γράφει ο

Βύρων Δημητριάδης

 

Ας υποθέσουμε ότι επιχειρούμε -ψύχραιμα- μια υπόθεση εργασίας, που εκτός των άλλων θα μας συνδέσει με το προηγούμενο σχόλιο, ότι, πράγματι, το πολίτευμα της χώρας, μέσω των “ανεπαίσθητων ερπυστριών” (Λέβιτσκι-Ζίμπλατ: “Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες” 2018) και μέσω της “εκτελεστικής επέκτασης” (Ράνσιμαν: “Έτσι τελειώνει η δημοκρατία” 2018), διολισθαίνει επιταχυνόμενο προς μια “Μεταδημοκρατία” (Κράουτς 2006).

 

Σε μια τέτοια περίπτωση, τι νόημα έχει η αναζήτηση “νομικών ρυθμίσεων” που, όπως υποστηρίζει ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Ακρίτας Καϊδατζής: “...μικρή

αποτελεσματικότητα έχουν αν δεν συνοδεύονται από βροντερή και διαρκή αποκήρυξη του νεοναζισμού και από την ειλικρινή προσπάθεια να καταπολεμηθούν οι αιτίες που τον

προκαλούν...”;

 

Και γιατί αποκαλεί τους χρυσαυγίτες ναζί νοσταλγούς του Χίτλερ, της Άριας Φυλής και του Ζωτικού Χώρου, “νεοναζιστές”;

 

Εφόσον γνωρίζει πως υπάρχει και συνέχεια και συνέπεια ως προς αυτές τις παραμέτρους τουλάχιστον, το πρόθεμα “νεο” μάλλον ως χρονικό προσδιορισμό το χρησιμοποιεί.

 

Βέβαια, ο ναζισμός καθόλου δεν εξαντλείται στον “Χίτλερ”, την “Άρια Φυλή”, τον “ζωτικό χώρο”, τα εγκλήματα πολέμου και το ολοκαύτωμα που πρόσφατα θυμηθήκαμε για να μην ξεχάσουμε ποτέ.

 

Υπήρξε και η Πολιτική και η Νομική και η Κρατική πλευρά του που μεταμφιέστηκε σε πολιτική Οικονομία η οποία, μέσω των Χάγιεκ και Μίζες, στην Ευρώπη και της “Σχολής του Σικάγου” του Φρίντμαν στις ΗΠΑ, αφομοιώθηκε εμφανιζόμενη, αυτή τη φορά, ως Οικονομία της Αγοράς, ως Νεοφιλελευθερισμός.

 

Αληθειοφόρο συμβάν που σημαίνει ότι δεν υπήρξε αποναζιστικοποίηση ούτε καν στη Γερμανία (βλ: Γιοάν Σαπουτό -Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης: “Ελεύθερος να υπακούς. Το μάνατζμεντ από τον ναζισμό μέχρι σήμερα” 2021).

 

Ο Μαξ Χορκχάιμερ -Κοινωνιολόγος της “Σχολής της Φρανκφούρτης”- υποστηρίζει: “...Όποιος δεν θέλει να μιλάει για τον καπιταλισμό, δεν μπορεί να μιλάει για τον φασισμό...”.

 

Δυναμική αλήθεια που ο Κύρκος Δοξιάδης θεώρησε αναγκαίο να “προσαρμόσει” στο σήμερα: “...Η σχέση καπιταλισμού και φασισμού στη σύγχρονη εποχή είναι σχέση εσωτερικότητας... δεν εκφράζεται τόσο στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων μεταξύ κυβερνήσεων όσο σε εκείνο των σχέσεων μεταξύ κοινωνικο-οικονομικών δυνάμεων και ιδεολογικο-πολιτικών πρακτικών. 

 

Και τούτο έχει να κάνει με δύο κυρίως παράγοντες τους οποίους ορίζουν οι νέες συνθήκες που έχουν επικρατήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες. 

 

Ο πρώτος είναι η διεθνοποίηση της οικονομικής πολιτικής, που έχει καταργήσει κάθε αυτονομία των κυβερνήσεων των λιγότερο ισχυρών χωρών... 

 

Ο δεύτερος, που αποτελεί μια έμμεση απόρροια του πρώτου, είναι ότι η φασιστική ιδεολογία και οι πολιτικοί της φορείς έχουν μάθει να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες...” (βλ:

“Η αριστερά αντιμέτωπη με τη φασιστική πρόκληση” στην “ΕφΣυν” 4/10/22).

 

Στην χώρα μας, όπως ακριβώς δεν έγινε αποδοσολογοποίηση με την “απελευθέρωση”, έτσι δεν έγινε και αποχουντοποίηση με τη “μεταπολίτευση”.

 

Μάλιστα, με αφορμή την αντιδημοκρατική παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο Ολύμπιος Δαφέρμος έγραψε στην “ΕφΣυν” 13/1: “...Η φύση της μεταπολίτευσης με τον

Καραμανλή, ο οποίος αποκαλούσε τη Χούντα επανάσταση... δεν επέτρεψε την αποχουντοποίηση πουθενά στον κρατικό μηχανισμό... 

 

Επόμενο ήταν και είναι οι ακροδεξιοί της δικαιοσύνης να

αναπαράγονται, κατά κανόνα. Όμοιος ομοίω. Και πολύ περισσότερο τώρα που η κυβέρνηση Κυρ. Μητσοτάκη ενσωματώνει μεθοδικά τους επικίνδυνους ακροδεξιούς...”.

 

Οι “επικίνδυνοι ακροδεξιοί” είναι παλιο-ναζί; ή μήπως νεο-ναζί; κάποια άλλα φασιστοειδή;

 

“...Γιατί επιμένεις να χρησιμοποιείς τον όρο φασισμός και όχι Ακροδεξιά;...”, ρωτά η δημοσιογράφος της “ΑΥΓΗΣ” (1/1/23) τον Καθηγητή Επιστημολογίας και Κοινωνιολογίας της Γνώσης στο ΕΚΠΑ Μάκη Κουζέλη που απαντά ως εξής: “...Ξέρω ότι η αναφορά στον φασισμό πάντα σοκάρει. Και θεωρώ αυτό το σοκ χρήσιμο σήμερα για να αφυπνίζει. 

 

Η Δεξιά είναι το απέναντι από την Αριστερά, σε ένα σχήμα που απεικονίζει πολιτικές στάσεις, ο φασισμός όμως είναι το απέναντι από τη Δημοκρατία, η πλήρης άρνησή της.

 

Επομένως, θεωρώ ότι το να αποκαλούμε το φασιστικό δυναμικό απλώς ακροδεξιό δεν είναι μόνο μια κίνηση άμβλυνσης της κρισιμότητας της απειλής αλλά δυνάμει και μια μισο-αθώωσή του.

 

Γιατί εύκολα μπορεί να ενταχθεί η Ακροδεξιά στο ψευδό ζεύγος Ακροδεξιά-Ακροαριστερά, στη θεωρία, δηλαδή, των δύο άκρων...”.

 

Δείτε τη τεράστιας σημασίας διαφορά που μπορεί να υπάρξει μεταξύ πολιτικό-κοινωνικών όρων και ορισμών που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τη συγκυρία.

 

Εδώ ακριβώς μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε πώς ωριμάζει η αναγκαιότητα του να λέγονται τα πράγματα με τ' όνομά τους ώστε να δημιουργούνται σημεία αναφοράς που μπορούμε να

χρησιμοποιούμε ως μίτο της Αριάδνης.

 

“...Ο χαρακτηρισμός, φασίστες-φασισμός, -έγραφε ο Μάκης Κουζέλης στην “ΕΠΟΧΗ” 21/11/20- έχει καταστεί απλή ύβρις και η κατάχρησή του πληθωριστική. 

 

Έτσι βέβαια έχει αμβλυνθεί καθοριστικά η εξηγηματική ισχύς της έννοιας και έχει, πράγμα καθόλου αθώο, θολώσει ο πολιτικός τόπος που δηλώνεται με αυτήν. Εδώ η ευθύνη όσων με ευκολία αποδίδουν τον χαρακτηρισμό σε αντιπάλους, καυτηριάζοντας αδιακρίτως αυταρχικές πρακτικές και λόγους,

είναι μεγάλη -και των αριστερών που θα όφειλαν να γνωρίζουν…

 

Έτσι συμβάλλουν στη τετριμμενοποίηση του ίδιου του φασιστικού φαινομένου και των αντίστοιχων πρακτικών... Δυνάμει αθωώνει τον πραγματικό φασισμό. Όχι δεν έχουμε φασισμό.

 

Έχουμε δημοκρατία...”. Τότε, τη “τετριμμενοποίηση” του Κουζέλη την έφερα σε αντιπαράθεση με τον Ράνσιμαν στο

σχόλιο: “Των παθών μας ο τάραχος” -Μάης του 21.

Υποστηρίζει ο Ράνσιμαν: “... η “εκτελεστική επέκταση” όπου οι εκλεγμένοι ιθύνοντες ροκανίζουν τη δημοκρατία ενώ προσποιούνται ότι τη σέβονται φαίνεται να αποτελεί τη

μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία του 21ου αιώνα. Το πρόβλημα είναι ότι δύσκολα τεκμηριώνεται...”.

 

Έμπλεος αγανάκτησης έγραφα: “...Επιτέλους. Δεν είναι δυνατόν την ώρα που το “Επιτελικό Κράτος” του Κούλη... κατασκευάζει “τον εχθρό και τον φίλο” χρησιμοποιώντας την ορίτζιναλ συνταγή του Νομικού του Ναζισμού Καρλ Σμιτ, εμείς, η Κοινωνική Αριστερά, ν' ακολουθήσουμε λογικές ηττοπάθειας όπως αυτή που διδάσκει από καθέδρας ο Καθηγητής... Γεράσιμος Κουζέλης...”.

 

Βάλτε τα δύο αποσπάσματα του Κουζέλη δίπλα-δίπλα και αν δεν σας “εκτελέσουν” να μη με λένε... όπως με λένε.

 

Μπορούν να συνθλίψουν, ως Σκύλλα και Χάρυβδη, την αφέλεια, τον εφησυχασμό και τον ωχαδελφισμό που μας διέκρινε αυτά τα δύο, τουλάχιστον, χρόνια που μεσολάβησαν και που έδωσαν την ευκαιρία να καλλιεργήσουν σαν σε θερμοκήπιο τον εκφασισμό της κοινωνίας που, απ' ό,τι φάνηκε, -εδώ που τα λέμε μεταξύ μας- δεν θέλει και πολλά πολλά παρακάλια για να ενδώσει... ένα κομμάτι.

 

Υπό αυτή την έννοια, τι νόημα έχει η αναζήτηση “νομικών ρυθμίσεων” για να μην ξαναμπεί στη Βουλή η Χρυσή Αυγή των παλιο-ναζί, όταν υπάρχει η ΝΔ του νεοφιλελέ-νεοναζιστή Κούλη;

 

Υπό αυτή την οπτική στο κοινοβουλευτικό δίλημμα: “ένοχος ή βλαξ”, κάλλιστα θα μπορούσαμε ν' απαντήσουμε με το ψυχοπαθολογικό: “σαδομαζοχιστής” -σημείο αναφοράς παλιών και νέων ναζί.

 

Υ.Γ. Τελικά, το έκανε όπως ο Τραμπ. Ο Κούλης αντί της Cambridge Analytica χρησιμοποίησε για να εκλεγεί το 2019 την Majoritas -ίσως και την Palantir.