Μια περίεργη υπόθεση με εκατέρωθεν μηνύσεις φέρνει στο φως της δημοσιότητας η «Espresso», με πρωταγωνιστές έναν τρόφιμο γηροκομείου και έναν ιερέα που κατοικούν στην Καβάλα.

 

 

Ο ηλικιωμένος Σ.Τ. έχει υποβάλει μήνυση στον ιερέα για υπεξαίρεση ύψους 180.000 ευρώ, ενώ με τη σειρά του ο δεύτερος έχει υποβάλει μήνυση εναντίον του για κλοπή ύψους 40.000 ευρώ.

 

Σύμφωνα με τον Σ.Τ., όλα άρχισαν τον Αύγουστο του 2020 σε παρεκκλήσι του ναού όπου λειτουργεί ο ιερέας: «Με τον μηνυόμενο γνωρίστηκα τον μήνα Αύγουστο του έτους 2020 σε παρεκκλήσιον του ως άνω ιερού ναού, το οποίον ευρίσκεται έξωθεν αυτού. 

 

Με είδε στενοχωρημένο και προβληματισμένο, από προσωπικά προβλήματα, που με ταλάνιζαν, και με πλησίασε, επιδεικνύοντας καταρχήν ενδιαφέρον, ρωτώντας με αν είμαι προβληματισμένος και η είναι αυτό που με απασχολεί.

 

Παρασυρθείς από το Ιερό του Σχήμα και θεωρώντας ότι πρόκειται περί καλού Σαμαρίτη, του εκμυστηρεύθηκα διάφορα οικογενειακά προβλήματα που είχα. Εκ των υστέρων αντελήφθην ότι δεν μπορεί να είναι τυχαία η ως άνω προσέγγιση, είτε εξαρχής είτε εκ των υστέρων, πρέπει να είχε από κάπου πληροφορίες για το πρόσωπό μου και την περιουσιακή μου κατάσταση. 

 

Μου έλεγε συνεχώς ότι το οπτή όπου κατοικούσα δεν ήταν κατάλληλο και μου δόλωσε ότι θα έπρεπε να μεταφερθώ στο δικό του. Είχε αναλάβει την τροφοδοσία μου και παράλληλα την περίοδο της πανδημίας άρχισε να μου δίνει και φάρμακα και χάπια» αναφέρει στη μήνυσή του και συνεχίζει: «Με έπεισε στις αρχές Μαΐου του 2021 να πω το “ναι” για να μεταφερθώ στο σπίτι του να με φροντίσει καλύτερα. 

 

Μέσα σε αυτό το κλίμα “εμπιστοσύνης”, που είχε δημιουργήσει, και εκμεταλλευόμενος την άσχημη ψυχολογική μου κατάσταση, μου ζήτησε να του πω την περιουσιακή μου κατάσταση, να του δώσω ό,τι χαρτιά είχα, την ταυτότητά μου, τα τραπεζικά μου βιβλιάρια και τις πιστωτικές μου κάρτες και μου είπε ότι σε μία εβδομάδα θα μεταφερθώ στο σπίτι του, αφού με βοηθήσει πρώτα να τακτοποιήσω τα οικονομικά μου! 

 

Έτσι, στις 7/5/2021 με πήγε στην τράπεζα με την οποία συνεργαζόμουν. Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι στη συγκεκριμένη τράπεζα είχα καταθέσεις ύψους συνολικά διακοσίων είκοσι χιλιάδων (220.000) ευρώ. Εγώ ουδέποτε του έδωσα το δικαίωμα να μεταφέρει τα ως άνω χρήματά μου στον προσωπικό του λογαριασμό και να τα ενθυλακώσει. 

 

Στη συγκεκριμένη τράπεζα είχα πέντε λογαριασμούς και έβαλα τον ιερέα συνδικαιούχο στους υπ’ αριθμόν 2,3,4 και 5 λογαριασμούς».

 

 

«Με απέκλεισε»

 

Ο Σ.Τ. στη μήνυσή του επίσης αναφέρει ότι ο ιερέας τον φιλοξένησε στο υπόγειο του σπιτιού του, αποκλείοντάς τον από τον έξω κόσμο, με τον ηλικιωμένο, όπως ισχυρίζεται, να υποσιτίζεται: «Ο μηνυόμενος με έφερε στο σπίτι του στις Ιουλίου του 2021, όπου με εγκατέστησε στο υπόγειο του σπιτιού του μέχρι τις 12 Αυγούστου 2021. Επί σαράντα δύο ημέρες με είχε αποκλείσει ουσιαστικά από την επικοινωνία μου με συγγενείς, φίλους και γνωστούς μου. 

 

Μου εξαφάνισε το κινητό τηλέφωνο που είχα και μου έφερε ένα άλλο κινητό, στο οποίο εισήγαγε μία ρύθμιση με την οποία ελάμβανε γνώση όλων των τηλεφωνικών μου επικοινωνιών!

 

Εκείνη την περίοδο είχα χάσει κιλά, λόγω κακής διατροφής και από τη λήψη χαπιών, τα οποία δεν γνώριζα επακριβώς γιατί ελάμβανα, με αποτέλεσμα στις 12 Αυγούστου του 2021 να φύγω μόνος μου και εξαντλημένος από το σπίτι του άνω μηνυομένου και να καταφύγω στο ίδρυμα της μητρόπολης όπου διαμένω μέχρι σήμερα. 

 

Όταν συνήλθα από την κατάστασή μου, μετά από δίμηνο περίπου, και σκέφτηκα καλύτερα, η πρώτη μου δουλειά ήταν να επικοινωνήσω με την τράπεζά μου για να δω π συνέβαινε με τα χρήματά μου. Εκεί διαπίστωσα όπου οι οικονομίες μου είχαν κάνει φτερά!» λέει στη μήνυσή του, με το ποσό να ανέρχεται στα 180.135 ευρώ.

 

Στην άλλη πλευρά ο ιερέας κατηγορεί τον Σ.Τ. ότι του έκλεψε 40.000 ευρώ. «Αρχές Αυγούστου του 2020 συνάντησα στο προαύλιο του Ιερού Ναού στον οποίο διακονώ σε άθλια κατάσταση έναν κύριο 71 ετών ονόματι Σ.Τ., ο οποίος βρισκόταν στο δεύτερο κατά σειρά διαζύγιό του. 

 

Εγώ μίλησα μαζί του και εκείνος, απελπισμένος, μου είπε ότι έμεινε μόνος του. Κατά το διάστημα αυτό, αρχές Αυγού- στου του 2020, και σε συνέχεια κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown τον φρόντιζα έχοντας τη δυνατότητα να μετακινούμαι ως ιερέας χωρίς περιορισμούς και μάλιστα έως τα τέλη του μηνάς Ιουνίου του 2021, στο σπίτι όπου διέμενε.

 

Μην έχοντας κάποιον άλλον να τον φροντίσει, του πρότεινα να ξαναπαντρευτεί ή να πάει σε κάποιο γηροκομείο ή να πάει σε κάποιον συγγενή του να ζήσει μαζί του, επιλογές πς οποίες αρνήθηκε πεισματικά. 

 

Τέλη Απριλίου του 2020 με ρώτησε αν έχω χώρο να τον φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι μου, ούτως ώστε να μπορώ να τον φροντίζω πιο εύκολα και εκείνος να μην είναι μόνος του, νιώθοντας μεγαλύτερη ασφάλεια με τη συγκατοίκησή μας, και εγώ του απάντησα ότι διαθέτω διώροφη κατοικία.

 

Εκείνος μου πρότεινε να βρούμε ένα καινούργιο σπίτι διώροφο, το οποίο θα αγόραζε απευθείας στο όνομα των παιδιών μου, ώστε να μείνουμε όλοι μαζί σαν μία οικογένεια. 

 

Έγινε προσπάθεια ανεύρεσης κατάλληλης προς τούτο οικίας, ωστόσο ο ίδιος δεν έκρινε κανένα σπίτι από όσα είδαμε κατάλληλο. 

 

Κατόπιν επανήλθε με νέα πρόταση να τον φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Ρώτησα τη σύζυγό μου, η οποία, ήταν επιφυλακτική στην αρχή, εν τέλει συμφώνησε. Κατόπιν προέβην σε τροποποίηση του ισόγειου χώρου της κατοικίας μου, ώστε να καταστήσω βιώσιμη τη μετοίκισή του.

 

Όλα έβαιναν καλώς και το μόνο που είχα αξιώσει από αυτόν ήταν να μου καλύψει τα έξοδα τροποποίησης της ισόγειας κατοικίας μου!»

 

Σχετικά με τους περιβόητους τραπεζικούς λογαριασμούς ο ιερωμένος αναφέρει: «Μία μέρα που τον κατέβασα στην πόλη μού ζήτησε να τον συνοδεύσω στη συγκεκριμένη τράπεζα. 

 

Εκεί μου ανακοίνωσε την απόφασή του, λέγοντας μου ότι πλέον είμαι η μόνη του οικογένεια και ότι θα ζητήσει ανάληψη από την τράπεζα ποσό ύψους 230.000 ευρώ περίπου, τα οποία και θα κάνει δωρεά σε μένα και στην οικογένειά μου, διότι οι μόνοι άνθρωποι που του συμπαραστάθηκαν χωρίς να ζητήσουν τίποτα ήμασταν εμείς. 

 

Κατόπιν των ανωτέρω, παρουσία δύο αντιπροσώπων της τραπέζης, ζήτησε να μπω συν δικαιούχος σε όλους τους λογαριασμούς του και σε κάποια από τα χρήματα που θα γινόντουσαν τραπεζικά προϊόντα να μπω κύριος δικαιούχος. 

 

Εγώ απευθύνθηκα στον πνευματικό μου ζητώντας του να μου δώσει τη συμβουλή του ως προς το θέμα αυτό που πραγματικά με προβλημάτιζε. Στη συνάντησή μας εγώ του ανέλυσα τα δεδομένα ως είχαν και εκείνος μου είπε να μην κρατήσω όλο το ποσό, αλλά να του επιστρέφω το 50% των χρημάτων.

 

Όταν ανακοίνωσα αυτή μου την απόφαση στον Σ.Τ., αρνήθηκε πεισματικά, λέγοντάς μου πως τα δώρα δεν επιστρέφονται και να σταματήσω να τον προσβάλλω προτείνοντάς του κάτι τέτοιο. Εγώ όμως επειδή ήθελα να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου του είπα πως, αν δεν δεχθεί έστω ένα ποσό, θα του ζητήσω να εγκαταλείψει την οικία μου.

 

Μετά από πολλή και έντονη επιμονή μου δέχθηκε να του αποδίδω σταδιακά το ποσό των 81.000 ευρώ, πράγμα το οποίο και υλοποίησα προβαίνοντας σε αναλήψεις με τη χρεωστική του κάρτα λαμβάνοντας ποσά της τάξεως των 2.000 ευρώ έκαστη φορά και μία των 1000 ευρώ. Το υπόλοιπό ποσό το οποίο απεδέχθην εγώ ως δωρεά αφαιρουμένων των κοινών εξόδων ανέρχονταν στο ποσό των 140.000 ευρώ. 

 

Αποφασίσαμε λοιπόν από κοινού με τον Σ.Τ. να μεταβούμε στην αρμόδια εφορία και να δηλώσουμε ότι μου δωρίζει το πόσο αυτό των 140.000 ευρώ. Συμφωνήσαμε επίσης από την καταβολή που θα έπρεπε να κάνουμε στην Εφορία για να πληρωθεί ο φόρος δωρεάς ο οποίος ανερχόταν σε 56.000 ευρώ να πληρωθεί ως εξής. Τα 40.000 ευρώ θα τα κατέβαλλα εγώ και τα 16.000 ευρώ εκείνος»!

 

 

Στο συρτάρι

 

Σύμφωνα όμως με τον ιερέα, ο 71χρονός του έκλεψε 40.000 ευρώ: «Την 11η του μηνός Αυγούστου του 2021 μου ζήτησε να του παραδώσω το εν λόγω ποσό των 40.000 ευρώ και τη - χρεωστική κάρτα. 

 

Όταν ρώτησα για ποιο λόγο να του δώσω τα χρήματα αφού θα πηγαίναμε μαζί στην εφορία, μου είπε πως είχε ένα δικό του συρτάρι που κλείδωνε στη συρταριέρα που διατηρούσε στο χώρο που διέμενε και θα τα φύλασσε εκεί - ώστε να είναι προστατευμένα. 

 

Όταν έφτασα, μου υπέδειξε το συρτάρι το οποίο κλείδωνε καθώς και τον τρόπο με - τον οποίο κλείδωνε και άνοιγε, και ακόμη πού θα βρισκόταν το εν λόγω κλειδί, πήρε τα χρήματα αυτά και τα τοποθέτησε μαζί με τα δικά του στο συρτάρι αυτό. 

 

Τη 12η του μηνός Αυγούστου του 2021 βγήκε εντελώς από τον χώρο του σπιτιού μου και επέστρεψε σε λίγα λεπτά με άλλους δύο, έναν κύριο ψηλό φαλακρό και μία κυρία κοντή με καστανά μαύρα μακριά μαλλιά, τους οποίους και οδήγησε μέσα στον χώρο όπου διέμενε και πήρε όσα πράγματα μπορούσε και χρειαζόταν προφανώς, καθώς και πέντε γίγας μαύρες σακούλες και εγκατέλειψαν το σπίτι.

 

Άνοιξα το σπίτι μου και κατευθείαν πήγα στον χώρο που μου είχε υποδείξει ότι φύλασσε τα χρήματα που του είχα δώσει. Διεπίστωσα ότι τα χρήματα έλειπαν. Από την όλη του συμπεριφορά και έτσι όπως την ερμηνεύω τώρα με νηφαλιότητα καταλήγω στο συμπέρασμα ότι όσον αφορά το θέμα των 40.0000 ευρώ υπήρχε απόλυτος σχεδιασμός από την πλευρά του να μου τα κλέψει. 

 

Εγώ αφ’ ής στιγμής μου είχε δωρίσει το ποσό των 140.000 ευρώ δεν μπορούσα ούτε να υποψιαστώ ούτε καν να μου περάσει από το μυαλό ότι θα αφαιρούσε τα συγκεκριμένα χρήματα τα οποία προορίζονταν για την πληρωμή του φόρου!»