Την προηγούμενη Κυριακή, η πλειοψηφία της ΕΛΜΕ καλούσε σε έκτακτη συνεδρίαση του ΔΣ για λήψη απόφασης για συμμετοχή του κλάδου στην  «αυθόρμητη» κινητοποίηση υπέρ της κυβέρνησης και της «σκληρής της διαπραγμάτευσης», που θα γίνει την Τετάρτη στην πλατεία Καπνεργάτη.

Θα πει κάποιος και πού είναι το κακό; Είναι κακό που η κυβέρνηση θέλει το λαό κινητοποιημένο, οργανωμένο αντί στον καναπέ του, τον θέλει στους δρόμους; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντήσουμε τα εξής:

α) ποιος ο χαρακτήρας της κυβέρνησης και του προγράμματός της,

β) για ποιο πράγμα, για ποιο σκοπό καλεί το λαό η κυβέρνηση να κινητοποιηθεί.

Σε σχέση με το πρώτο, πρέπει, πάνω απ' όλα, να θέσουμε ως κριτήριο για το πώς τοποθετείται η νέα κυβέρνηση απέναντι σε δύο αντιτιθέμενα βασικά συμφέροντα που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία, όπως και σε κάθε σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Δηλαδή, πώς τοποθετείται, από τη μια, απέναντι στα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού και, από την άλλη, στα συμφέροντα της μειοψηφίας, δηλ. των μετόχων των επιχειρηματικών ομίλων, του κεφαλαίου.

Όλη η περίοδος της κρίσης έδειξε ότι οι εργαζόμενοι και οι καθηγητές, μέτρησαν μεγάλες απώλειες σε δικαιώματα, κατακτήσεις που χάθηκαν, σε εισόδημα, υποβάθμιση των αναγκών τους,γυρίζοντας δεκαετίες πίσω.

Δεν ισχύει, όμως το ίδιο για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που δεν πλήρωσαν την κρίση, αντίθετα τη φόρτωσαν στους εργαζόμενους, θωρακίζοντας και με νέες πολιτικές την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία τους.

Ποια είναι όμως η τοποθέτηση της νέας κυβέρνησης σχετικά με το παραπάνω ζήτημα;  Σταχυολογούμε από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, τις προεκλογικές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ

και κυρίως από τις προγραμματικές δηλώσεις της:

«Εξασφάλισηισοσκελισμένων προϋπολογισμών» (...) «Αναπτυξιακή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας μέσω συμπράξεων του δημοσίου με επενδυτές ιδιώτες» (...) «Άρση της φορολογικής καταστολής στην πραγματική οικονομία (...) Δεν πρόκειται να αυξήσουμε τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων» (...) «Θα στηρίξουμε τις καινοτόμες ιδιωτικές επενδύσεις (...) Θα στηρίξουμε με ευρωπαϊκούς πόρους δημόσιες επενδύσεις που σύρουν και συμπληρώνουν -δεν εκτοπίζουν- τον ιδιωτικό τομέα».

Συμπληρώνουμε ότι, ταυτόχρονα, τόσο προεκλογικά όσο βεβαίως πολύ περισσότερο μετεκλογικά, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαβεβαιώσει την «πίστη» του στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, και ότι θα τηρήσει «τους κανόνες και τις δεσμεύσεις της χώρας προς την ΕΕ, ακόμα και αν διαφωνεί μαζί τους και θέλει να τους αλλάξει». Ότι δεν αναγνωρίζει την τρόικα, αναγνωρίζει όμως τα συστατικά της μέρη, ΕΚΤ, Κομισιόν και ΔΝΤ.

Από τα παραπάνω, προκύπτει το σαφές συμπέρασμα πως σε ό,τι αφορά τον έναν πόλο της κοινωνίας, αυτό των επιχειρηματικών ομίλων, η συγκυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα στηρίξει, θα εκπροσωπήσει με κάθε τρόπο τα συμφέροντά του.

Από την άλλη, σε ότι αφορά τους εργαζόμενους φάνηκε περίτρανα από τις προγραμματικές δηλώσεις και όχι μόνο, ότι η νέα κυβέρνηση δε δεσμεύεται απέναντι τους για ουσιαστική αποκατάσταση των απωλειών της κρίσης, ούτε βεβαίως για το ξήλωμα όλου του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου. Στάχτη στα μάτια η κατάργηση της τράπεζας θεμάτων αφού οι κατευθύνσεις συνολικά για την εκπαίδευση για τη χώρα μας και συνολικά για την Ευρώπη δεν αλλάζουν.

Με βάση τα προηγούμενα, μπορούμε να πούμε με σαφήνεια ότι η νέα κυβέρνηση, που ζητάει να στηριχθεί μέσω της λαϊκής κινητοποίησης, είναι μια κυβέρνηση που δεν κινείται με γνώμονα, με κριτήριο την εξυπηρέτηση των λαϊκών - εργατικών συμφερόντων, ακόμα και αν προφασίζεται ότι δρα έτσι. Είναι δεσμευμένη απέναντι στο κεφάλαιο, στους επιχειρηματικούς ομίλους, στην ΕΕ.

Σε σχέση με το δεύτερο σημείο.

Ποιο είναι το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης που διεξάγεται στο πλαίσιο της ΕΕ και που προβάλλει ως μεγάλη κατάκτηση; Για να πετύχει όλες αυτές τις δεσμεύσεις προς το κεφάλαιο, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ διεκδικεί να υπάρξει μια ευνοϊκή ρύθμιση στην αποπληρωμή χρέους, ώστε να μένει ρευστό που να πηγαίνει, μέσω των τραπεζών ή του κράτους, στις δημόσιες επενδύσεις στήριξης του κεφαλαίου, τις συμπράξεις με τους ιδιώτες αλλά και απευθείας στις ιδιωτικές επενδύσεις. Αυτό είναι το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης που πραγματοποιείται στην ΕΕ, στο πλαίσιο μιας γενικότερης συζήτησης για ανάγκη χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε επίπεδο Ευρωζώνης.

Πρέπει, οι εργαζόμενοι να ψυλλιάζονται από το κλίμα συναίνεσης που προσπαθούν να καλλιεργήσουν τα υπόλοιπα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ΝΔ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, στο όνομα του να «πετύχει η Ελλάδα» παρά τις όποιες διαφωνίες εκφράζουν στους χειρισμούς της κυβέρνησης, τη στροφή του συνόλου σχεδόν του αστικού Τύπου, τα συγχαρητήρια στην κυβέρνηση ακόμα και από κραγμένους ακροδεξιούς, όπως ο Μπαλτάκος και οΜητροπολίτης Καλαβρύτων, η Διαμαντοπ’ουλου κ.ά. Τα παζάρια που γίνονται για λογαριασμό του κεφαλαίου και με δεδομένη την επιλογή του κεφαλαίου για πορεία εντός ΕΕ και ευρώ διαμορφώνουν και τα περιθώρια υποχωρήσεων και συμβιβασμών, που φτάνουν ακόμα και στην αποδοχή ποσοστών της μνημονιακής πολιτικής! (Θα 'ναι 60%, θα 'ναι 70%, κάπου εκεί είπε ο Γ. Βαρουφάκης). Αρκεί να εξασφαλιστεί το κύριο, να πάρει ανάσα το κεφάλαιο. Σε αυτήν τη διαπραγμάτευση ζητούν την εργατική - λαϊκή στήριξη και κινητοποίηση, να γίνουν δηλαδή οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα χειροκροτητές, ντεκόρ στα παζάρια για λογαριασμό του κεφαλαίου, αναγνωρίζοντάς τα ως «εθνικό συμφέρον»,αυτή τη διαπραγμάτευση καλεί και η πλειοψηφία της ΕΛΜΕ τον κλάδο να στηρίξει.Αντίθετα με όλα αυτά, οι καθηγητές μαζί με όλους τους εργαζόμενους, πρέπει να οργανώνονται και να

προετοιμάζονται για τις μάχες που θα έχουν να δώσουν το επόμενο διάστημα με τον πραγματικό τους αντίπαλο, το κεφάλαιο, τους επιχειρηματικούς ομίλους, την εργοδοσία, στους χώρους δουλειάς και παντού, αγώνα που δεν δίνει η νέα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΟΤΟΛΙΑΣ

ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ