Ένα πολύ λεπτό θέμα διαπραγματεύεται ο Απόστολος Παύλος με το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Απόκρεω, της ημέρας αυτής που ονομάζεται των απόκρεω καθότι αποτελεί την τελευταία ημέρα της καταλύσεως κρέατος.

Ο Απόστολος Παύλος προκειμένου να απαντήσει στην ερώτηση των χριστιανών της Κορίνθου για το αν επιτρέπεται να τρώνε από τα προς κατανάλωση ειδωλόθυτα, τα κρέατα από τις ειδωλολατρικές θυσίες, βάζει τα πράγματα στη σωστή τους βάση. Κύριο θέμα δεν αποτελεί το φαγητό αλλά η εγκράτεια. Ο φόβος μήπως η δική μου συμπεριφορά γίνεται ψόγος για τον συνάνθρωπό μου. Στο κάτω κάτω τα εισερχόμενα δεν βλάπτουν, τα εξερχόμενα είναι εκείνα που περισσότερο μετρούν όπως σοφά ο λαός μας φρονεί. Αφού «τα βρώματα τη κοιλία και η κοιλία τοις βρώμασι», κατά τον απόστολο.

Η Εκκλησία μας ποτέ δεν έκαμε διάκριση βρωμάτων, φαγητών επιτρεπομένων ή απηγορευμένων. Αυτή η διάκριση ίσχυσε στο νόμο της Παλαιάς Διαθήκης για λόγους περισσότερο αναφορικά με την εποχή και το περιβάλλον όπου ζούσαν οι λαοί της Μ. Ανατολής. Η νηστεία δεν καθιερώθηκε με την έννοια των φιλοσόφων, Πυθαγορείων, Πλατωνικών, Νεοπλατωνικών, που αλλέως πως θεωρούσαν και διαιρούσαν την ανθρώπινη ιδιοσυστασία, αλλά σαν μια αυτοθυσία εκούσια για την αγάπη του Χριστού. Η νηστεία από νομικίστικος κανόνας μεταβάλλεται σε αυθυπέρβαση εκούσιας θυσιαστικής πράξεως για έναν πνευματικό σκοπό.

Αν ανατρέξουμε στη ζωή των ασκητών οι οποίοι νηστεύουν για μια ολόκληρη ζωή και μάλιστα μέχρι απόλυτου σημείου, θα δούμε πως αν και με τον εαυτό τους ήσαν σκληροί, όταν κάποιος τους επισκεπτόταν του παρείχαν αβραμιαία τράπεζα στην οποία και οι ίδιοι συμμετείχαν. Και ασφαλώς την συμμετοχή δεν την θεωρούσαν παράβαση του κανόνα τους αλλά χαρά συμμετοχής στην αδυναμία του φιλοξενουμένου.

Αλλά και οι κανόνες που θεσπίσθηκαν από διάφορες Εκκλησιαστικές Συνόδους ενέχουν το στοιχείο της πνευματικής παιδαγώγησης και ποτέ δεν τέθηκαν σαν αποκλειστική μέθοδος σωτηρίας. Και στο όραμα του Αποστόλου Πέτρου που αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων, όταν ο Απόστολος προβληματίστηκε για το αν επιτρέπεται να κορέσει την πείνα του από τα προσφερόμενα που κατά την Εβραϊκή παράδοση ήταν ακάθαρτα, η θεϊκή εν οράματι φωνή του απάντησε πως «αυτά που ο Θεός καθάρισε εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα». Βέβαια ο προβληματισμός του αναφερόταν στο αν επιτρεπόταν να κατηχήσει τον ειδωλολάτρη Κορνήλιο, πλην όμως και πάλι διαφαίνεται πως στην καινούρια διδαχή, με την ανακαίνιση του κόσμου ο νόμος υποχωρεί έναντι της ουσίας.

Εκείνο που για τον Απ. Παύλο προέχει δεν είναι ο τύπος αλλά η σταυρική προσέγγιση του Θεού. Όχι με κανόνες και νόμους που με την τήρησή τους δικαιώνουμε εαυτούς, οπότε δίκην εμπορικής συνδιαλαγής, απαιτούμε τον παράδεισο, την βασιλεία του Θεού, αλλά όταν η πορεία προς αυτόν, περνάει μέσα από τον διπλανό μας, τον συνάνθρωπό μας. Είναι χαρακτηριστικό και παρόμοιο το πνεύμα της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής. Η αυτονόμηση και ο δικανικός υπολογισμός γίνεται εμπόδιο εισόδου στον παράδεισο. Εκείνο που θεωρείται το κυριότερο είναι ο σεβασμός προς τον αναγκεμένο συνάνθρωπό μας του οποίου την προσωπικότητα οφείλουμε να σεβόμαστε όσο και τον εαυτό μας.

Στην ιστορία της Εκκλησίας επισυνέβησαν πολλές παραχαράξεις όπως και σήμερα επισυμβαίνουν με τις ακραίες ερμηνείες των τύπων και των νόμων του Ευαγγελίου. Ερμηνείες που καταπνίγουν ή κολοβώνουν την ουσία του Ευαγγελίου που είναι ο σεβασμός και η αγάπη προς τον πλησίον μας, ο οποίος όπως και εμείς είναι εικόνα του Θεού για την οποία σταυρώθηκε ο Χριστός και για τον σκανδαλισμό της «ου μη φάγωμεν κρέας εις τον αιώνα».

                               ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.