντομη επισκόπηση ότι η νομολογία της ελληνικής δικαιοσύνης είναι εναρμονισμένη με αυτήν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και διασφαλίζει σε ικανοποιητικό βαθμό, χωρίς να χρειάζεται πρόσθετη παρέμβαση, τη διαδικασία νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου.

Όμως και η βασική μας αντίρρηση στα προβλεπόμενα στο παρόν εδράζεται στο σκεπτικό ακριβώς αυτής της σημαντικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι μια πλήρης και επιστημονικά τεκμηριωμένη διαδικασία επαναπροσδιορισμού του φύλου θα έπρεπε να περιλαμβάνει ως βασική προϋπόθεση κρίσης και απόδειξης μια εμπεριστατωμένη κρίση και γνωμάτευση από ειδικό ή ειδικούς γιατρούς ή και ψυχολόγους, ώστε να διαγιγνώσκεται και να τεκμηριώνεται και να αποδεικνύεται επομένως αυτή η ιδιαίτερη κατάσταση που προσδιορίζουμε ως επίμονη δυσφορία φύλου του αιτούντος, στη διόρθωση διεμφυλικού.

Η διαδικασία είναι πολύ σημαντική για τη ζωή του, ώστε να επαφίεται απλά και μόνο σε μία δήλωση βούλησης, με τα ελαττώματά της, για παράδειγμα, πλάνη, ιδίως σε άτομα νεαρής ηλικίας και την πιθανότητα μελλοντικής αλλαγής γνώμης.

 

Με αυτά τα δεδομένα, το σχέδιο-πρόταση νόμου που επεξεργαζόμαστε και καταθέτουμε στη διαβούλευση ορίζει μια συνολική και ασφαλή διαδικασία νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου, η οποία στηρίζεται σε συγκεκριμένες και σαφείς προϋποθέσεις.

Δικαστική απόφαση, ναι. Ιατρική ή ειδική επιστημονική γνωμάτευση, που κάνει διάγνωση της ενσυνείδητης επιλογής του ατόμου που αντιλαμβάνεται την κατάσταση που βιώνει ως δυσφορία φύλου. Δυνατότητα κρίσης μία φορά μόνο, χωρίς ενδεχόμενο αλλαγής γνώμης.

 

Δύο στάδια εξέτασης στο δικαστήριο σε σύντομο μεταξύ τους χρονικό διάστημα, για να επιτυγχάνεται η σχετική ταχύτητα της διαδικασίας μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης. Όριο ηλικίας τα δεκαοχτώ χρόνια, το έτος που, κατά το νόμο, επέρχεται η ενηλικίωση του ατόμου.

 

Καταθέτω την πρότασή μας και τη θέτω από εδώ και πέρα σε δημόσια διαβούλευση.

 

Άρα, προκειμένου να απαντήσω στο αρχικό ερώτημα της λογικής και της σκοπιμότητας της νομοθετικής σας πρωτοβουλίας, λέω ότι τα ελληνικά δικαστήρια και οι υφιστάμενοι εθνικοί νόμοι έχουν αντιμετωπίσει επαρκώς το ζήτημα, χωρίς τον προοδευτικό θόρυβο που εσείς προκαλείτε.

 

Με την απλουστευμένη, γρήγορη, μη κοστοβόρα, όπως λέτε, χωρίς προαπαιτούμενα, χωρίς ψυχιατρική εξέταση, διαδικασία που επιχειρείτε να νομοθετήσετε, απλά και μόνο «κλείνετε το μάτι» σε μία κατηγορία ανθρώπων που αισθάνονται κακοποιημένοι και απροστάτευτοι, χωρίς όμως να τους προσφέρετε κάποια ουσιαστική προστασία, διότι η ουσιαστική προστασία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι η δικαστική απόφαση αυτή καθαυτή. Ουσιαστική προστασία προκύπτει ή δεν προκύπτει από εκεί και πέρα.

 

Μεταξύ άλλων όμως δεν προσφέρετε και ασφάλεια δικαίου απέναντι σε πιθανές καταχρηστικές ή δόλιες συμπεριφορές που θα μπορούσαν να προκύψουν, αφού η διαδικασία που εισάγετε εξαρτάται από μία απλή δήλωση βούλησης. Τις επιφυλάξεις της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου τις ακούσαμε στη συζήτηση στην Επιτροπή.

 

Σε μία χώρα που τα ιερά δεσμά του γάμου και η έγγαμη σχέση καταλύονται με εικονικά διαζύγια -αυτά δεν γίνονται στη Δανία, στην Ελλάδα γίνονται- για λόγους φορολογικών ελαφρύνσεων, δεν είναι πολύ απίθανο να προκύψουν φαινόμενα κατάχρησης διαδικασίας διόρθωσης φύλου με απλή δήλωση, ιδίως όταν προβλέπεται στο παρόν και η δυνατότητα αλλαγής γνώμης και επανόδου στο αρχικό φύλο. Θα τα πούμε εκτενέστερα και αύριο στα άρθρα.

 

Σήμερα μόλις το πρωί κάποιος δικηγόρος συνάδελφος με πήρε τηλέφωνο για να μου πει για την απορία ενός πελάτη του, που τον ρώτησε αν η διόρθωση φύλου με δήλωση θα μπορούσε να συνεπάγεται τη δυνατότητα απαλλαγής του από την καταβολή διατροφής στη σύζυγο. Έγινε και το καταθέτω.

 

Πραγματικά περιστατικά αναφέρω και μακάρι να είναι αυτό το τελευταίο, αλλά δεν νομίζω ότι θα είναι το τελευταίο.

 

Αυτό, όχι μόνο αποβαίνει σε βάρος της υπόθεσης των διεμφυλικών και των δικαιωμάτων τους, αλλά αποδεικνύει τις ελλείψεις, την προχειρότητα και την ανεπάρκεια με την οποία νομοθετείτε.

 

Κάνετε, όμως, και κάτι χειρότερο. Στο όνομα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο όνομα της δήθεν προοδευτικότητας, προβαίνετε σε μια επικίνδυνη ιδεολογική ρευστοποίηση των βιολογικών φύλων του ανθρώπινου γένους, με συνέπειες αβέβαιες και ανυπολόγιστες, και για την οικογένεια, και για τα γονεϊκά πρότυπα, και για τα δικαιώματα του παιδιού, που κατά τρόπο παράδοξο έρχεστε να ρυθμίσετε στο δεύτερο μέρος του νομοσχεδίου με τον Εθνικό Μηχανισμό Αξιολόγησης Σχεδίου Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Οφείλω να πω ότι προϋπήρχε αυτό το σχέδιο δράσης της Γενικής Γραμματείας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τον Νοέμβριο 2014. Θα τα πω εκτενέστερα αύριο. Αυτό, λοιπόν, θα μπορούσε να επιφέρει μοιραία βλάβη στον κοινωνικό ιστό της χώρας.

 

Γι’ αυτό τον λόγο ειδικά, αλλά και για όλο το πνεύμα του νομοθετήματος, που στηρίζεται στην ατομική δήλωση χωρίς προϋποθέσεις επιστημονικής διάγνωσης, το άρθρο 3 δηλαδή, δεν μπορούμε να δεχθούμε το νομοσχέδιό σας. Και αυτό δεν είναι φιλελεύθερη υποχώρηση, αλλά υπεύθυνη στάση.

 

Καταθέσαμε την ουσιαστική, συνολική και υπεύθυνη πρότασή μας και οριοθετήσαμε πραγματικές προϋποθέσεις για να υπάρχει μία ασφαλής, στέρεη και αποτελεσματική διαδικασία διόρθωσης, με σεβασμό στο ατομικό δικαίωμα, αλλά και την ασφάλεια του δικαίου.

 

Εσείς, κύριοι της Κυβέρνησης, ίσως και επειδή διακατέχεστε από μία φυσική αποστροφή σε κάθε έννοια κανόνων, όρων ή προϋποθέσεων, νομοθετήσατε επιπόλαια και εσφαλμένα και γι’ αυτόν τον λόγο οφείλουμε να καταψηφίσουμε επί της αρχής.

 

Σας ευχαριστώ.