Περισσότερο και από τα λόγια ευγνωμοσύνης του πατέρα, του 44χρονου Χαλίντ από τη Συρία για τη βοήθεια που δέχθηκε πατώντας το πόδι του στο λιμάνι της Καβάλας, μετρούσε το βλέμμα των παιδιών του όταν τα χάρισαν τρία φθηνά αλλά τόσο σημαντικά γι” αυτά παιχνίδια.

 

Παρότι η οικογένεια δεν διέθετε χρήματα για τη συνέχιση του ταξιδιού της, τα χαμόγελα των τριών παιδιών μαρτυρούσαν ότι εκείνη τη στιγμή της προσφοράς των δώρων βρήκαν το εισιτήριο για λίγες στιγμές ευτυχίας.

 

Ο 44χρονος Χαλίντ και η εξαμελής οικογένειά του ήταν μεταξύ των 350 Σύριων προσφύγων που με το πλοίο της γραμμής έφτασαν το μεσημέρι της Τετάρτης από τη Χίο στην Καβάλα.

 

Όταν αποβιβάστηκαν στο λιμάνι «Απόστολος Παύλος» δεν έτρεξαν να κατευθυνθούν στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, όπως έπραξαν οι περισσότεροι. Αναζήτησαν βοήθεια στο Δήμο Καβάλας προκειμένου να βρουν τρόπο να πάνε στον επόμενο σταθμό του ταξιδιού τους, τη Θεσσαλονίκη.

 

Όπως είπε, οι έμποροι που τους βοήθησαν να περάσουν από τη Συρία στην Τουρκία τους εξαπάτησαν και έκλεψαν όλες τους τις οικονομίες, συνολικά 5.500 δολάρια.

 

Στη λίγη ώρα της παραμονής τους στο Δημαρχείο της Καβάλας ο Χαλίντ φρόντιζε τα παιδιά να μην κάνουν θόρυβο και ανησυχούν τον κόσμο. Όταν η κοινωνική λειτουργός που κλήθηκε από το Δήμο του είπε να καθίσουν μέσα στο δημαρχείο και όχι όρθιοι κάτω από τον ήλιο, εκείνος αρνήθηκε ευγενικά γιατί όπως είπε τα παιδιά έκαναν φασαρία.

 

Η κούραση του ταξιδιού, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει όλο αυτό το διάστημα δεν τον έκαναν να χάσει την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά του. Τον πλησιάζουμε με δισταγμό για να μάθουμε τη δική του ιστορία. Η 34χρονη σύζυγός του Ασμαχάν απομακρύνεται για να θηλάσει κάτω από μια σκιά την μόλις εννέα μηνών κόρη τους, την Ασίλ.

 

Ο Χαλίντ από την πόλη Αλ-Ζαμπαντάνι της Συρίας βιώνει την αγριάδα του πολέμου επί σχεδόν μια τετραετία. Απ’ όταν ξέσπασε δηλαδή ο καταστρεπτικός εμφύλιος πόλεμος το 2011, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα στην πολύπαθη ασιατική χώρα και άνοιξε τον δρόμο για την ανάδυση των ακραίων ισλαμιστών του ISIS στη Συρία και το γειτονικό Ιράκ.

 

«Δεν είναι διαφορές που λύνουν Χριστιανοί με Μουσουλμάνους. Δεν είναι θρησκευτικά τα αίτια. Υπήρχαν πολλά οικονομικά προβλήματα και η αναταραχή κάποτε θα ξεσπούσε. Φτάσαμε στο σημείο Σύριοι να σκοτώνουν Σύριους, άνθρωποι της διπλανής πόρτας σε ορισμένες περιπτώσεις», περιγράφει με πόνο ο Χαλίντ, με την απογοήτευση και τον τρόμο ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του, παρόλο που βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την εστία του πολέμου.

 

«Υπάρχει πολύς πόνος στη Συρία. Μέναμε στην πόλη Αλ-Ζαμπαντάνι, που πριν τον πόλεμο είχε 27.000 κατοίκους. Μόνο τον τελευταίο χρόνο, από την πόλη μου έχουν φύγει πάνω από 10.000 άνθρωποι. Όσα γίνονται σήμερα στη Συρία, δεν τα βλέπουμε ούτε στις πιο σκληρές ταινίες.

 

Μοιάζει με όσα διαβάζαμε για τα χρόνια του Τζένγκις Χαν, που με φωτιά και αίμα έπαιρνε αυτό που ήθελε. Ο πιο δυνατός στέκεται όρθιος. Όποιος έχει τα χρήματα, δεν το πολυσκέφτεται. Παίρνει όσα πράγματα μπορεί, φεύγει και δε γυρνάει να δει πίσω».

 

Ο Χαλίντ για πάνω από μια δεκαετία ήταν οδηγός ταξί και όπως λέει κατάφερνε με την εργατικότητά του να συντηρεί την οικογένειά του. «Ζούσαμε καλά πριν τον πόλεμο», υπογραμμίζει, «ήμασταν ευτυχισμένοι με τη γυναίκα μου, όσο μεγάλωνε η οικογένειά μας.

 

Τα τελευταία χρόνια όμως και ειδικότερα τους τελευταίους μήνες ζούσαμε με τον φόβο. Δε με νοιάζει για μένα, όσο για τα παιδιά μου. Γι’ αυτά φύγαμε από αυτή τη φρίκη, ώστε να βρούμε κάπου μια ελπίδα για καλύτερη ζωή. Αυτά τα παιδιά είναι η ζωή μου. Δυστυχώς, άλλοι συγγενείς μας δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να φύγουν και παραμένουν πίσω».

 

Για τον Χαλίντ και τα άλλα πέντε μέλη της οικογένειάς του, την 34χρονη σύζυγό του Ασμαχάν και τα τέσσερα παιδιά του, τον 9χρονο Μαρουάν, την 7χρονη Σούντος, τον δύο ετών Αμπντουραχμάν και την μόλις εννέα μηνών Ασίλ, η περιπέτεια δεν τελείωσε με την φυγή από το Αλ-Ζαμπαντάνι.

 

Περνώντας τα σύνορα για την Τουρκία, έπεσαν θύμα απατεώνων, μαφιόζων, όπως ο ίδιος ανέφερε, που εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη και τον φόβο τους.

 

«Από την αρχή, δύο Σύριοι και ένας Τούρκος μας υποσχέθηκαν ότι θα μας περνούσαν στην Ελλάδα», λέει ο Χαλίντ και συνεχίζει, «μου ζήτησαν περίπου 5.000 δολάρια, από 1.150 για μένα και τη γυναίκα μου κι από 500 δολάρια για κάθε παιδί. Με πολύ κόπο φτάσαμε στην Τουρκία, όμως εκεί μας άφησαν ξεκρέμαστους.

 

Συνολικά, 37 Σύριοι πέσαμε θύματα αυτών των μαφιόζων, πληρώνοντας 75.000 δολάρια, χωρίς αντίκρισμα. Χωρίς χρήματα, μείναμε έξι μέρες στο λιμάνι της Σμύρνης, όπου μας βοήθησαν κάποιοι και περάσαμε στη Χίο και στη συνέχεια στην Καβάλα.

 

Βρέθηκα στο δημαρχείο για μια μικρή βοήθεια. Αυτή τη στιγμή δεν έχω κάποιο σχέδιο για το πού θα πάμε μετά. Μας έχουν ειδοποιήσει ότι το μεσημέρι θα αναχωρήσουμε για τη Θεσσαλονίκη και μετά θα δούμε τι θα κάνουμε».

 

Ο Χαλίντ είχε να πει πολλά καλά λόγια για την υποδοχή από τους Έλληνες στις λίγες ώρες που βρέθηκε στην Χίο και την Καβάλα. «Από την αρχή, στην Ελλάδα ένιωσα καλά. Είστε καλοί άνθρωποι εδώ, έχετε καρδιά και αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ. Μακάρι να μπορούσα να μείνω εδώ και να εργαστώ, αλλά γνωρίζω ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας σας δεν είναι καλή».

 

Ο Χαλίντ δε ζήτησε τροφή, ούτε νερό, ούτε χρήματα. Ζήτησε μόνο μια μικρή τσάντα για να κουβαλάει στον ώμο του τα χαρτιά του ταξιδιού. Μαζί με το σακβουαγιάζ ήρθαν και τα παιχνίδια των παιδιών. Δεν είχε λόγια για να ευχαριστήσει, σαν να μη το πίστευε. Φιλούσε τον εκπρόσωπο του δήμου που του τα πρόσφερε και έλεγε ξανά και ξανά «εσείς είστε άνθρωποι».