γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Γιατί οι Πόλεμοι, γιατί;

 

Βροντάνε τα κανόνια, πέφτουν οι οβίδες,

το αίμα ποτάμι, χάνονται ελπίδες,

γέροι και νέοι, μωρά στα κρεβάτια,

κλείνουν πριν την ώρα τους, άδικα τα μάτια.

 

Μίσος, κακία, φωτιά και μανία,

με τέτοια γεγονότα, χιλιάδες βιβλία,

βασιλιάδες, στρατιές και εξορμήσεις,

πόθος μεγάλος, για κατακτήσεις.

 

Μικρή η Γη μας, δεν μας χωράει

ή κάτι άλλο μάς τυραννάει;

Τους δυό πολέμους του τώρα κοιτάζω

και, ίσως άδικα, το κεφάλι μου σπάζω.

 

Γιατί η επίθεση στην Ουκρανία,

είχε στένωση η…φαρδεστάτη Ρωσία;

Γιατί ο χαμός στην Παλαιστίνη,

ήταν ανάγκη να γίνει καμίνι;

 

Η Γη μας τεράστια, χωράμε όλοι,

αν τη δουλεύουμε, σαν περιβόλι,

θα μας ταΐζει, θα μας ποτίζει,

τον Πόλεμο ο άνθρωπος, δεν τον αξίζει.

 

Αλλά γιατί, ρωτάω και πάλι,

γιατί του Πολέμου η αιώνια πάλη;

Μήπως η ξένη περιουσία,

μη των ανθρώπων η δουλεία;

 

Γιατί…Ξέρξες, Αύγουστοι, Σουλτάνοι,

Αυτοκράτορες, Τζενκισχάνοι,

στα πέρατα της Γης, θέλαν να πάνε,

μήπως γιατί δεν είχαν να φάνε;

 

Μήπως, λέω, οι Αυτοκρατορίες,

έκαναν και αυτές ληστείες,

από τα πανάρχαια χρόνια,

όπως τα σημερινά κλεφτρόνια;

 

Ας μου πει, λοιπόν, όποιος ξέρει,

του Αττίλα η επιδρομή, πού διαφέρει,

και η Κωνσταντινούπολη το 1453,

από μια κοινή ληστεία;

 

Ληστεία σε χρυσό κι ανθρώπινα χέρια,

να τα πουλήσουν σκλάβους, σε ξένα μέρια(*),

σκοπός τους, πάντα, να θησαυρίζουν

και άλλους λαούς να βασανίζουν.

 

 

Αλλά και των Ισπανών και Πορτογάλων

και των αποικιοκρατών των άλλων,

οι…κτήσεις τους, αν δεν ήταν ληστείες,

που υφάρπαξαν ξένες εστίες.

 

Αυτά, όμως, ανήκουν στο παρελθόν μας,

τώρα, τον κακό μας τον καιρό μας,

δεν ξεφεύγουμε απ’ την κακιά μας μοίρα,

γιατί…τα μυαλά μας και μια λίρα.

 

Τι να τους κάνω Μπετόβεν, Πικάσο,

Άινστάιν και Νόμπελ, να τους…βράσω,

αφού η αλλαγή δεν έχει γίνει,

η ευλογημένη, Επί Γης Ειρήνη;

 

Τι να τους κάνω Σωκράτη Πυθαγόρα,

αφού φαγωνόμαστε, ως αυτή την ώρα,

τον Περικλή, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο,

αφού ο ένας μας, βλέπει τον άλλον σκύλο;

 

Τι να τα κάνω τα Τζαμιά, τις Συναγωγές, τις Εκκλησίες,

τα Κοράνια, τις προσευχές, τις λειτουργίες,

αφού οι οβίδες σκάνε και σφυρίζουν

κι ούτε χρώμα, ούτε θρησκεία γνωρίζουν;

 

Τι να την κάνω την ανθρώπινη ιδιοφυία,

που στο θέμα της Ειρήνης, πρόοδος καμία;

Στις εφευρέσεις για τον Πόλεμο, είμαστε ξεφτέρια,

Πυρηνικά όπλα, αντί για μαχαίρια.

 

Σε μια κλωστή κρέμεται, η ζωή στον Πλανήτη.

Μήπως την κόψει, μια μέρα, το χέρι ενός…αλήτη;

Κι αν εξαφανιστούμε, όπως οι δεινόσαυροι, οι μεγάλοι,

θα φταίει, το…ξερό μας το κεφάλι.

(*)=μέρη