Ο ενθουσιασμός και η χαρά ενός 9χρονου κοριτσιού που σε ηλικία τεσσάρων ετών ήρθε πρόσφυγας από τη Συρία, μεγάλωσε στην Ελλάδα, πήγε σε ελληνικό σχολείο, έμαθε να μιλάει ελληνικά και διακρίθηκε στον διαγωνισμό παραμυθιού που διοργάνωσε η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, είναι απόλυτα δικαιολογημένα συναισθήματα, αν σκεφτεί κάποιος τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν σε όλη αυτή τη μακρά διαδρομή, τόσο του κοριτσιού όσο και της οικογενείας της.

 

Η μικρή Σουζντέλ, μαζί με την 4χρονη αδελφή της Ναζλί και τους γονείς της, τους τελευταίους μήνες ζουν στην ανοιχτή δομή φιλοξενίας προσφύγων στην Καβάλα, μέσω του προγράμματος «Supporting the Greek Authorities in Managing the National Reception System for Asylum Seekers and Vulnerable Migrants», του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, που υλοποιείται με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

Συμμετείχε στον διαγωνισμό γράφοντας ένα μικρό παραμύθι, με τίτλο «Η αρρώστια», που μπορεί να μην πληρούσε τους όρους του διαγωνισμού, ωστόσο τα μέλη της κριτικής επιτροπής το ξεχώρισαν για τα μηνύματα που ήθελε να περάσει μέσα από τους πρωταγωνιστές, που ήταν τα μέλη μιας οικογένειας και οι σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους.

 

Τα στελέχη του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ) είχαν ενημερωθεί για το διαγωνισμό και είναι αυτά που προέτρεψαν τόσο τη Σουζντέλ όσο και τα άλλα παιδιά της δομής να γράψουν ένα παραμύθι με φαντασία. Χάρη στην υποστήριξη που είχαν τα παιδιά μέσα στην ανοιχτή δομή φιλοξενίας κατάφεραν να δημιουργήσουν κάτι πραγματικά όμορφο. 

 

Ο διαγωνισμός συγγραφής πρωτότυπου παραμυθιού «γεννήθηκε» εν μέσω πανδημίας, στις αρχές Απριλίου, από μια πρωτοβουλία που πήραν η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» και η καθόλα δραστήρια ομάδα μελέτης, διατήρησης και διάδοσης του λαϊκού παραθυριού και παιχνιδιού «Οι Παραµυθάδες». Στόχος αυτής της σύμπραξης και της συνένωσης δυνάμεων ήταν η δημιουργική ενασχόληση μικρών και μεγάλων, με αφορμή τον «εγκλεισμό» τους στα σπίτια. Το θέμα του διαγωνισµού της συγγραφής παραμυθιού ήταν: «Τα παιδιά σώζουν τον πλανήτη Γη».

 

Η Ιστορία της Οικογένειας

Η ιστορία της οικογένειας της Σουζντέλ δεν διαφέρει από τις ιστορίες των χιλιάδων μεταναστών που ένα κρύο βράδυ πέρασαν με μια πλαστική βάρκα από την Τουρκία στην Ελλάδα. Η οικογένεια του Μαρουάν και της Ναϊρούζ Μουσλί έχει πέντε παιδιά- τέσσερα κορίτσια κι ένα αγόρι. Η τελευταία, η Ναζλί, γεννήθηκε σε κάποιο νοσοκομείο της Τουρκίας στο δρόμο για την Ελλάδα.

 

Στην πόλη Αφρίν, στα σύνορα με την Τουρκία, ο Μαρουάν και η Ναϊρούζ είχαν κομμωτήριο. Αποφάσισαν να φύγουν όταν ξεκίνησε ο πόλεμος για χάρη των παιδιών. «Ήταν όλα τρομαχτικά, βόμβες, καταστροφές, σφαγές, δε νιώθαμε ασφαλείς», θυμάται η Ναϊρούζ και συνεχίζει: «ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά, αν ήμασταν μόνο εγώ και ο άντρας μου, δεν θα φεύγαμε, θα μέναμε πίσω και θα ακολουθούσαμε τη μοίρα μας. Είχαμε όμως τέσσερα παιδιά και περίμενα το πέμπτο».

 

Ερχόμενοι στην Ελλάδα έζησαν για δυο μήνες στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας, στη Μυτιλήνη. Όταν πέρασαν στην ηπειρωτική Ελλάδα έμειναν στον καταυλισμό της Βόλβης. Εκείνη την περίοδο και όσο τα σύνορα ήταν ανοιχτά έφυγαν από την Ελλάδα τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας. Η μια κόρη και ο γιος της πήγαν στην Αυστρία και η άλλη κόρη πήγε στη Γερμανία. Ζουν πέντε χρόνια εκεί και εργάζονται.

 

Βασικός στόχος για την ίδια είναι η επανένωση με τα άλλα παιδιά της, στην Αυστρία ή τη Γερμανία. Θέλει να πάνε εκεί να τα συναντήσουν, να μπορέσει η οικογένεια να επανασυνδεθεί. Ωστόσο, δεν διστάζει να πει ότι αν έβρισκε μια δουλειά και μπορούσε να βελτιωθεί η υγεία του συζύγου της θα ήθελε να μείνει και στην Ελλάδα.

 

Δώδεκα μέρες διήρκησε το ταξίδι της οικογένειας από την πόλη Αφρίν της Συρίας μέχρι την Ελλάδα και στο ερώτημα πότε φοβήθηκε περισσότερο σε αυτό το διάστημα, λέει χαρακτηριστικά: «και οι δώδεκα αυτές μέρες ήταν γεμάτες από φόβο και ανασφάλεια αν θα φτάσουμε ζωντανοί στην Ελλάδα χωρίς να κινδυνέψει κανένα παιδί μας».

 

Από το κείμενο του Βασίλη Λβλίδη για το Αθηναϊκό Πρακτορείο