Η «κρίση του ελαιολάδου», τόσο στο επίπεδο της σημαντικής μείωσης της παραγωγής του φέτος στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις μεσογειακές χώρες, όσο και σε σχέση με το ύψος που έχουν φτάσει οι τιμές, είναι «κυκλική» ή αποκτά πλέον χαρακτηριστικά μονιμότητας λόγω κλιματικής αλλαγής; 

 

Μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια εποχή που σταδιακά αυτός ο «υγρός χρυσός» θα είναι για τους πλούσιους, ακόμη και σε τόπους σαν τον δικό μας, όπου η ελιά αποτελεί βασικό στοιχείο όχι μόνον της διατροφής μας, αλλά ολόκληρου του πολιτισμού μας;

 

Τα παραπάνω ζητήματα αναπτύχθηκαν στην εκπομπή του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου «Με το Πρώτο στην Ευρώπη και τον Κόσμο» (Α’ Πρόγραμμα). Προσκεκλημένος ήταν ο οικονομολόγος Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιόλαδου (ΣΕΒΙΤΕΛ).

 

Αυξάνονται οι κλοπές καρπών και λαδιών

 

Οι ειδήσεις γύρω από το λάδι έχουν αρχίσει να απασχολούν για πρώτη φορά σχεδόν καθημερινά, εδώ και εβδομάδες, τα Δελτία Ειδήσεων στην χώρα μας, αλλά και σε άλλες ελαιοπαραγωγούς χώρες. 

 

Και πέραν των πληροφοριών που αφορούν το ύψος των τιμών και της μειωμένης παραγωγής, από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία είναι τα αυξανόμενα περιστατικά κλοπών καρπών και λαδιών, από μικροποσότητες έως τόνους.

 

Πρόσφατα ένας 36χρονος συνελήφθη στη Μεσσηνία, καθώς πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να έχει στα χέρια του… δύο τενεκέδες με ελαιόλαδο, την κατοχή των οποίων δεν μπορούσε να δικαιολογήσει.

 

Σε χωριό του δήμου Χαλκίδας στην Εύβοια, άτομα εντοπίστηκαν να κλέβουν ελιές από ξένο χωράφι, έχοντας απλώσει εκεί τα ελαιόπανά τους.

 

Κάτοικοι σε ελαιοπαραγωγικές περιοχές κάνουν βραδινές περιπολίες στα κτήματά τους και σε ορισμένες περιπτώσεις σεκιούριτι φυλούν ελαιώνες.

 

Το καλοκαίρι συναγερμό είχε σημάνει η κλοπή -μαμούθ των 52 τόνων ελαιόλαδου αξίας άνω των 370.000 ευρώ από συνεταιρισμό της Χαλκιδικής. Ανάλογα περαστικά συμβαίνουν και στις άλλες χώρες που παράγουν ελαιόλαδο.

 

Τι γίνεται με τις διαθέσιμες ποσότητες και τις τιμές

 

Ο κ. Οικονόμου ερωτάται γιατί συμβαίνουν όλα αυτά και τελικά ποια είναι η κατάσταση με τις διαθέσιμες ποσότητες και τις τιμές στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγούς χώρες της Μεσογείου.

 

Πάντως, η αυξομείωση της παραγωγής λαδιού δεν είναι κάτι καινούργιο και ως ένα βαθμό αποτελεί μέρος του φυσικού κύκλου της συγκεκριμένης καλλιέργειας. Π.χ. το 2014 υπήρξε για λόγους ασθενειών μια σημαντική κρίση στην παραγωγή λαδιού της Ισπανίας και εν μέρει και της Ιταλίας (των δύο μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγικών χωρών του κόσμου). 

 

Τότε εκτός από τη γενική αύξηση των τιμών (μια και οι δύο αυτές χώρες και κυρίως η Ισπανία καθορίζουν τα διεθνή επίπεδα), ωφελούμενες είχαν βρεθεί η Ελλάδα και η Τυνησία, που αναπλήρωσαν με μεγαλύτερες εξαγωγές ένα μέρος της ζήτησης, ενώ μια μερίδα καταναλωτών είχε τότε στραφεί περισσότερο στα διάφορα σπορέλαια.

 

Όμως, η φετινή κρίση λαδιού φαίνεται να έχει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά τόσο στο επίπεδο παραγωγής, όσο και τιμών. Αφενός οι ειδικοί μιλούν για τις νέες δυσμενείς συνθήκες που δημιουργεί στον κύκλο των ελαιόδεντρων και της παραγωγής η κλιματική αλλαγή, φαινόμενο που δεν πρόκειται να αλλάξει προς το ευνοϊκότερο μεσομακροπρόθεσμα.

 

Επίσης, οι μακροοικονομικές συνθήκες φέτος και πέρσι (υψηλός πληθωρισμός, αύξηση ενεργειακού και εργασιακού κόστους) επιδεινώνουν το επίπεδο των τιμών. Από την άλλη, η κρίση του ελαιολάδου έρχεται και σε μια εποχή περιορισμών στην παραγωγή και των σπορέλαιων εξ αιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Και βέβαια όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυαζόμενοι ευνοούν και τη δημιουργία φαινομένων κερδοσκοπίας.

 

Η εικόνα στις εξαγωγές

 

Όμως, πέραν των προαναφερόμενων παραγόντων, της φετινής διεθνούς συγκυρίας και των τιμών στην εσωτερική αγορά, υπάρχει ένα μονιμότερο πρόβλημα «υποτίμησης» του ελληνικού ελαιολάδου ως προς το εξαγωγικό του κομμάτι, το οποίο στις καλύτερες χρονιές αφορά περίπου τους 250.000 τόνους από τους συνολικά 350.000 της παραγωγής μας (με τους 100.000 να καλύπτουν την εσωτερική ζήτηση).

 

Οι πωλήσεις των Ελλήνων παραγωγών προς το εξωτερικό γίνονταν πάντα σε χαμηλές τιμές, σε σχέση με την ποιότητα του λαδιού μας, με το 82% της παραγωγής του να αφορά εξαιρετικά παρθένο. 

 

Ωστόσο, ακόμη και σε μια τέτοια χρονιά ελλείψεων, ξένες εταιρείες εμπορεύονται ελληνικό λάδι που έχουν αποκτήσει με μόλις 5-5,5 ευρώ τους προηγούμενους μήνες. Είναι ένα χρόνιο πρόβλημα εμπορικότητας, καλύτερης αξιοποίησης και επωνυμίας κυρίως των εξωτερικών πωλήσεων του ελληνικού λαδιού. 

 

Στον κ. Οικονόμου τίθεται το ερώτημα για το τι μπορεί να γίνει με ένα ζήτημα που συζητείται επί δεκαετίες και λύση δεν φαίνεται να βρίσκεται.

 

Η κλιματική αλλαγή

 

Επιπλέον, οι ειδικοί στη χώρα μας προειδοποιούν πως η κλιματική αλλαγή αναμένεται επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη γεωγραφία και δομή του ελληνικού ελαιώνα, τα 132 εκατ. δέντρα του οποίου καλύπτουν περίπου το 5,7% της επιφάνειας της χώρας.

 

Η αύξηση των θερμοκρασιών, οι παρατεταμένες ξηρασίες, οι μεγάλες πυρκαγιές κλπ. μπορούν να οδηγήσουν σε συρρίκνωση των ιστορικών ελαιώνων στη Ν. Ελλάδα (κυρίως Κρήτη και Πελοπόννησο) και σε ανάπτυξη ή μεγέθυνση άλλων στη Β. Ελλάδα, σε ψυχρότερες και υγρότερες περιοχές π.χ. της Μακεδονίας ή της Θράκης που υπήρχαν μικρές ή καθόλου τέτοιες καλλιέργειες (αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και σε ανάλογες γεωγραφικές ζώνες των άλλων ελαιοπαραγωγικών χωρών). 

 

Και βεβαίως έχει σημασία το τι θα σημάνουν για το είδος της παραγωγής, αλλά και την οικονομία (τοπική και εθνική) τέτοιες αλλαγές;

 

Αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες

 

Τέλος, η κρίση του ελαιολάδου σε επίπεδο παραγωγής και τιμών, εφόσον διατηρηθεί, είναι πιθανόν να οδηγήσει και σε αλλαγές διατροφικών συνηθειών.

 

Ήδη στη Ισπανία σημειώνεται φέτος μείωση της κατανάλωσης έως και κατά 82% της χρήσης ελαιολάδου και υποκατάστασή του από σπορέλαια. 

 

Ορισμένοι θεωρούν πως κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και στη χώρα μας, εφόσον οι τιμές συνεχίσουν την ανηφόρα.

 

Κι άλλωστε το θέμα δεν αφορά μόνον την οικιακή κατανάλωση, αλλά και την επαγγελματική, στην εστίαση, στη βιομηχανία/βιοτεχνία τροφίμων κλπ.

 

Επιπλέον, η αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου από ανερχόμενα μεσοστρώματα στη Ασία, καθώς και στις πλούσιες χώρες του Κόλπου κλπ, δεν μπορούν παρά να ασκήσουν πιέσεις για αύξηση των τιμών, ακόμη και χωρίς τα προαναφερόμενα προβλήματα.

 

Έτσι, μήπως μιλάμε για τη δημιουργία ενός νέου «υγρού χρυσού», πολύτιμου μεν για τους παραγωγούς, αλλά ολοένα και πιο δυσπρόσιτου για τους μέσους ανθρώπους κι ακόμη κι αυτούς που έχουν μεγαλώσει σε χώρες και πολιτισμούς της ελιάς;

 

πηγή: tanea.gr