Γράφει ο 

Ευριπίδης Ταρασίδης 

 

Το ‘χουμε εμείς οι Έλληνες το πανηγύρι και το «ώπα» στο τσεπάκι. Χαρά θες, χωρισμό θες, ρεπό θες, απόλυση θες, τα πίνουμε, τα σπάμε και το γλεντάμε. Και καλά κάνουμε. 

 

Χάνουμε βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις το μέτρο. Δεν είναι όλες οι καταστάσεις το ίδιο, τι να κάνουμε.

 

Θέλω να πω, δεν μπορείς να το γλεντάς επειδή κέρδισε η Παπαρίζου την Eurovision και να το γλεντάς και επειδή συμπληρώθηκαν 200 χρόνια απ’ την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.

 

Είναι οξύμωρο, όσο να πεις. 

 

Αλλά εδώ, δεν πρόκειται για μία ατυχέστατη επίδειξη της πανηγυρτζίδικης φύσεως μας, αλλά για μία χαμένη ευκαιρία.

 

Τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, θα έπρεπε-ή, έστω, θα μπορούσαν- να δώσουν το έναυσμα για έναν αναστοχασμό της πορείας του ελληνισμού στο ελεύθερο εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε τότε, χωμένο ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις ορέξεις των Μεγάλων Δυνάμεων, των Βαλκανικών ασταθειών και των εγχώριων πολιτικών ανισορροπιών (για να το θέσω ευγενικά). 

 

Μία ευκαιρία αξιοποίησης της τεράστιας ιστορικής γνώσης των εγχώριων και διεθνών ιστορικών. 

 

Από τον ελληνικό Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό, στα Ορλωφικά και τη Φιλική Εταιρεία και από εκεί στις μεγάλες μάχες, στο διεθνή παράγοντα, στα δάνεια, στους μεγάλους πολιτικούς της εποχής, στην αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας, στις διπλωματικές μας ήττες, στους Βαλκανικούς πολέμους κ.α.

 

Γνώσεις που η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν κατέχει. 

 

Όχι, ο «εορτασμός» δεν θα έπρεπε να είναι μία διδακτική επαγρύπνηση με όρους διαγωνίσματος. Ούτε χρειάζεται να δώσουμε εξετάσεις ιστορίας για να γιορτάσουμε κάτι. Αλίμονο.

 

Είναι όμως μία στιγμή στη μεγάλη διαδρομή του ελληνισμού, που χρειάζεται να κοιτάξουμε πίσω, να γνωρίσουμε πράγματα που δεν ξέραμε, να εξερευνήσουμε απάτητες ιστορικές διαδρομές, να ενταχθούμε σε μία μεγάλη συζήτηση, η οποία μας αφορά. 

 

Με τρόπους σύγχρονους, αισθητικά αναβαθμισμένους, μακριά από το καρακιτσαριό, το βλαχοτρέντι, το βαλκανοκίτς. Μακριά από τις επαναλήψεις προτύπων που παραπέμπουν σε μία εθνική έπαρση αγνώστων λοιπών στοιχείων και, κυρίως, άγνωστης προελεύσεως.

 

Υπάρχει το θέατρο, το διαδίκτυο, η τηλεόραση, το σινεμά, τα σόσιαλ μίντια. Υπάρχουν καλλιτέχνες, εικαστικοί, δάσκαλοι. Υπάρχει χώρος, χρόνος, διάθεση. Υπάρχουν νέα παιδιά, μορφωμένα, ανοιχτά στις νέες αναγνώσεις, σε νέες παρουσιάσεις, σε νέες ευκαιρίες. 

 

Αντ’ αυτού, επιδιώκουμε πάλι να εξάγουμε συμπεράσματα, πρότυπα, ήρωες. Να αισθανθούμε περήφανοι για κάτι που αγνοούμε. 

 

Με έναν τρόπο παλιό, συγκεχυμένο, αντιαισθητικό, ασύγχρονο με την εποχή του. Σε μία αγωνιώδη προσπάθεια να παντρέψουμε τη Μύκονο με τα Άνω Τζούρτζουλα. 

 

Έναν τρόπο για λίγους. Για εκείνους που θέλουν δειχθούν και όχι να δουν. 

 

Η περιβόητη επιτροπή μέχρι στιγμής έχει δώσει κάκιστα δείγματα γραφής. Εγκλωβισμένη στη μεγαλομανία της κ. Αγγελοπούλου, η οποία κοπιάζει να συνδυάσει το τσαρούχι με το φρέντο εσπρέσο, όπως χρόνια προσπαθούσε να συνδέσει την χλαμύδα με το Gucci, οδηγεί τις καταστάσεις σε πεδία που δεν αφορούν κανέναν. Σε μία νέα υποκουλτούρα με εθνικές (πολλές φορές και εθνικιστικές) αναφορές, ίσα ίσα για να νιώσουμε -κάπως- καλά που στο σύνολο που ανήκουμε, μπορεί να μην έχει νοσοκομεία για όλους, αλλά έχει μπόλικη ιστορική περηφάνια και στιγμές δόξας. 

 

Δεν είναι δύσκολο να ξυπνήσεις την περηφάνια του Έλληνα. Από την κεφάλια του Χαριστέα μέχρι τον Σεφέρη, ένα τσιγάρο δρόμος. 

 

Δύσκολο είναι να τον κάνεις μέτοχο της προσπάθειας να τιμηθεί η μακρά πορεία των Ελλήνων από τον απελευθερωτικό αγώνα, μέχρι σήμερα. Ή, προτιμότερα, για αρχή να μαθευτεί ο λόγος που αξίζει, πέραν από τη γενετική τυχαιότητα, να νιώθει κάποιος τυχερός (και όχι περήφανος) που ζει σ’ αυτόν τον τόπο.

 

Ας μην γελιόμαστε. Για να είσαι για κάτι περήφανος, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να συμβάλλεις και εσύ σ’αυτό. Εν προκειμένω, αν θες να είσαι περήφανος για την ιστορία σου-και συγκεκριμένα για τον απελευθερωτικό αγώνα-, καλό είναι να προσπαθήσεις να την μάθεις.

 

Μένουμε, όμως, σε μία μπασταρδεμένη ανατολιτικοευρωπαϊκή περηφάνια και αισθητική, που ταιριάζουν με το εξώφυλλο του ΒΗΜΑgazino και το ντύσιμο της Αγγελοπούλου σε κάποια βαρετή και ανούσια τελετή σε κάποιο μέρος της Ελλάδα, πλαισιωμένη από φουστανελάτους κυρίους, που ψάλλουν κορδωμένοι τον εθνικό ύμνο. 

 

Σε γνωρίζω από την κόψη…

 

Και μόνον από αυτήν. Δεν σε γνωρίζω ούτε από την ιστορία σου, ούτε από την παράδοση σου, ούτε από τίποτα άλλο. Μόνο από την κόψη.

 

Ούτε από το κρύο μάρμαρο, ούτε από την χλοόφορτη πέτρα, ούτε βέβαια από τις αρχαίες ιστορίες.

 

Παράλληλα, η προσπάθεια μας να ηρωποιήσουμε κάποιον, αφού πρώτα αποτύχουμε να νιώσουμε εμείς οι ίδιοι ήρωες της καθημερινότητας μας, καταντά γραφική και βλακώδης. Από τον Μιλτιάδη και τον Λεωνίδα, στον Μέγα Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και από εκεί στον Κολοκοτρώνη και τον Ανδρούτσου και πάλι από εκεί στον Χαρδαλιά και τον Τσιόδρα. Μάνα μου Ελλάς.

 

200 χρόνια, λοιπόν, και το κόμπλεξ κατωτερότητας υπό μάλης. 

 

Εθνική υπερηφάνια και αμορφωσιά.

 

Ασυγκράτητη συγκίνηση για πράγματα που αγνοούμε. 

 

Μας αρκεί να μπορούν να τοποθετηθούν στο ταυτοτικό μας υποζύγιο, μπας και καταφέρουμε να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στη ζωή. 

 

Και δωσ’ του το τσίπουρο και η προβατίνα. 

 

Και άιντε μετά το μανικετόκουμπο με την φουστανέλα. 

 

Και δωσ’ του ξανά-μανά οι χοροί που θα κρατήσουν και θα βρούμε αλλιώτικα στέκια επαρχιώτικα, βρε. 

 

Και δωσ’ του η κάλτσα με τα καριοφίλια, τις κουμπούρες και τα σελάχια. 

 

Και δωσ’ το τσάμικο και η φωτογραφία στο προφίλ μας ντυμένη με τη γαλανόλευκη.

 

Σε γνωρίζω από την όψη.

 

Και μόνον από αυτήν. Αλλά δεν σε ξέρω και δεν με νοιάζει να σε μάθω. Ούτε στα 200, ούτε στα 2000. Καλά να είμαστε, να γιορτάζουμε, να τρώμε και να βγάζουμε ήρωες και συμπεράσματα!

 

Ένας εορτασμός για τον νεοέλληνα. Ή, ακόμα καλύτερα, για τον κωλοέλληνα, που έλεγε και ο δημιουργός. 

 

Ας κρατήσουν οι χοροί!