γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Νάτα, Δαυίδ και Γολιάθ, πιαστήκανε και πάλι,

ίσως χίλιες και μια φορές, πού, άραγε, θα βγάλει;

 

Αυτοί αλληλοσφάζονται, τριάντα και αιώνες,

μα τώρα…εκσυγχρονίστηκαν και δεν κρατούν σφεντόνες.

 

Πετάξανε και τα σπαθιά, πετάξαν και τις πέτρες

κι έχουν πυραύλους τρομερούς και έξυπνες ρουκέτες.

 

Παιδιά, είναι να απορείς, αλλά και να θαυμάζεις,

για τα μυαλά που κουβαλάν και μπρος τους να τρομάζεις.

 

Μα, τι μανία είν’ αυτή, να σφάζουν να ρημάζουν

και ταυτοχρόνως του Θεού, τ’ όνομα να φωνάζουν!

 

Κάλλιο να είμαι άθεος κι ήσυχα να γερνάω,

παρά να σφάζω στα τυφλά και θεούς να προσκυνάω.

 

Μα, θα μου πείτε είναι παλιά αυτά τα παραμύθια,

που στρατηλάτες ζήταγαν, απ’ τους θεούς βοήθεια.

 

Δε νοιάζονταν τους άμαχους, ήθελαν να νικήσουν

και σαν νικούσαν έτρεχαν, θεούς να προσκυνήσουν.

 

Αυτό, όμως, συνεχίζεται, στη σύγχρονη εποχή μας,

που τάχα προοδέψαμε, τρομάρα και ντροπή μας!

 

Λοιπόν, αυτοί οι…χαμάσηδες, δε θέλουν την ειρήνη,

χτυπούν πάλι το Ισραήλ και ό,τι θέλει ας γίνει.

 

Είναι ορκισμένα τα παιδιά και δε θα σταματήσουν,

μέχρι, ουέ, το Ισραήλ, να το εξαφανίσουν.

 

Είν’ όνειρο απατηλό ή αν τα καταφέρουν

και οι προφήτες του Σινά, ίσως να μην το ξέρουν.

 

Ως τώρα στις απόπειρες, σ’ όλες που έχουν κάνει,

ο Δαυίδ αν και μικρός-μικρός, πιο δυνατός εφάνει.

 

Αυτοί μια λαοθάλασσα κι αυτός ένα μυρμήγκι,

μα στην παλαίστρα φαίνονται, αδύνατοι και λίγοι.

 

Και τώρα τρεις αλίμονο, οι αθώοι θα πληρώσουν,

άλλοι νεκροί κι άλλοι γυμνοί, τρέχουν για να γλιτώσουν.

 

Και η Χαμάς ένα σκοπό έχει μες στο μυαλό της,

οι Άραβες οι απανταχού, να έρθουν στο πλευρό της.

 

Εάν χιλιάδες σκοτωθούν και αν ξεσπιτωθούνε,

ουδέν κακό και κάποτε…άλλοι θα γεννηθούνε.

 

Μόνο να πλήξουν τον εχθρό, αυτό μόνο τους φτάνει,

οι Ευρωπαίοι να το ιδούν και οι Αμερικάνοι.

 

Ας γίνουνε γης Μαδιάμ, άμορφη μαύρη μάζα

και ας μη μείνει ούτε ψυχή, καμία μες στη Γάζα.

 

Και βιβλική καταστροφή, καμία δεν τους νοιάζει,

γιατί ο σκοπός ο…ιερός, τα μέσα τα αγιάζει.

 

Αυτοί είν’ ανθρώποι του θεού, αυτοί οι καταραμένοι,

που ο κόσμος τους παρατηρεί, με την πνοή κομμένη;

 

Αλλά κι ο άλλος, βρε παιδιά και ο…ιερωμένος,

που μόλις είδε τη σφαγή, βγήκε ευχαριστημένος.

 

Που προσκυνά ολημερίς, επάνω στα μιντέρια

κι είπε αυτοί που σφάξανε, χρυσά έχουνε χέρια!!!

 

Του Δία θα του έλεγα, που τον έχουμε σβήσει,

να του ’ριχνε έναν κεραυνό, για τούτην του τη ρήση.

 

Αν είν’ ανθρώποι του θεού, αυτοί οι τσαρλατάνοι,

τότε ο θεός τους, κατ’ εμέ, ούτε δεκάρα κάνει.

 

Το λέω για τους πολέμαρχους, του κόσμου, μάθετέ το,

ο έχων ώτα, φίλοι μου, ακούειν ακουέτω!