γράφει ο 

Βασίλης Μυλωνάς

 

 

Τι, κατάληψη τριαντατέσσερα χρόνια;;;

 

Τ’ αυτιά μου άκουσαν καλά, πρέπει να το πιστέψω;

Μήπως πρέπει βοήθεια, χοάνης να γυρέψω;

 

Είχανε, λέει, κατάληψη, σχεδόν μισόν αιώνα,

ούτε λίγο, ούτε πολύ…τριανταπέντε χρόνια!!!

 

Μέσα σε μία αίθουσα, του πανεπιστημίου,

λημέριαζαν και νιάνιαρα και…φοιτητές διά βίου. 

 

Και το πανεπιστήμιο, μες στη Θεσσαλονίκη,

κατάντησε της κλεφτουριάς, ένα αρματολίκι.

 

Κάποιοι ήταν όταν μπήκανε, αμούστακα παιδάκια

και τώρα βγήκαν μια χαρά, κρατώντας εγγονάκια.

 

Κατάληψη για αιτήματα, για…ιερόν αγώνα,

μα η αίθουσα γεμάτη γκλοπ, μολότοφ, καπνογόνα.

 

Ήτανε το ορμητήριο, για τις διαδηλώσεις,

εκεί γινόταν υλικών κι ανθρώπων συγκεντρώσεις.

 

Διδάσκονταν «μαθήματα», πώς σπάνε και πώς καίνε,

να παίρνουνε εκδίκηση, που πάντα οι άλλοι φταίνε.

 

Κι ήτανε χρόνια άβατος, ερμητικά ο χώρος,

όπως είναι στα θηλυκά, ο Άθως τ’ Άγιον Όρος.

 

Και μόνο τους αγνάντευε, απ’ έξω η Πολιτεία

και δεν τολμούσε για να μπει, μέσα αστυνομία.

 

Τα χρόνια επερνούσανε, αυτοί εκεί μέσα βράζαν,

οι κυβερνήσεις πέφτανε και…χρώματα αλλάζαν. 

 

Οι Πασοκτσήδες έφυγαν, ήρθανε οι Νου Δούδες

κι οι Συριζαίοι και αυτοί, ήταν…καλοί παππούδες.

 

Το παραμύθι άρχισε, μ’ Αντρέα Παπανδρέου

και γενιές δεκατέσσερις, σαν το κατά Ματθαίου.

 

Μετά Ανδρέα ανέλαβε, Τζαννής ο Τζαννετάκης, 

Γρίβας, Ζολώτας και μετά, ο Κώστας Μητσοτάκης.

 

Μετά, παιδιά, ανέλαβαν, Άκηδες, Πικραμμένοι,

 τη Θάνου τηνε βάλανε κι εκείνη την καημένη.

 

Διοίκησαν το κράτος μας, οι…Τσιπρο-Σαμαράδες,

μα όλοι τους κατά σειρά, είχαν άλλους νταλγκάδες.

 

Εμείς περνούσαμε «καλά» κι αυτοί καλά περνούσαν

και τα παιδιά ανενόχλητα, στην αίθουσα…γλεντούσαν.

 

Δε βρέθηκε κανένας τους, να πει, μπα, τι ’ναι τούτοι,

που το πανεπιστήμιο, το γέμισαν μπαρούτι;

 

Να μπαίνουν κάθε άσχετοι και καρυδιάς καρύδια;

Όλοι τα μάτια κλείνανε και κάνανε τα ίδια.

 

Λέτε, μήπως, μπερδεύτηκαν, με τη Δημοκρατία

και αν ρημάζαν τα «παιδιά», δεν ήταν αμαρτία;

 

Δεν ήθελαν μέσα από κει, να τους…εκσφενδονίσουν

ή «ρετσινιά» φοβότανε, μήπως και τους κολλήσουν;

 

Τώρα τους ξαποστείλανε, να…μην απορημάξουν,

απ’ το αυτί στη μάνα τους, να πάνε να βυζάξουν.

 

Η ιστορία αυτή, παιδιά, άναυδο με αφήνει

και ψάχνω στον πλανήτη μας, αν έχει ξαναγίνει.

 

Θα πείτε…ψήλου πήδημα, στα τόσα γεγονότα,

σα να ’σπασε το πόδι της, η παρδαλή μας κότα.

 

Μα δεν είναι το θέμα μας, πόση είναι η ζημία,

πως τα πανεπιστήμια, χρειάζονται ηρεμία.

 

Γράμματα να διδάσκονται, να χύνεται μελάνη

κι όχι μολότοφ και λοστούς, που ’χουν οι τσαρλατάνοι.