H επιθετική συμπεριφορά αναπαράγεται και επεκτείνεται - Τι προτείνουν για την πρόληψή της οι ψυχολόγοι.

 

Παιδιά παραμελημένα, εκτεθειμένα στη βία, μαθητές με σουγιάδες και επιθετική συμπεριφορά. Δεν είναι σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες, αλλά στιγμές από την καθημερινότητα. Η βία επεκτείνεται σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας – στο σπίτι, στο σχολείο, στις γειτονιές. «Ξετυλίγεται μπροστά μας ο φαύλος κύκλος της. Η βία που γεννάει αέναα βία όσο δεν κάνουμε κάτι», σημειώνει στην «Κ» η καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο, δρ Αρτεμις Γιώτσα, που συμμετείχε στο χθεσινό συμπόσιο του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων με θέμα την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.

 

«Ζουν στο ίδιο σπίτι άνθρωποι που είναι ματαιωμένοι σε πολλά επίπεδα και έχουν βιώσει πολλαπλές απώλειες τα τελευταία χρόνια», επισημαίνει η καθηγήτρια στην «Κ», ως μίαν από τις αιτίες της έξαρσης της βίας στην Ελλάδα. Την κατάσταση επιβαρύνει ακόμη περισσότερο η επέκταση του διαδικτυακού τρόπου επικοινωνίας ενηλίκων και ανηλίκων εξαιτίας εν μέρει της πανδημίας. «Επειδή οι γονείς είναι αδύνατον να ελέγξουν όσα τα παιδιά παρακολουθούν στο Διαδίκτυο, προσωπικά τους προτείνω να δημιουργήσουν οι ίδιοι δραστηριότητες εκτός σπιτιού, να πάρουν μαζί με τα παιδιά τους τα όρη και τα βουνά», ανέφερε στο συμπόσιο ο δρ Παντελής Πρώιος, ψυχολόγος και πρωτεργάτης στη μεταφορά στην Ελλάδα του επιτυχημένου στις ΗΠΑ προγράμματος πρόληψης της βίας «ACT – μικροί και μεγάλοι μαζί εναντίον της βίας».

 

«Παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες όπου ασκείται βία θα την αναπαράξουν μελλοντικά», επισημαίνει η δρ Γιώτση. Κάποια θα ταυτιστούν με τον θύτη, άλλα με το θύμα. Η βία από το σπίτι μεταφέρεται στο σχολείο αλλά και στη γειτονιά. «Παλαιότερα μας απασχολούσαν ο σχολικός εκφοβισμός και οι συγκρούσεις εντός σχολικών αιθουσών, τώρα έχουμε συμμορίες στις γειτονιές». Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία, μολονότι ο δείκτης της παραβατικότητας των ανηλίκων (13-17 ετών) δεν έχει μεταβληθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια (κυμαίνεται στο 4%-8%), τα εγκλήματα βίας έχουν γίνει πιο άγρια. Στα λεγόμενα «σκληρά» εγκλήματα το 2020 έχουν καταγραφεί 16 ανθρωποκτονίες με πρόθεση έναντι 7 το 2000, 32 βιασμοί έναντι 6 και 486 ληστείες το 2020 έναντι 62 το 2000.

 

Πάντως, όποτε προσφέρεται βοήθεια στη σχολική κοινότητα, αυτή ανταποκρίνεται θετικά. «Πέρυσι τοποθετήθηκα αναπληρώτρια στο 12ο και 13ο ΕΠΑΛ Θεσσαλονίκης», αναφέρει στην «Κ» η ψυχολόγος Μαρία Ορφανίδου. «Στη σχολική μονάδα είχαν σημειωθεί περιστατικά ξυλοδαρμών, εκδήλωση ασέβειας προς τους καθηγητές, ενώ υπήρχε και μεγάλο πρόβλημα με τον περιορισμό της χρήσης του κινητού μέσα στην τάξη», εξηγεί.

 

Στο απογευματινό σχολείο φοιτούν κυρίως ενήλικες εργαζόμενοι, στο πρωινό ως επί το πλείστον ανήλικοι, με τους δεύτερους να εκδηλώνουν προβλήματα πειθαρχίας. «Μοίρασα εξαρχής ερωτηματολόγια για να διαπιστώσω τις ανάγκες τους», λέει η κ. Ορφανίδου, η οποία άνοιξε την πόρτα της σε όσους ήθελαν στήριξη. Ταυτόχρονα και σε συνεργασία με τη διεύθυνση αποφάσισαν να υλοποιήσουν το πρόγραμμα ACT. «Εντυπωσιαστήκαμε από την ανταπόκριση, 12 ενήλικες εργαζόμενοι μπαμπάδες, που διανύουν πολλά χιλιόμετρα κάθε απόγευμα για να φθάσουν στο σχολείο, συμμετείχαν ενεργά», σημείωσε ο διευθυντής Ευστράτιος Ντουμανάκης.

 

«Μέχρι τώρα επιλέγαμε επιμορφώσεις σε τεχνικά θέματα, ήταν η πρώτη φορά που κάναμε κάτι σχετικό με την ψυχολογία». Οι νεαροί πατεράδες ένιωσαν ότι το σχολείο αγκαλιάζει τις ανάγκες τους και ότι κάποιος τους δίνει χώρο να μιλήσουν.

 

«Μας μετέφεραν πραγματικά περιστατικά από την καθημερινή τους ζωή, μοιράστηκαν κοινούς προβληματισμούς», θυμάται η κ. Ορφανίδου, «αντιλήφθηκαν την επίδραση της δικής τους στάσης στα παιδιά τους, τη σημασία που έχει ακόμη και το πώς θα ρυθμίσουν τον τόνο της φωνής τους». Παράλληλα, λειτούργησε και μια δεύτερη ομάδα με μητέρες, μαθήτριες του ΕΠΑΛ, που είχαν παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. «Το πρόγραμμα τις βοήθησε να συνειδητοποιήσουν πιθανά τους λάθη, να αποκωδικοποιήσουν συμπεριφορές των παιδιών τους και να σκεφτούν πώς μπορούν να επανορθώσουν», καταλήγει, σημειώνοντας πως «πρόκειται για μια εξίσου θεραπευτική διαδικασία». Η κ. Ορφανίδου έχει τοποθετηθεί σε άλλη σχολική δομή, όμως ο διευθυντής κ. Ντουμανάκης αντικρίζει φέτος «διαφορετικούς μαθητές». «Έχει αλλάξει η συμπεριφορά των μικρών, ενώ πολλοί αποφάσισαν να συνεχίσουν και σε δεύτερη ειδικότητα», λέει.

 

Στόχος η διαχείριση θυμού των ενηλίκων

 

Από το 2007 ο δρ Πρώιος και η δρ Γιώτσα με την υποστήριξη του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν το πρόγραμμα ACT, που εστιάζει στην πρόληψη της βίας, σε γονείς παιδιών έως δέκα ετών, σε εκπαιδευτικούς και εργαζόμενους σε δομές παιδικής προστασίας σε όλη τη χώρα. «Αγνοούμε συχνά τη μη εμφανή βία, όπως ένα τράβηγμα του παιδιού, αλλά και θεμελιώδεις γνώσεις εξελικτικής ψυχολογίας των παιδιών», επισημαίνει η δρ Γιώτσα. Το ACT παρέχει γνώσεις και μέσα από βιωματικές ασκήσεις οδηγεί τους συμμετέχοντες σε ενδοσκόπηση, τους γυρνάει νοητά στη δική τους παιδική ηλικία. Στόχος είναι πάντοτε η διαχείριση του θυμού των ενηλίκων, που έχει άμεσο αντίκτυπο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών. Οι πρωτεργάτες του προγράμματος εκπαιδεύουν άλλους ψυχολόγους, οι οποίοι αναλαμβάνουν την υλοποίηση της επιμόρφωσης διάρκειας εννέα εβδομάδων. 

 

Βιωματικές ιστορίες

 

«Το 2008 είχα αναλάβει διευθυντής στο Ζάννειο Ιδρυμα Παιδικής Προστασίας και Αγωγής Εκάλης», διηγήθηκε ο  Μενέλαος Τσαούσης, που σήμερα ηγείται της μονάδας των Παιδικών Χωριών SOS στη Βάρη. «Τις πρώτες μέρες τρόμαξα με τις βίαιες αντιδράσεις και παραβατικές συμπεριφορές των παιδιών που ήταν στην εφηβεία – το έσκαγαν το βράδυ από το Ζάννειο, έβαζαν γκαζάκια στις αίθουσες».

 

Ζητάει, λοιπόν, τότε τη συνδρομή του δρ Πρώιου, που του προτείνει την πρώτη πανελλήνια εφαρμογή του προγράμματος στο προσωπικό του ιδρύματος. «Παρών» δίνουν όλοι, από τον ψυχολόγο έως τον μάγειρα. «Μας έκανε πολύ καλό ως ομάδα, μας έδεσε», σημειώνει ο ίδιος, «συνειδητοποιήσαμε πόσο φυσιολογικές είναι αυτές οι αντιδράσεις για παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση, μάθαμε πώς να διαχειριζόμαστε τα δικά μας συναισθήματα».

 

Μία εκ των επιπτώσεων είναι και η δυσκολία ένταξης. «Είχαμε πολύ συχνά από τα σχολεία παράπονα, ωστόσο μας είχε γίνει σαφές ότι δεν είχαμε το δικαίωμα να στερήσουμε από τα παιδιά την εκπαίδευση, παρά τις δυσκολίες». Με χρονική πλέον απόσταση μεγαλύτερη των δέκα ετών, «διαπιστώνω την καλή πορεία των παιδιών αυτών σε επίπεδο κοινωνικής ανάπτυξης, ενώ ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο ότι δεν θα τα πήγαιναν καλά». 

 

Εμπόδιο στην ευρύτερη εφαρμογή του ACT είναι η χρηματοδότηση και η απουσία κρατικής υποστήριξης. «Εως σήμερα έχει λάβει σάρκα και οστά μόνο με ιδιωτική πρωτοβουλία», σημειώνει ο δρ Πρώιος. Η ομάδα έχει ενημερώσει αρμοδίως τέσσερα εμπλεκόμενα υπουργεία –  Δικαιοσύνης, Υγείας, Παιδείας, Εργασίας.

 

πηγή: kathimerini.gr