Η μεγαλύτερη απόδειξη της μακραίωνης ιστορίας της Νικήσιανης και της σχέσης των κατοίκων της με τη μυθολογία και την προϊστορία του Παγγαίου είναι η ύπαρξη του εθίμου των «Αράπηδων».

 

Ένα έθιμο που μας παραπέμπει ευθέως στις συνήθειες και στις λατρείες που επικρατούσαν στο Παγγαίο πριν τα ιστορικά χρόνια ακόμα, στην εποχή των  θρύλων και της μυθολογίας…

 

Η ζωόμορφη μεταμφίεση των παλικαριών της Νικήσιανης στην καρδιά του Χειμώνα, τότε που το σκοτάδι κυριαρχεί κι ο ήλιος είναι δυσεύρετος, τα δαιμονιώδη κουδουνίσματα των τσανιών και των μπαταλιών που έχουν κρεμασμένα στη ζώνη τους, η τελετουργική μονομαχία στην κορύφωση του δρώμενου και η ανάσταση του ηττημένου (που ακολουθείται από φρενήρη, πανηγυρικό χορό των δυο μονομάχων και των υπολοίπων μελών του ομίλου των κουδουνοφόρων) μας παραπέμπουν ευθέως στη διονυσιακή λατρεία, που γεννήθηκε κι άνθισε στο Παγγαίο και διαδόθηκε αργότερα σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο.

 

Μέσα απ’ το παγανιστικό έθιμο των «Αράπηδων» ξανάρχεται στο φως η ξεχασμένη λατρεία των τοπικών θεοτήτων της Γονιμότητας (του Διονύσου και της Βενδίδας), καθώς η μάχη, ο θάνατος κι η ανάσταση των παλικαριών συμβολίζουν τη συνεχή μάχη ανάμεσα στα στοιχεία της Φύσης, στον Χειμώνα και στην Άνοιξη, και κατ’ επέκταση ανάμεσα στο Κακό και στο Καλό (που στο τέλος ανασταίνεται και θριαμβεύει). Οι «Αράπηδες» (επειδή οι προβιές που φορούν είναι μαύρου ή γενικώς σκούρου χρώματος, προφανώς αποκαλούνται στα νεώτερα χρόνια «Αράπηδες» = Μαύροι) είναι ο απόηχος των μυθικών μορφών του βουνού και της άγριας φύσης, των Σιληνών, των Σατύρων, του Πάνα και των άλλων ζωόμορφων θεοτήτων και  όντων που συντρόφευαν τον -δημοφιλέστατο στην ελληνική αρχαιότητα- Διόνυσο/Βάκχο και τις Μαινάδες του στα προϊστορικά πανηγύρια και τις τελετές τους στο Παγγαίο (και αλλού)…

 

Ένας θρύλος που συνοδεύει το έθιμο είναι πως κουδουνοφόροι του Παγγαίου έβγαλαν τον Μέγα Αλέξανδρο από δύσκολη θέση, στη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία, όταν ο βασιλιάς των Ινδών Πώρρος  παρέταξε μια σειρά ελεφάντων στη μάχη του εναντίον των Μακεδόνων (327π.Χ.). Το πρωτόγνωρο θέαμα είχε κατατρομάξει τον στρατό του Μεγ. Αλεξάνδρου, που δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τα τεράστια ζώα. Τότε, λέει ο θρύλος, παρουσιάστηκαν στον Μακεδόνα στρατηλάτη Σάιοι (θρακική φυλή, που κατοικούσε στην περιοχή της Νικήσιανης) και προσφέρθηκαν να πανικοβάλουν τους ελέφαντες μ’ έναν δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Μεταμφιέστηκαν, λοιπόν, με προβιές και κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο με τα κουδούνια που φορούσαν έτρεψαν σε φυγή την παράταξη των ελεφάντων και βοήθησαν τον Αλέξανδρο να κερδίσει στη μάχη!..

 

Το έθιμο αναβιώνει την περίοδο του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και παραδοσιακά κορυφωνόταν στις 7 Ιανουαρίου (του Αγίου Ιωάννου). Πρακτικοί λόγοι, όμως, επέβαλαν τα τελευταία χρόνια τη μετάθεση του κυρίως δρώμενου για τις 6 Ιανουαρίου (ανήμερα των Θεοφανείων).

 

Το έθιμο ξεκινά με νυχτερινές εξορμήσεις κουδουνοφόρων αγοριών και παλικαριών στους δρόμους και τα στενά της Νικήσιανης από τις αρχές ακόμα του Δεκεμβρίου –και ιδίως από την παραμονή των Χριστουγέννων και μετά. Χωρίς να είναι ντυμένοι με τη στολή του «Αράπη», τριγυρνούν γεμίζοντας το χωριό με τον χαρακτηριστικό ήχο των μεγάλων κουδουνιών, που προαναγγέλλουν τις γιορτές και την κορύφωση του εθίμου στις αρχές Ιανουαρίου.

 

Την ημέρα της αναβίωσης του δρώμενου (6 Ιανουαρίου) δεκάδες παλικάρια και αγόρια, με τη φροντίδα του Πολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου Νικήσιανης «Ο Αράπης», μεταμφιέζονται φορώντας μάλλινο (από γίδινο μαλλί) χιτώνα που φτάνει μέχρι τα γόνατα (την κάπα), μάλλινες λευκές κάλτσες (καλτσούνια) που δένονται με λεπτές δερμάτινες λουρίδες (λαπάρες), τσαρούχια από δέρμα χοίρου (τσιρβούλια), καθώς και ένα πανύψηλο κωνικό κάλυμμα της κεφαλής (μπαρμπότα), που έχει τρύπες στη θέση των ματιών και δένεται με ειδικό ζωνάρι στο πίσω μέρος των ώμων του «Αράπη», για να κρατιέται στη θέση της. (Αξίζει να σημειωθεί πως οι Ρωμαίοι ονόμαζαν «μπαρμπούτα» (Barbuta) ένα είδος περικεφαλαίας/κράνους).

 

Με παραγέμισμα ξερών χορταριών (ή και μικρό μαξιλάρι, στα νεώτερα χρόνια) κάτω από τη μάλλινη κάπα δημιουργείται μια τεχνητή καμπούρα στην πλάτη του «Αράπη».

 

Όλη η στολή (χιτώνας και κάλυμμα της κεφαλής) είναι μαύρου, σκούρου καφέ ή σκούρου γκρι χρώματος και αποπνέει αυστηρότητα και δωρικότητα.  Αυτή η χρωματική διαφορά είναι από τις πιο ουσιαστικές, που ξεχωρίζει τους «Αράπηδες» της Νικήσιανης από τους δερματοφόρους και τους κουδουνοφόρους άλλων περιοχών.

 

Στη μέση του ο «Αράπης» κρεμά βαριά κουδούνια (το στρογγυλό μπατάλι και τα μακρόστενα τσάνια), για να βγάζει όσο γίνεται πιο δυνατόν ήχο, καθώς περπατά, τρέχει, χοροπηδά ή χορεύει! Στα χέρια του κρατά ένα ξύλινο σπαθί μεσαίου μεγέθους (μαχαίρα).

 

Στο παρελθόν, την αυστηρή μορφή του «Αράπη» ελάφρυνε σε ορισμένες περιπτώσεις ένα κεντημένο άσπρο μαντήλι (συνήθως τριγωνικού σχήματος), που δενόταν με προσοχή στη μέση περίπου της μπαρμπότας, στο μπροστινό μέρος. Το μαντήλι κεντούσαν οι αρραβωνιαστικιές για τους αρραβωνιαστικούς τους, που ντύνονταν «Αράπηδες». Έτσι, μέσα στον όμιλο των μεταμφιεσμένων ξεχώριζαν όσοι φορούσαν το κεντημένο μαντήλι και ένα κορίτσι μπορούσε να εντοπίσει τον μνηστήρα του από το μαντήλι που φορούσε.

 

Παλαιότερα η προετοιμασία για το ντύσιμο των «Αράπηδων» γινόταν σε σπίτια του χωριού και οι όμιλοι των «Αράπηδων» ξεκινούσαν από τρία διαφορετικά σημεία, προτού συναντηθούν στο ύψος του Δημοτικού Σχολείου για να ξεκινήσουν τον ηχηρό γύρο τους στο χωριό. Από την περιοχή της «Αγιάννας» (γειτονιά του Ναού της Αγίας Άννας), από την περιοχή της γειτονιάς του Αγίου Γεωργίου και απ’ τη Μεσοχωριά (η περιοχή γύρω από το παλιό Δημοτικό Σχολείο και τον κεντρικό Ναό των Εισοδίων) ξεκινούσαν οι «Αράπηδες» προτού σμίξουν για να σεργιανίσουν στο χωριό, να τους συγχαρούν και να τους κεράσουν στα καφενεία και να επισκεφτούν τα σπίτια…

 

Πολλές φορές οι όμιλοι των «Αράπηδων» δέχονταν φιλοδωρήματα από τους συγχωριανούς τους, στη διάρκεια των επισκέψεών τους σε καφενεία και σπίτια. Τα χρήματα, που αποκαλούνταν «Αραπική» («Αραπ’κή»), συγκεντρώνονταν συνολικά και καταναλώνονταν σε ομαδικό γλέντι των «Αράπηδων» ανήμερα του Αγίου Αθανασίου (18 Ιανουαρίου).

 

Σήμερα η προετοιμασία των «Αράπηδων» γίνεται στην Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων της Νικήσιανης. Όταν ετοιμαστούν όλοι οι «Αράπηδες», λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου), ξεκινούν την πορεία τους στους δρόμους του χωριού, πριν καταλήξουν στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου Νικήσιανης για τον τελετουργικό χορό τους και την τελική πράξη του δρώμενου.

 

Οι «Αράπηδες» σχηματίζουν έναν κύκλο, χοροπηδούν για ν’ ακουστούν ηχηρότατα τα κουδούνια τους –ξεκουφαίνοντας τον κόσμο!- και στη συνέχεια επικρατεί απόλυτη ηρεμία, καθώς οι δυο κορυφαίοι του ομίλου των «Αράπηδων» ξεχωρίζουν και βγαίνουν στη  μέση του κύκλου για να παλέψουν.  Στη διάρκεια της συμβολικής πάλης, ο ένας «Αράπης» πέφτει «νεκρός» κι ο αντίπαλός του, μαζί με τους υπόλοιπους «Αράπηδες» που συγκεντρώνονται σε σφιχτό κύκλο πάνω από τον «νεκρό», θρηνεί σιωπηρά. Ύστερα από λίγα λεπτά απόλυτης σιωπής και δέους, ο «νεκρός» ανασταίνεται κι αρχίζει ξέφρενο χορό και δαιμονιώδη κουδουνίσματα μαζί με όλους τους συντρόφους του, που αποκαλύπτουν τα πρόσωπά τους ρίχνοντας πίσω στην πλάτη τις μπαρμπότες τους.

 

Είναι το δρώμενο μια αναπαράσταση του μύθου του Θεού Διόνυσου, που σκοτώνεται στη μάχη του με τους Τιτάνες κι ανασταίνεται αμέσως μετά από τον πατέρα του Δία (τον ύψιστο των Θεών του αρχαιοελληνικού κόσμου); Πιθανότατα…

 

Πάντως, είναι σίγουρα ο θρίαμβος της ζωής πάνω στον θάνατο, η επικράτηση της ανάστασης της Φύσης την Άνοιξη πάνω στον μουντό Χειμώνα και οι άνθρωποι αξίζει να το γιορτάζουν!..

 

Νωρίτερα, στη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση του δρώμενου τα χορευτικά τμήματα του Πολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου Νικήσιανης «Ο Αράπης», καθώς και προσκεκλημένοι σύλλογοι, ψυχαγωγούν τους θεατές με τοπικούς χορούς στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου Νικήσιανης, ενώ με ευθύνη του Συλλόγου προσφέρονται εδέσματα και τοπικό κρασί και τσίπουρο στους θεατές, που συνήθως αψηφούν το κρύο για να παρακολουθήσουν κατά χιλιάδες την εκδήλωση.

 

Αξίζει να σημειωθεί πως το έθιμο των «Αράπηδων» για πολλά χρόνια ήταν υπό απαγόρευση ή υπό διωγμό από την χριστιανική Εκκλησία, καθώς θεωρείτο (και πράγματι είναι) κατάλοιπο της εθνικής (ειδωλολατρικής) θρησκείας των αρχαίων κατοίκων της περιοχής μας.  Παρ’ όλ’ αυτά, οι ρίζες του εθίμου αποδείχθηκαν τόσο ισχυρές, ώστε το έθιμο επέζησε κάθε απαγόρευσης μέσα στους αιώνες (παρότι το χωριό έχει ιδιαίτερη και βαθιά θρησκευτική προσήλωση στην Ορθοδοξία).  Τα αγόρια και τα παλικάρια της Νικήσιανης επιζητούν με ιδιαίτερη περηφάνια να ντυθούν «Αράπηδες» τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους και να βροντήξουν τα κουδούνια τους στα σοκάκια του ιστορικού χωριού τους!

 

Σύνταξη κειμένου: Βάσω Ε. Μώραλη – Δημοσιογράφος

 

Οι φωτογραφίες είναι πνευματική ιδιοκτησία του Πολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου Νικήσιανης "Ο Αράπης"