γράφει ο 

Κώστας Χατζηεμμανουήλ 

 

Καλό μήνα με ένα ακόμα ιστορικό διήγημα από τη συλλογή μου «Σουβενίρ από τη Μακεδονία»

 

Στον Δ… τον ιατροφιλόσοφο της Θάσου

 

Αρχές καλοκαιριού του 1916, οι Αγγλογάλλοι της Αντάντ κατέλαβαν τη Θάσο. Η στρατηγική της θέση πάνω στο μακεδονικό μέτωπο την έκανε σημαντική. Δυο χρόνια από το άναμμά του ο Μεγάλος Πόλεμος κι είχε φουντώσει για τα καλά.

 

Στην στεριά, απέναντι, ήσαν αναπτυγμένες οι δυνάμεις των Γερμανοβουλγάρων, που είχαν τη βάση των υδροπλάνων τους στην Μπουρού Γκιολού, όπως έλεγαν τη Βιστονίδα και στο Ζέρεβιτς, το χωριό Σέληνο.

 

Καιρό πριν την κατάληψη του νησιού, οι σύμμαχοι είχαν νοικιάσει από τους ντόπιους τη γη στη βάλτα του Καζαβητίου και πάλεψαν σκληρά με τη λάσπη, τα βούρλα και τις καλαμιές να φέρουν σε λογαριασμό το μέρος, να το μεταμορφώσουν σε αεροδρόμιο, πλάι στη θάλασσα για τα Bristol Scout, τα Henri Farman, τα Sopwith Strutter, τις κάθε λογής πρώτες ιπτάμενες κατασκευές.

 

Τα νιάτα όλης της Γης, τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, σάπιζαν, ζωντανοί νεκροί, στα χαρακώματα, που φορές κι ο θάνατος ο ίδιος να ‘ρχεται λυτρωτής στο μαρτύριο που γεννούσε το αργό μαράζι της σήψης της ζωντανής ανθρώπινης σάρκας στα αμπριά του μετώπου.

 

Κι αυτή η Πλάση σάστισε από τα σπουδαία κατορθώματα των ανθρώπων, που μήτε στη γη ζωντανή ύπαρξη έβρισκε καταφύγιο να απαγκιάσει, μήτε πουλί στον ουρανό τόπο γαλήνιο να φωλιάσει.

 

Μα και στις θάλασσες, τα πράγματα ήσαν ακόμα χειρότερα. Όχι μόνο από τα αμέτρητα πολεμικά πλοία που όργωναν περιπολώντας την επιφάνεια τους, ακόμα και τα ψαροκάικα ήταν αρματωμένα και επιταγμένα, αλλά κι από τα υποβρύχια που συνωστίζονταν στον βυθό. Τα γερμανικά υποβρύχια πλήθαιναν τα χρόνια αυτά στα νερά του Αιγαίου και οι Άγγλοι τα κυνηγούσαν. «Αμοιβή εκ λιρών στερλινών δύο χιλιάδων διά την τελεσφόρον καταγγελίαν εχθρικού υποβρυχίου» πρόσφερε η Αγγλική Πρεσβεία και αυτή θα πληρωνόταν «μετά την καταστροφήν υποβρυχίου».

 

Οι πληροφορίες θα δίνονταν «παρά τω πλησιεστέρω Αγγλικώ Προξενικώ Γραφείω». «Επί Γαλλίας», θυμάμαι, παιδί, τους γεροντότερους να λένε, όποτε αναφέρονταν στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου στο νησί. Αν και τα χρόνια εκείνα ήσαν ταραγμένα, με την περιοχή του Βορείου Αιγαίου και τα απέναντι μακεδονικά και θρακικά παράλια να είναι θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων, η ζωή των κατοίκων κυλούσε στις παρυφές του πολέμου σαν το ορμητικό ποτάμι. Κι αυτοί, παρατηρητές στις όχθες του, να γίνονται μάρτυρες του ρου του, που ήταν ο ρους της δικής τους ζωής.

 

Το ποτάμι της ιστορίας, του χρόνου, της δικιάς τους γενιάς, ροβολούσε, κάπου με σπουδή, κάπου πιο νωχελικά, όμως κατηφόριζε προς το αχανές αρχιπέλαγος που το λεν Παρελθόν. Εκεί, στις εκβολές του στην απέραντη θάλασσα, όπου το τώρα γίνεται χθες… κάποτε. Κάποτε λοιπόν, «επί Γαλλίας», στο νησί ζούσε ο Ιατροφιλόσοφος. Γιατρός σπουδαγμένος στην Ευρώπη, με ευρεία κλασσική παιδεία, ιστοριοδίφης και αρχαιολάτρης, φυσιοδίφης και φυσιολάτρης. Νονός πολλών νηπίων, μαζί με το λάδι και το μύρο στα βαφτιστήρια του χάριζε και από ένα όνομα σπουδαίου προγόνου, που ανάσταινε από το λαμπρό παρελθόν του νησιού. Θεαγένης, Πολύγνωτος, Στησίμβροτος…

 

Ονόματα που αυγάτισαν από γενιά σε γενιά και γέμισαν με τη μουσική τους τις αλάνες, τις αυλές των σχολείων, τους ελαιώνες, το αμπέλι, την αγορά, το λιμάνι. Του άρεσε να περνάει ονειροπολώντας, ώρες ολόκληρες, βυθισμένος στους στοχασμούς του, ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας Αγοράς, στα μαρμάρινα μέλη, απομεινάρια των ιερών των πατρώων θεών και στο αρχαίο θέατρο όπου οι βαλανιδιές σφιχταγκάλιαζαν με τις ρίζες τους τα μαρμάρινα εδώλια, όσα απέμειναν να αντηχούν το θρόισμα των φύλων, ψιθυρίζοντας θαρρείς στίχους κάποιας χαμένης τραγωδίας που ήρθε να φέρει στο φως ο Μεγάλος Πόλεμος. Ένα μικρό κοπάδι πρόβατα, που είχε, τα έφερνε για βοσκή στο θέατρο.

 

Η μυρουδιά από το πουρνάρι, το ρετσίνι, το θυμάρι, το μέλι του πεύκου, την κουμαριά, το χωνεμένο βαλανίδι και το μούσκλι πάνω στην αρχαία πέτρα, ανακατεμένα με την αψάδα της κοπριάς, δριμώναν τις αισθήσεις, αντάριαζαν την ψυχή, της έβαζαν μπουρλότο, άνοιγαν το τρίτο μάτι, εκείνο της ψυχής, κι ο κόσμος του μύθου γινόταν κόσμος πραγματικός, τα αόρατα γινόντουσαν ορατά, αποκτούσαν μορφή, σχήμα, χρώμα, αφή. Μια τέτοια λοιπόν νύχτα του καλοκαιριού του 1916, μια νύχτα που έμελλε τα αόρατα να γίνουν ορατά, συνέβησαν όλα. Ένα προβατάκι ξέκοψε από το κοπάδι του ιατροφιλόσοφου. Έφαγε τον τόπο να το βρει, δίχως αποτέλεσμα. Η ώρα πια ήταν περασμένη. Πήρε να νυχτώνει.

 

Στον νυχτερινό ουρανό ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου σημάδευε το άστρο του Βορρά, προκαλώντας μια μακάβρια νοσταλγία για τα αμέτρητα ζευγάρια μάτια που το ατένιζαν, άλλα μέσα από τα χαρακώματα κι άλλα ανέκφραστα, γεμάτα απορία, από θολό γυαλί θαρρείς καμωμένα, μέσα από τις ρουφηγμένες κόγχες των άταφων κουφαριών των φαντάρων που πέσαν. Φεγγάρι δεν βγήκε.

 

Μόνο τα αμέτρητα άστρα, διάσπαρτα στον νυχτερινό ουράνιο θόλο και το ποτάμι του Γαλαξία. Κάθε τόσο ξεκόλλαγε κάποιο αστέρι και μετά από σύντομη φωτεινή διαδρομή, σαν λεπίδι που αστράφτει στο σκοτάδι, έσβηνε για πάντα.

 

Έσβησαν πολλά άστρα εκείνη τη νύχτα στον καλοκαιρινό ουρανό. Όσες και οι χαμένες ζωές στα χαρακώματα της Γης. Μάταια με το θυελλοφάναρο στο χέρι έψαξε για το ζωντανό του ανάμεσα στους θάμνους και τα δέντρα, τα σπασμένα τρίγλυφα, τις κομματιασμένες μετώπες της σκηνής και τα πνιγμένα στη ζίγρα του δάσους εδώλια των κερκίδων. Πέρναγαν οι ώρες δίχως αποτέλεσμα.

 

Οι αιωνόβιες βαλανιδιές, που είχαν κατακυριεύσει την πλαγιά που κάποτε βρίσκονταν οι θέσεις των θεατών, μοναχικοί τώρα, μοναδικοί θεατές αυτές, έστεκαν βιγλάτορες του Αρχιπελάγους και θυμόσοφοι παρατηρητές των έργων και των ημερών του εφήμερου ανθρώπου. Έμοιαζε με ψίθυρο ανθρώπινο το θρόισμα τους που προκαλούσε η αύρα μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά. Γαλήνη παντού.

 

Ξαφνικά, αέρας δυνατός σηκώθηκε και το ψιθυριστό θρόισμα της βαλανιδιάς έγινε ορμητικός πάταγος. Ένα ανεμοσούρι άρχισε να στροβιλίζει τα πεσμένα φύλλα και να τον μαστιγώνει στο σώμα και το πρόσωπο. Μόνο η θάλασσα από κάτω, εκεί που κατέληγε κελαριστά ο λόφος του αρχαίου θεάτρου παρέμενε γαλήνια, ακυμάτιστη. Δεν κατάλαβε πότε τον πήρε ο ύπνος. Όταν άνοιξε τα βλέφαρα είχε πια ξημερώσει.

 

Πλάι του το κλεφτοφάναρο σβηστό με το πετρέλαιο σωσμένο κι ανάμεσα από τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων οι πρωινές ηλιαχτίδες έπεφταν σαν τη χρυσή βροχή στην ορχήστρα του θεάτρου. Πήρε τη στράτα του γυρισμού ακολουθώντας το μονοπάτι που οδεύει κολλητά στο αρχαίο τείχος από τη μια κι αγναντεύει τη θάλασσα από την άλλη. Έφτασε στο χωριό. Αλλαγμένος. Αλλιώτικος. Αλλόκοτος.

 

Πειραγμένος και απόμακρος. Είχε πιει το αμίλητο νερό. Αυτός, που γιάτρευε την αρρώστια, που μπαλσάμωνε τον πόνο και ανακούφιζε το βάσανο της ψυχής των συμπατριωτών του, επέστρεψε άλλος άνθρωπος ανάμεσά τους. Πριν καλά, καλά πέσει η νύχτα, πήρε το φανάρι του και κίνησε για το βουνό, για το θέατρο του νησιού.

 

Από κει ψηλά αγνάντευε το αρχαίο λιμάνι που αιώνες τώρα απαγκιάζει στην αγκάλη του κάθε λογής πλεούμενο, το βατοπαιδινό μετόχι αντίκρυ στη μπούκα του, τα πέτρινα σπίτια με τις πλακοσκεπές στην προκυμαία, τις εκβολές του Νέστου, στο βάθος του ορίζοντα, του ποτάμιου θεού που τον γέννησε ο Ωκεανός και η Τηθύς, που αιώνες λιώνει την πέτρα, ανοίγει υδάτινες ρούγες και βγάζει προκλητική αμμόγλωσσα από το στόμα της εκβολής του στον πατέρα του τον Ωκεανό σαν ατίθασο παιδί. Αυτός ο θαλάσσιος δίαυλος, ανάμεσα Θάσο και απέναντι στεριά, είναι η γραμμή του Μακεδονικού Μετώπου.

 

Τον περιπολούν τα εγγλέζικα πλοία μέρα νύχτα, για τον φόβο των γερμανικών υποβρυχίων. Εκεί, πέρασε άλλη μια νύχτα και τον βρήκε η αυγή να κοιμάται πάνω στον μαρμάρινο στυλοβάτη της σκηνής, με το φαναράκι του σβησμένο στο πλευρό του. Αυτό επαναλήφθηκε και την επομένη και την μεθεπομένη και συνέχισε κάθε βράδυ να ανεβαίνει και να περνά τις νύχτες του εκεί, ανάμεσα στις πέτρες του θεάτρου και τις αρχαίες βελανιδιές. Ένα πρωί καθώς κατέβαινε με το σβησμένο κλεφτοφάναρο στο χέρι, εκεί, στη στροφή του Εβραιόκαστρου, τον περίμεναν.

 

Τον συνέλαβαν με την κατηγορία της κατασκοπείας. Τον είχαν καρφώσει στους Αγγλογάλλους ότι έκανε σινιάλα τις νύχτες με το φανάρι του στα γερμανικά υποβρύχια. Τον ανάκριναν αμέτρητες ώρες δίχως αποτέλεσμα. Τον πέρασαν στρατοδικείο. Παρά τρίχα γλύτωσε το απόσπασμα. Τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο της Θεσσαλονίκης. Στο νησί είχαν διαδώσει ότι στη δίκη παρίστανε τον τρελό για να σώσει το κεφάλι του.

 

Ισχυριζόταν πως τις νύχτες στο θέατρο αντάμωνε μια πανέμορφη στοίχαινα που την έλεγαν Δάφνη κι έσμιγε μαζί της ως το χάραμα. Ποτέ του δεν την είχε δει στο φως του ήλιου. Πριν χαράξει, ένας ύπνος λυσιμελής του παρέλυε τα μέλη και του βάραινε τα βλέφαρα, για να τον βρει η αυγή αποκοιμισμένο πάνω στο μάρμαρο της σκηνής να ‘χει δει το ίδιο όνειρο κάθε χαραυγή.

 

Την στοίχαινα να μεταμορφώνεται σε δάφνη, στον θάμνο που θρόιζε στην πρωινή αύρα, ανάμεσα στα μαρμάρινα εδώλια του άνω διαζώματος. Ήταν κάμποσοι οι νεραϊδότοποι εκείνα τα χρόνια στο νησί και ακόμα περισσότεροι εκείνοι που είχαν συναπάντημα με αερικό, νεράιδα ή στοίχαινα. Όλοι τους σχεδόν έχουν πεθάνει από καιρό. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, που άκουσα τόσες αφηγήσεις από πρώτο χέρι.

 

Ο κόσμος σήμερα δεν τα πιστεύει αυτά. Είναι λέει πλάσματα της φαντασίας. Ήρθε το ηλεκτρικό και τα αφάνισε, τα σκόρπισε. Άκου της φαντασίας! Μικρό πράγμα είναι η φαντασία;