Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής των σχεδίων νόμων του Υπουργείου Εξωτερικών περί Κυρώσεως Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ σχετικώς με τα προξενικά προνόμια και ασυλίες καθώς και της Κυρώσεως Πρωτοκόλλου Τροποποιήσεως Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος απηύθυνε την ακόλουθη ομιλία: 

 

«Κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι,

Επιτρέψτε μου εισαγωγικά να υπογραμμίσω ότι η ενίσχυση των δεσμών Ελλάδας – Η.Π.Α., σε επίπεδο στρατηγικής συνεργασίας, αποτελεί μείζονα προτεραιότητα για τη χώρα μας. Γνωρίζετε ότι όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών επεδίωξαν συστηματικά την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, μπορούμε δε σήμερα να αναφέρουμε, με βεβαιότητα, ότι διανύουν μια περίοδο που αποδίδουν με γεωμετρική πρόοδο.

 

Η συγκυρία είναι σημαντική αφού εξαιτίας της ασταθούς συμπεριφοράς της Τουρκίας ή αν θέλετε της σταδιακής απομάκρυνσης της από τη Δύση, οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα είναι χώρα πρώτης γραμμής, σταθερή, αξιόπιστη και με προοπτική, ένας πυλώνας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο γεγονός που αυξάνει την στρατηγική μας βαρύτητα.

 

Το γεγονός αυτό, μεταξύ άλλων, οδηγεί τις ΗΠΑ να επιστρέφουν στην περιοχή μας, μετά από μια περίοδο συνεχούς μείωσης της παρουσίας τους και μάλιστα όταν πολλές χώρες όχι μόνον επιζητούν, για λόγους ασφαλείας, την παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στο έδαφός τους, αλλά και είναι πρόθυμες ακόμη και να χρηματοδοτήσουν, με σημαντικά ποσά, την εγκατάσταση τους.

 

Το κείμενο της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) διαμορφώθηκε σε μία άλλη εποχή, στο τέλος της δεκαετίας του ’90, με τις Αμερικανικές Δυνάμεις έκτοτε να αποσύρονται, όπως γνωρίζουμε, σταδιακά από την Ελλάδα. Έτσι περιορίστηκε τελικά μόνον στην περιοχή της Αμερικανικής Ευκολίας Σούδας.

 

Με δεδομένες τις νέες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, η περιοδική ανάπτυξη σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη χώρα μας τμημάτων των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν χρήσιμη και επιθυμητή. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη περιοδική παρουσία και δραστηριότητα στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Στεφανοβικείου και της Λάρισας, αλλά και το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, ωστόσο η παρουσία, ακόμη και εάν δεν είναι μόνιμη, απαιτεί τη δημιουργία υποδομών στις δικές μας εγκαταστάσεις. Έτσι, όπως ισχύει και σε άλλες Συμφωνίες, μετά την παρέλευση 30 ετών η MDCA  έχρηζε επικαιροποίησης και εκσυγχρονισμού ώστε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και απαιτήσεις της αμυντικής συνεργασίας και παράλληλα να διαγραφούν εγκαταστάσεις που δεν υφίστανται πλέον εδώ και χρόνια.

 

Συνεπώς, η επικαιροποίηση της Συμφωνίας είχε διττό στόχο: την τυπική διαγραφή των μη λειτουργουσών πλέον εγκαταστάσεων, αλλά και την προσθήκη εγκαταστάσεων όπου υπήρχε μεν παρουσία αλλά δεν περιλαμβάνονταν στην Συμφωνία και συγκεκριμένα στο Παράρτημά της. Η προσθήκη αυτή γίνεται  με γνώμονα τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών στην Συμμαχία, στην Ευρώπη και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Νομίζω ότι η επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ κου Pompeo προς το Έλληνα Πρωθυπουργό, καταγράφει δημόσια αυτά που σας αναπτύσσω.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρήσαμε σκόπιμη την δυνατότητα δημιουργίας υποδομών εντός Ελληνικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων και κρατικών υποδομών, με βάση τη στρατηγική, επιχειρησιακή, στρατιωτική αναγκαιότητα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και απειλών που αντιμετωπίζουμε ή που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.

 

Το κείμενο που καλείστε να υπερψηφίσετε απετέλεσε αντικείμενο επιτυχών διαπραγματεύσεων με την αμερικανική πλευρά, που διεξήγαγε κοινή ομάδα των Υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, περιλαμβάνει δε όπως σας είπα τις εξής τροποποιήσεις:

1ον: Απάλειψη περιοχών και εγκαταστάσεων που δεν χρησιμοποιούνται από μακρού, όπως η βάση της Νέα Μάκρης και του Ελληνικού, οι Γούρνες Ηρακλείου Κρήτης κτλ.

και       

2ον: Προσθήκη:

            (1)       Περιοχών και εγκαταστάσεων των ΕΔ κοινού ενδιαφέροντος εντός των οποίων δύνανται να επιχειρούν, όπως γίνεται ήδη σήμερα, τμήματα των Αμερικανικών ΕΔ, και συγκεκριμένα στη Λάρισα, το Στεφανοβίκειο και στην περιοχή του Μαραθίου της Ναυτικής Βάσης της Σούδας, αλλά και κρατικών υποδομών και συγκεκριμένα του Λιμένα της Αλεξανδρούπολης.

            (2)       Επικαιροποίηση των δραστηριοτήτων που δύνανται να εκτελεσθούν σε αυτές τις εγκαταστάσεις με βάση τις σύγχρονες απαιτήσεις.

            (3)       Μηχανισμού τροποποίησης του αριθμού και είδους εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων πάντα υπό την προϋπόθεση ότι θα συμφωνηθεί από τις δύο πλευρές και θα κυρωθεί σύμφωνα με τους κανόνες και την Εσωτερική Νομοθεσία των δύο χωρών.

Διασφαλίσαμε δηλαδή τον απόλυτο σεβασμό της εθνικής νομοθεσίας των δύο κρατών, εξασφαλίζοντας πάντα την διαφάνεια και τον έλεγχο του κοινοβουλίου στην περίπτωση που κριθεί σκόπιμη από τις δύο πλευρές οποιαδήποτε τροποποίηση του Παραρτήματος.

            (4)       Εκτελεστικού οργάνου για μελλοντικές αλλαγές του Παραρτήματος που για τις ΗΠΑ. είναι το Υπουργείο Άμυνας και για την Ελλάδα το Υπουργείο Εξωτερικών και το  Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

 

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσω ότι αποτυπώθηκε επίσης και η διαφορά στις ρυθμίσεις Διοικήσεως και Ελέγχου μεταξύ των νέων εγκαταστάσεων και αυτών που ήδη ισχύουν στη Αμερικανική Ευκολία στη Σούδα.

 

Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι η αναβάθμιση της στρατηγικής σημασίας της χώρας μας στον αμερικανικό σχεδιασμό συνιστά μια ευκαιρία που μπορεί να ενισχύσει την αποτροπή μας με τους εξής τρόπους:

Πρώτον, με την ενισχυμένη παρουσία των Αμερικανικών δυνάμεων και τις επενδύσεις σε υποδομές που θα πραγματοποιηθούν σε επιλεγμένες και σαφώς οριοθετημένες τοποθεσίες. Συνεργαζόμενοι λοιπόν και δημιουργώντας ένα πλέγμα κοινών επενδύσεων σε υποδομές δεν μπορεί κάποιος να θίξει τα ελληνικά συμφέροντα χωρίς να θίξει και τα αμερικανικά.

 

Δεύτερον και συναφές, είναι πλέον δυνατή η διάθεση μεγαλύτερων αμερικανικών επενδύσεων στην δημιουργία υποδομών και στις άλλες εγκαταστάσεις των ΕΔ πέραν της Αμερικανικής Ευκολίας Σούδας, διότι η ένταξή τους στο Παράρτημα της Συμφωνίας αποτελεί απαραίτητη νομική βάση για την διάθεση των απαιτούμενων κονδυλίων.  Αυτές οι υποδομές θα δύνανται να χρησιμοποιούνται από κοινού από τις ΕΔ των δύο χωρών (Joint Use).   Αυτές οι υποδομές (πχ αγωγοί καυσίμων) θα μπορούν να χρησιμοποιούνται από κοινού για ελληνικής κυριότητας αμερικανικά συστήματα που υφίστανται ή θα αποκτηθούν στο μέλλον από την πλευρά μας (πχ UAV, μαχητικά Αεροσκάφη, Πολεμικά Πλοία, Οχήματα κλπ).

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα όπως όλοι γνωρίζετε είναι η ανέλκυση με κονδύλια ΗΠΑ της βυθοκόρου OΛΓΑ από τον λιμένα Αλεξανδρουπόλεως, γεγονός που αύξησε την δυναμικότητα του λιμανιού. Ενός λιμανιού αφενός μεν στρατηγικής σημασίας, που χρησιμοποιείται τον περισσότερο χρόνο από εμάς, αφετέρου δε με το μεγαλύτερο μέρος των πιστώσεων που κατέβαλαν οι ΗΠΑ να δίνονται σε ελληνικά χέρια, σε ελληνικές εταιρείες. Αυτό είναι ένα σχήμα που αναμένουμε ότι θα επαναληφθεί ξανά και ξανά σε μεγαλύτερη κλίμακα μετά την έγκριση από την Βουλή της επικαιροποιημένης συμφωνίας. Επόμενες σε σειρά επενδύσεις είναι στο αεροδρόμιο της Λάρισας και στην περιοχή του Μαραθίου της Ναυτικής Βάσης Σούδας.

 

Τρίτον, η συνύπαρξη των ελληνικών με τις αμερικανικές δυνάμεις σε εξειδικευμένες εγκαταστάσεις αναβαθμίζει σημαντικά το επίπεδο εκπαίδευσης και εμπειρίας που μπορούν να αποκομίσουν οι ΕΔ της χώρας μας, τόσο μέσω των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων όσο και μέσα από την καθημερινή συνεργασία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συνεκπαίδευση μονάδων των Ελληνικών ΕΔ και Αμερικανικών που εξελίσσεται αυτή την περίοδο στη Βάση της Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο.

 

Τέταρτον, οι ΕΔ αντιμετωπίζουν διαρκώς το πρόβλημα της παλαιότητας του κύριου υλικού το οποίο χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί ή και να αντικατασταθεί προκειμένου να ανταποκριθούν στο έργο τους και να εξασφαλίζεται παράλληλα η αποτρεπτική ισχύς τους με σύγχρονα μέσα. Αυτό όμως δεν μπορεί πλέον να γίνεται αποσπασματικά και επενδύοντας πόρους «με τιμές και μεθόδους λιανικής» όπως συχνά γινόταν στο παρελθόν. Η κάλυψη των αμυντικών δαπανών λοιπόν θα γίνεται:

            α.         Πρώτον, με τρόπο μεθοδικό, που θα επιτυγχάνει οικονομίες κλίμακας τόσο στην απόκτηση όσο και στην εν συνεχεία υποστήριξη και τη διαρκή αναβάθμιση.

            β.         Δεύτερον και σημαντικότερο, να δημιουργεί προστιθέμενη αξία για την οικονομία. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της ουσιαστικής συμμετοχής της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας τόσο δημόσιας όσο και ιδιωτικής αλλά και άλλων φορέων που μπορούν να συνδράμουν.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι, πρέπει να τονίσω ότι είδαμε την MDCA και ως όχημα υλοποιήσεως των συστατικών του Στρατηγικού Διαλόγου με τις ΗΠΑ, τα οποία άπτονται θεμάτων Άμυνας και Ασφάλειας. Και αυτό γιατί στο κύριο σώμα της Συμφωνίας, που δεν τροποποιείται, περιλαμβάνονται τα άρθρα 9 και 10 που επιτρέπουν μεγάλης κλίμακας κάλυψη εθνικών αμυντικών αναγκών μέσα από τη στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ και τα οποία δεν έχουν τύχει ευρείας χρήσης μέχρι τώρα.

 

Για παράδειγμα, έχει προβλεφθεί η ανάπτυξη συνεργασιών στους τομείς Έρευνας και Ανάπτυξης, Έρευνας και Τεχνολογίας, ανάπτυξη συνεργασιών για κοινή παραγωγή αμυντικού υλικού μέσω προώθησης προγραμμάτων συνεργασίας της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας, των επιστημονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων της χώρας, συνδέοντας τελικά αυτές με την οικονομική ευημερία της χώρας.

 

Συνεπώς δεν είναι μόνο η απόκτηση των αμυντικών δυνατοτήτων αυτό που επιζητούμε. Δεν είναι ένα καινούργιο πανάκριβο αεροπλάνο επόμενης γενιάς, δεν είναι η παραχώρηση ή αγορά ενός παλαιού οπλικού συστήματος, για το οποίο απαιτείται μεγάλη υποστήριξη και πολλές υποδομές για να μπορέσει να είναι λειτουργικό στη χώρα μας με αβέβαιο επιχειρησιακό ορίζοντα. Είναι χτίσιμο από τη βάση, μαζί, προς το μέλλον, με τις δυνατότητες που αυτό προσφέρει και τις απαιτήσεις που έχει. Κάτι που θα ενισχύσει τόσο τις Ένοπλες Δυνάμεις όσο και την εθνική βιομηχανική, τεχνολογική και επιστημονική βάση. Και αυτό είναι η πραγματική αποτροπή. Πρόκειται για εθνικό στόχο με όχημα και συνεκτικό ιστό την Άμυνα.

 

Θα είναι η συνεισφορά του τομέα της Άμυνας στην ανάπτυξη της χώρας. Καθώς γίναμε τα τελευταία χρόνια μάρτυρες της τεράστιας αιμορραγίας νέων ανθρώπων μας στο εξωτερικό, καταρτισμένων επιστημόνων, ενός δυναμικού που δαπανήσαμε πολύτιμους πόρους για να διαμορφωθεί γιατί  δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε το περιβάλλον που θα τους κρατήσει και θα τους επιτρέψει να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους. Επιδιώκουμε λοιπόν, και μέσω του αμυντικού τομέα, να συνεισφέρουμε στην δημιουργία κατάλληλων συνθηκών και ευκαιριών για το μέλλον που αξίζουν και δικαιούνται.

 

Εν κατακλείδι, η Συμφωνία όπως και κάθε συμφωνία δεν είναι αυτοσκοπός, είναι ένα εργαλείο. Εμείς μετατρέψαμε μια συμφωνία που ήταν άγκυρα στο παρελθόν ως μέσο, σε μοχλό ασφαλείας, συνεργασίας και ανάπτυξης ώστε να κινηθούμε πλησίστια στο μέλλον, χτίζοντας την Στρατηγική σχέση της χώρας μας με τις ΗΠΑ».