γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Όσοι έχουνε πολλά λεφτά, φέτος δε θα κρυώσουν,

αλίμονο εις τους φτωχούς, που όλοι θα παγώσουν.

 

Ακόμη είναι Σεπτέμβριος και τρέμει η καρδιά μας,

που ο χειμώνας έρχεται, θολώνουν τα μυαλά μας.

 

Για εμάς τους μικρομισθωτούς και τους συνταξιούχους,

που δεν ανήκουμε εκεί, με τους προνομιούχους.

 

Αυτοί που βγάζουν κι έχουνε, λεφτά με το τσουβάλι,

τίποτε δε θ’ αντιληφθούν, στην κρίση τη μεγάλη.

 

Κάθε δελτίο ειδήσεων, λέει για τον χειμώνα,

πως θα ’χουμε να κάνουμε, μ’ έναν σκληρό αγώνα.

 

Η θέρμανση ένα όνειρο, το φαγητό…πατάτες,

θα τρώμε Μέλανα Ζωμό, όπως τους Σπαρτιάτες.

 

Γιατί, όμως, παιδιά, όλ’ αυτά, τις πταίει για την κρίση,

του Πούτιν η επίθεση, η Ανατολή, η Δύση;

 

Οι Ρώσοι, όπου κλείσανε, τις στρόφιγγες στο γκάζι

κι όπου το βάλανε φωτιά, που απούλητο πια βράζει;

 

Μήπως φταίνε οι έμποροι, τιμές που ανεβάζουν;

Μα, κι αυτοί κλαψουρίζουνε, ότι ακριβά αγοράζουν.

 

Μη φταίνε οι παραγωγοί; Αλλά κι αυτοί πεινάνε

κι οι πιο πολλοί στις τράπεζες, ως το λαιμό χρωστάνε.

 

Η Αγροτιά που ήτανε, πάντα αδικημένη,

που όταν τελειώσει η σεζόν, με άδειες τσέπες μένει;

 

Μη φταίν’ οι εργάτες του γκαζιού, μήπως του πετρελαίου,

που εξασκούν επάγγελμα, βρώμικου αρουραίου;

 

Κανείς δεν πήρε αύξηση, οι μισθοί οι ίδιοι μένουν,

μα οι τιμές στα αγαθά, στα ύψη ανεβαίνουν.

 

Μα, τότε κάτι γίνεται, κάποιοι αισχροκερδίζουν,

ο κόσμος όλος καίγεται, κι εκείνοι αλωνίζουν.

 

Ποιοι, όμως να ’ναι αυτοί, παιδιά, οι αόρατοι εχθροί μας,

όπου μας κάνουν βάναυσα, δύσκολη τη ζωή μας;

 

Τους ορατούς τους ξέρουμε, μόνιμους, στιγμιαίους,

ακόμη απ’ την εποχή, του «χρυσού» Περικλέους.

 

Πιανόμαστε στον πόλεμο, νικάνε ή νικάμε,

ποτέ, όμως, τον αόρατο, δεν τονε συναντάμε.

 

Και ποιος να ’ναι, παιδιά, αυτός, να ’ναι ο γείτονάς μας,

να είναι κάποιος ξάδερφος, κάποιος εκ της γενιάς μας;

 

Λέτε με τούτους τους εχθρούς, να ’μαστε ένα χαρμάνι

κι όταν μας βλέπει, μέσα του, να λέει…το χαϊβάνι;

 

Φίλοι, δεν είμαι ειδικός κι ίσως να αστοχήσω,

μα, μ’ όλα αυτά τι εννοώ, θα σας το εξηγήσω.

 

Οι τύχες της φτωχολογιάς, παίζονται μ’ άλλους όρους,

μες στα ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑ, απ τους σουλατσαδόρους.

 

Αυτοί αγοράζουν και πουλάν’, χωρίς ποτέ να ιδρώσουν

και δεν τους νοιάζει αν οι φτωχοί, πεινάσουν και παγώσουν.

 

Και τι δεν αγοράζουνε, πετρέλαιο, σιτάρι,

του κόσμου όλα τα καλά, τα παίζουν στο κουμάρι.

 

Στην κρίση εκμεταλλεύονται, την κάθε ευκαιρία

και λένε, τώρα η αγορά…έχει ψυχολογία.

 

Πάντα η ψυχολογία αυτή, εκείνους τους συμφέρει

κι ο πληθυσμός όλης της γης, ας πάει να υποφέρει.

 

Ο πόλεμος που γίνεται, τώρα στη Ουκρανία,

γι’ άλλους είναι καταστροφή, γι’ αυτούς είν’ ευλογία.

 

Όπως τον λύκο, χαίρονται, μες στην αναμπουμπούλα,

οι διαβολοχρηματιστές, γεμίζουν τα μπαούλα.

 

Αυτοί, κατά τη γνώμη μου, οι αόρατοι εχθροί μας,

αυτοί τσαλαπατούν λαούς, παίζουν με τη ζωή μας.

 

Αυτοί ανοίγουνε πληγές και τους ασκούς του Αιόλου

κι η αγοραστική μας δύναμη, πάει κατά διαόλου.

 

Και προσφορά και ζήτηση, λένε, των προϊόντων

κι ας πέσει η φτωχολογιά, στον λάκκο των λεόντων.

 

Και οι κυβερνήσεις των χωρών, αδύναμοι μπροστά τους,

κάνουν τον ψόφιο τον κοριό, μα…και τον τεμενά τους.