γράφει ο
Βασίλης Μυλωνάς
Πέθανε ο Πάπας των φτωχών και των κατατρεγμένων,
που ήτανε παρηγοριά, γυμνών και πεινασμένων.
Δεύτερη μέρα Πασχαλιάς, τα μάτια του τα κλείνει,
της Ρώμης το Οφίκιο, τώρα κενό αφήνει.
Κλαίνε όλοι οι Καθολικοί και όλος ο πλανήτης,
το σώμα του ήταν θνητό, το πνεύμα του γρανίτης.
Κοιμήθηκε αιώνια, ο Πάπας ο Φραγκίσκος,
ο ταπεινός και ο απλός, ο λαμπερός ο δίσκος.
Γυρνούσε μέσα στους φτωχούς, αρρώστους ευλογούσε,
σαν άκουγε για πόλεμο, μίλαγε δε σιωπούσε.
Το Κίεβο σαν άρχισε, ο Πούτιν να χτυπάει,
ο Πάπας στο Βατικανό κι αυτός μυρολογάει.
Προτείνει παύση του πυρός, αλλά τον αγνοούνε,
βόμβες ρίχνουν αμέτρητες, τον θάνατο σκορπούνε.
Γονατιστός προσεύχεται και τον Σταυρό του κάνει,
αλλά στου Πούτιν το μυαλό, το κύμα αυτό δε φτάνει.
Ο πράκτορας της Κα Γκε Μπε, που κουμαντάρει σφαίρες,
δε λογαριάζει προσευχές, μα ούτε και φοβέρες.
Τα βλέπει ο Πάπας και πονά και τους νεκρούς μετράει,
είχε στο νου του να τους δει, δεν πρόλαβε να πάει.
Πόλεμος και στην Αφρική και θέλει να τον σβήσει,
αλλά κι οι «άρχοντες» εκεί, τον έχουν αγνοήσει.
Και μια βραδιά τρανή φωτιά, πάλι στην Παλαιστίνη,
ο Πάπας μένει άγρυπνος, στην παπική του κλίνη.
Κραυγάζει παύση του πυρός, αλλά δεν τον ακούνε,
χιλιάδες άμαχοι άνθρωποι, τον θάνατο θα βρούνε.
Ο πόλεμος που άρχισε, στις εφτά Οκτωβρίου,
πειράζει τον Ποντίφικα, σαν χώρα του ιδίου.
Τηλεφωνάει στους άρχοντες, που τον ευχαριστούνε,
αλλά κι αυτοί τα λόγια του, αμέσως τα ξεχνούνε.
Τηλεφωνάει καθημερνώς και στους εγκλωβισμένους,
παρηγοριά οι προσευχές, σ’ αυτούς τους φοβισμένους.
Έτσι, ο Φραγκίσκος μια ζωή, νοιάζεται για Ειρήνη,
μα σημασία άρχοντας, κανένας δεν του δίνει.
Ζούσε απλά και ταπεινά, σοφό κάθε του ρήμα
και η επιθυμία του, απλά να πάει στο μνήμα.
Με μία κάσα ξύλινη κι ένα φτηνό σεντόνι
και έναν πέτρινο Σταυρό, να τονε τρώει η σκόνη.
Και τώρα στην κηδεία του, θα μαζευτούνε όλοι,
άρχοντες, παραάρχοντες, διαβόλοι και τριβόλοι.
Θα πάει, λέει και ο Τραμπ, μαζί με τη Μελάνια,
με τα μαύρα κοστούμια τους, τα…μέλανα φουστάνια.
Κι εκεί στο…παρεκκλήσιο, να δούνε τη Μελόνι
όπου τον Πάπα έχασε και κλαίει και δε μερώνει.
Ίσως ο Τραμπ τη λυπηθεί, το χέρι της να πιάσει
κι απάνω στη συγκίνηση, δασμούς να κατεβάσει.
Ο Σι Τζιπίν είν’ άτυχος, που προσκυνάει τον Βούδα,
δε θα ’ναι μες στους…δώδεκα, αλλά με τον Ιούδα.
Ίσως να βολευτεί κι αυτός, αν γίνει κανα θαύμα
και τον καλέσει και τον Τραμπ, στο…ξουτ του Δαλάι Λάμα.
Να κλάψουνε κινέζικα, να φάνε σκέτο ρύζι
κι ο Τραμπ με δάκρυα και λυγμούς, δασμούς να του χαρίζει.